Το «Another Chance» του Green was Greener είναι ένα επικό κομμάτι που σε «αναγκάζει» να αναζητήσεις τον δημιουργό του από την πρώτη φορά που θα το ακούσεις. Είναι στιγμές ρυθμικού ροκ με χορωδιακά μέρη που σε μεταφέρουν στο σύμπαν των Pink Floyd και των Flaming Lips και είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι έχουν γραφτεί από ένα μόνο άτομο. «Έσκασε» σαν πυροτέχνημα στο YouTube και όλοι αναρωτιούνταν ποιος είναι αυτός ο Green was Greener με το όνομα που παρέπεμπε στον στίχο των Pink Floyd «the grass was greener / the light was brighter» απ' το «High hopes» του Division Bell.
Το πρώτο του άλμπουμ, «Introspective», που έρχεται την άνοιξη, είναι ένας δίσκος που σε κάνει περήφανο για την ελληνική σκηνή, η οποία εξακολουθεί να δίνει τόσο υψηλού επιπέδου δουλειές, παρόλες τις δυσκολίες ‒ οι δημιουργοί έχουν φτάσει στα όριά τους σε κάθε επίπεδο, οικονομικό και ψυχολογικό. Τα εννιά κομμάτια του είναι έργο ενός νέου ανθρώπου, του Θωμά Στρατάκη, που μέσα στην καραντίνα κατόρθωσε να φτιάξει έναν από τους καλύτερους δίσκους που έχουν βγει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Ηράκλειο της Κρήτης» λέει. «Μέχρι τα 15 μου γρατζούναγα μια κιθάρα και άκουγα Metallica, Maiden, Satriani και Vai. Μετά ήρθε η μόδα του 50 Cent και του Eminem, που με έκαναν να θέλω να γίνω DJ. Από την εφηβεία μου άρχισα να παίζω σε μπαρ και κλαμπ και να προκαλώ πονοκεφάλους στη μητέρα μου. Τελειώνοντας το 2009 το σχολείο, ήρθα στην Αθήνα και γράφτηκα σε μια σχολή μουσικής παραγωγής. Ο κολλητός μου –ο οποίος σχεδίασε το εξώφυλλο του δίσκου μου‒ με μύησε στην ηλεκτρονική μουσική κι έτσι άρχισα να γράφω house και minimal techno κομμάτια, με τα οποία έκανα και τις πρώτες μουσικές κυκλοφορίες μου.
Όταν γύρισα στο Ηράκλειο, μετά από δύο χρόνια, αποφάσισα να ασχοληθώ πιο ενεργά με τη νύχτα και έκανα ένα cocktail bar μαζί με έναν φίλο, το οποίο λειτουργεί και με ζει ακόμα και τώρα. Παράλληλα, έκανα μερικές ακόμη κυκλοφορίες ηλεκτρονικής μουσικής με αμέτρητα ψευδώνυμα και μετά δοκίμασα να γράψω χιπ-χοπ που γουστάρω πολύ να ακούω, μαζί με μερικά "τραπίδια", αλλά γρήγορα με κούρασε το υπερβολικό μπάσο.
Δεν έχω όνειρα να βγάλω λεφτά από τη μουσική, ούτε γράφω μουσική γι' αυτόν τον λόγο. Αντιθέτως, πολλές φορές σκέφτομαι να τα παρατήσω, γιατί ό,τι λεφτά βγάζω πάνε εκεί και πιθανόν να ήμουν πολύ καλύτερα οικονομικά αν δεν είχα αυτή την εμμονή.
Το 2018 πήγα με ένα φίλο μου στο Mad Cool Festival στη Μαδρίτη για να δούμε τους Pearl Jam, το μεγαλύτερό μου κόλλημα. Μαζί τους έπαιζαν οι MGMT, οι Tame Impala και οι Fleet Foxes. Έφαγα τέτοιο σοκ με τους Tame Impala, που δεν μπορούσα καθόλου να συγκεντρωθώ όταν βγήκαν οι Pearl Jam. Είχα αποφασίσει ότι αυτός είναι ο ήχος που θέλω να φτιάξω, μέχρι που είδα τους MGMT και άλλαξα ξανά γνώμη! Αυτός ήταν ο ήχος. Μέχρι τότε η μόνη επαφή που είχα με κάτι παρόμοιο ήταν το "Soft Bulletin" των Flaming Lips που είχα αγοράσει τυχαία από ένα δισκάδικο. Μου πήρε πολλά χρόνια να το αγαπήσω όπως το αγαπώ τώρα.
Με το που επέστρεψα από Μαδρίτη, ξεκίνησα να πειραματίζομαι με διάφορα σύνθια και ξαναέβγαλα την κιθάρα από το ντουλάπι. Αγόρασα και το πρώτο μου drum kit, θεωρώντας ότι δεν είναι και πολύ δύσκολο να παίξεις τύμπανα. Δεν είχα ιδέα! Το πρώτο τραγούδι που έγραψα ήταν το "Inner Giver" και εκεί κατάλαβα ότι χρειάζομαι κι άλλα άτομα για να κάνω κάτι τέτοιο. Δυστυχώς, δεν ήξερα κανέναν, οπότε αποφάσισα να γράψω τα πάντα μόνος μου.
Έκλεισα το στούντιο του Νίκου Βογιατζάκη, ο οποίος είναι και στην μπάντα πλέον, χωρίς να ξέρω τι θα γράψω. Του άρεσαν οι ιδέες μου, μου είπε να συνεχίσω αυτό που έκανα και όταν θα ήμουν έτοιμος, να πάω να το ηχογραφήσουμε εξαρχής. Μετά από μήνες είχα ετοιμάσει 12-13 κομμάτια και ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις. Και επειδή τα τύμπανα δεν ήταν στη μορφή που είχα φανταστεί, καλέσαμε τον Παύλο Μοναστηριώτη να παίξει. Κρατήσαμε και μερικά recordings που είχα κάνει σπίτι, κυρίως στο "Another Chance".
Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι πώς προέκυψε το όνομα Green was Greener. Δεν ξέρω ακόμα αν μου αρέσει, αλλά σίγουρα έχει πλάκα. Είναι όνομα για μπάντα, είναι η αλήθεια, αλλά για την ώρα στο στούντιο είμαι μόνος μου. Στα lives, όταν ξαναγίνουν με το καλό, θα είμαστε πέντε άτομα: στα τύμπανα ο Άγγελος Παναγιωτίδης, στο μπάσο ο Κωνσταντίνος Τσαγκαράκης, στα πλήκτρα ο Frank Παπαδάκης, στην κιθάρα και στα πλήκτρα ο Νίκος Βογιατζάκης και κιθάρα-φωνή εγώ. Fun fact: Όταν υπέγραφα στην Inner Ear και με ρώτησαν αν υπάρχει μπάντα, είπα "φυσικά και υπάρχει", ενώ δεν είχα μιλήσει με κανέναν ακόμα.
Το όνομα του δίσκου προέκυψε όταν έγραψα το τραγούδι "Introspective". Ίσως είναι το αγαπημένο μου απ' όλο τον δίσκο, με το οποίο μοιράζομαι, όπως και με όλα τα υπόλοιπα, σκέψεις που δεν έχω πει σε κανέναν. Πολύ δύσκολα, έως καθόλου, ανοίγομαι σε κάποιον. Έχω μάθει να ζω και να περνάω καταστάσεις μόνος. Έτσι ακριβώς έχω μάθει να γράφω και μουσική. Μου φαίνεται πολύ δύσκολο να γράψω μαζί με άλλους, αλλά όσο περνάει ο καιρός φλερτάρω έντονα με αυτή την ιδέα. Εκτιμώ και ζηλεύω τους μουσικούς που μιλάνε, γράφουν και τραγουδάνε πράγματα προσωπικά μπροστά σε άλλους ή μαζί με άλλους.
Αυτός είναι και ο λόγος που γράφω στα αγγλικά. Νιώθω πιο ασφαλής. Σίγουρα υπήρχαν και τα εφηβικά όνειρα της διεθνούς καριέρας και του ατελείωτου rock'n'roll, αλλά οι "σφαλιάρες" της καθημερινότητας τα έθαψαν από νωρίς, ευτυχώς. Μια ιδανική πορεία για μένα θα ήταν gigs εδώ και κει, ώστε να ζω απ' αυτό.
Δεν έχω όνειρα να βγάλω λεφτά από τη μουσική, ούτε γράφω μουσική γι' αυτόν τον λόγο. Αντιθέτως, πολλές φορές σκέφτομαι να τα παρατήσω, γιατί ό,τι λεφτά βγάζω, πάνε εκεί και πιθανόν να ήμουν πολύ καλύτερα οικονομικά, αν δεν είχα αυτή την εμμονή. Τα πάντα κοστίζουν πολύ, το στούντιο, το gear, τα πετάλια, οι πρόβες. Μόλις μαζέψω κάποια χρήματα, μπαίνω στις αγγελίες και παίρνω ένα ακόμα συνθ. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν έχω καταφέρει να βγάλω ακόμα δίπλωμα αυτοκινήτου.
Καθ' όλη την περίοδο που έγραφα τα κομμάτια, άκουγα πολύ Beach House, Brian Eno, Erkin Koray, Tyler the Creator, Mercury Rev και Sigur Ros. Ο καθένας που ακούει τα κομμάτια μου, βέβαια, εντοπίζει κι άλλα πράγματα, και αυτό το κάνει ακόμα πιο γαμάτο: Arctic Monkeys, Flaming Lips (αυτό μου το είπε ο ντράμερ μας και μπήκε στην μπάντα με τη μία), Tame Impala, Pink Floyd, Black Sabbath και διάφορα άλλα. Τους καταλαβαίνω όλους. Όλα αυτά είναι ακούσματά μου.
Από την άλλη, όταν μου λένε κάτι τέτοιο, δυσκολεύομαι να το πιστέψω, γιατί μιλάμε για ονόματα και μπάντες τεράστιες, που δεν πρόκειται ούτε να πλησιάσω. Υπάρχουν, βέβαια, κι αυτοί που θα το πουν με μια δόση κακίας, το οποίο δεν το καταλαβαίνω. Είναι λογικό να μοιάζεις με κάποιον. Όλοι αυτό κάνουν. Το να σε τοποθετούν κάπου εσένα ή τα κομμάτια σου είναι ένα παιχνίδι που παίζουν όλοι, ακόμη κι εγώ. Δεν το θεωρώ ούτε καλό ούτε κακό.
Ο δίσκος είναι αρκετά προσωπικός. Προσπάθησα να γράψω ως τρίτο πρόσωπο σε διάφορες καταστάσεις, αλλά το αποτέλεσμα ήταν να γράφω για δικά μου προσωπικά ζητήματα και σκέψεις χωρίς να το καταλάβω αμέσως. Δεν υπάρχει κάποιο πρόσωπο στο οποίο να βασίζεται ο δίσκος, πιο πολύ σε πράγματα που έχω ζήσει και δεν μίλησα ποτέ γι' αυτά.
Στο "Introspective" ήθελα πολύ να δημιουργήσω ένα συναίσθημα drop the beat, εξού και το μεγάλο intro. Είναι ένα κομμάτι που για να το εκτιμήσεις πρέπει να το ακούσεις όλο και να το υπομείνεις. Νιώθεις μια δικαίωση όταν "μπει". Θα ήθελα πάρα πολύ στο live, όταν φτάνει αυτό το σημείο, να σκάνε πυροτεχνήματα. Έτσι το έχω φανταστεί. Είναι η ίδια ανυπομονησία όπως όταν μετράς ανάποδα για να αλλάξει η χρονιά. Είναι ένα κομμάτι που μιλάει για την ανάγκη κάποιου να μην είναι μόνος και όταν παύει να είναι, δεν είναι όπως το είχε φανταστεί. Πώς λες σε κάποιον ψέματα, ενώ τον θεωρείς όμορφο άνθρωπο; Κάτι που δεν θα καταλάβω ποτέ μου.
Από την άλλη, το "Inner Giver" μιλάει για τη μεγαλύτερη αγάπη, που για μένα είναι η θάλασσα. Εδώ κολλάει το "ευτυχώς" που γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Κρήτη. Δεν αντέχω μακριά από τη θάλασσα. Αυτή είναι και η ιδέα πίσω από τα συνθεσάιζερ στην αρχή και τα "τραβηγμένα" πιατίνια, να σου δημιουργούν εικόνες από κύματα.
Όταν έγραψα το "Another Chance", ήθελα να κάνω ένα ποπ κομμάτι, όχι απαραίτητα για το Green Was Greener. Για κάποιον λόγο θέλω πάρα πολύ να γράψω κομμάτια για τη Σtella. Είχα κάτι τέτοιο στο μυαλό μου, όχι ότι θα το έστελνα ποτέ, αλλά μου αρέσει πολύ αυτό που κάνει μουσικά. Στιχουργικά νομίζω ότι είναι πολύ straight-forward ως προς αυτό για το οποίο μιλάει: δεύτερες ευκαιρίες και αναθεώρηση πραγμάτων ή συμπεριφορών. Παραγωγικά είναι το μόνο που δεν έχει κιθάρα και τα τύμπανα είναι παιγμένα από εμένα, στο σπίτι μου.
Το "Desert King" είναι μια LSD-ίδικη ιστορία για ένα LSD-ίδικο instrumental. Τρελαίνομαι για '60s-'70s ψυχεδελικό ροκ και αυτό ήταν μια τέτοια απόπειρα. Πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου τη σκηνή από την ταινία των Doors στην έρημο. Μάλλον από κει πηγάζει σαν κομμάτι. Όταν έγραψα το κιθαριστικό σόλο ήμουν αρκετά μεθυσμένος, με αποτέλεσμα να μην μπορέσω να το ξαναπαίξω σωστά στις ηχογραφήσεις, οπότε κρατήσαμε αυτό το take, από το σπίτι. Είναι ξεκάθαρο ότι στα lives δεν θα το παίζω εγώ.
Το "Everyday" μιλάει για τη ματαιότητα και την καθημερινότητα, κάτι που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό, ειδικά στην επαρχία: λίγα πράγματα να κάνεις, λίγα πράγματα να δεις και σχετικά προκαθορισμένη πορεία ζωής. Για το "Stargazing" αυτό που ξέρω είναι ότι μου βγάζει μια αισιοδοξία και θεωρώ ότι είναι το πιο spacey κομμάτι του δίσκου. Στο "Cause every time you go I know" είχα γράψει τη μουσική κάπου κοντά με το "Inner Giver". Δεν του είχα δώσει σημασία μέχρι που ξεκινήσαμε τις ηχογραφήσεις. Τότε γράφτηκαν και οι στίχοι. Θεωρώ ότι είναι ένα τραγούδι με το οποίο εύκολα ταυτίζεσαι, όλοι έχουν ζήσει κάτι παρόμοιο. Ένα πρόσωπο που πάντα θα σε επηρεάζει, ανεξαρτήτως της φάσης στην οποία βρίσκεσαι.
Το "Train οf Thoughts" είναι η πιο ροκ στιγμή που είχα μέχρι τώρα. Γράφτηκε πολύ γρήγορα. Είναι το κομμάτι με τα πιο διαφοροποιημένα τύμπανα σε σχέση με το πώς είχε γραφτεί αρχικά. Η ιδέα ήρθε όταν κάποιος είπε να ακούσουμε λίγο το "Incesticide" των Nirvana ‒ λογικά θα ήταν ο Παύλος που το έπαιξε κιόλας. Είναι η στιγμή που έχεις καταλάβει τι πήγε λάθος και ψάχνεις τρόπους για να το διορθώσεις. Το τελευταίο κομμάτι είναι το "You don't care" και από τη στιγμή που γράφτηκε, ήθελα να κλείνει τον δίσκο.
Συνολικά, ο δίσκος, αν τον ακούσεις όλο από την αρχή, έχει αρκετές εναλλαγές όσον αφορά την ψυχολογία και το πού σε πάει, σαν ένα DJ set. Κάπως έτσι το έχω στο μυαλό μου. Αν ξέμενα σε ένα μπαρ μέχρι το κλείσιμο, κάτι τέτοιο θα ήθελα να ακούσω. Λίγο ρομάντζο που δεν πάει και πολύ καλά στην τελική, αλλά όλα ok.
Το 2020 ήταν η πιο δύσκολη χρονιά για μένα. Πέρα από τα οικονομικά προβλήματα, τον Covid, τα lockdowns και τοn τεράστιο αρνητισμό που υπάρχει παντού, ήρθε και ένα οικογενειακό πρόβλημα που τα ισοπέδωσε όλα. Αν δεν ήταν η μουσική, ίσως να το 'χα χάσει. Η μεγαλύτερη δυσκολία ενός μουσικού στην Ελλάδα του 2021 είναι ότι δεν έχει καμία στήριξη από το κράτος. Είναι σαν να μη θέλει η Ελλάδα ανθρώπους που να ασχολούνται με τη μουσική και τις τέχνες.
Νιώθω ότι η ελληνική σκήνη έχει κάνει μεγάλα μουσικά άλματα. Όταν υπάρχουν μπάντες σαν τους Whereswilder ή σαν τον Vagina Lips και τη Σtella, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα, αν και οι δυσκολίες είναι τεράστιες. Ίσως να ισχύει ότι στους δύσκολους καιρούς η τέχνη ανθεί. Κάποια νέα πρόσωπα και μπάντες που μου αρέσουν πολύ είναι οι Dury Dava, Youth Valley, Αστρογόνο και, φυσικά, οι μπάντες των παιδιών που πλαισιώνουν το Green Was Greener, Humachines, Thymics και Pulse.
Μια ιδανική συνέχεια θεωρώ πως θα ήταν να μπορέσουμε να κάνουμε έναν δυνατό και διαφορετικό δεύτερο δίσκο και να καταφέρουμε να παίξουμε όσο πιο πολλά lives μπορούμε».
Green Was Greener - Another Chance (Official Audio)
Το «Introspective» του Green was Greener θα κυκλοφορήσει στις αρχές της άνοιξης από την Inner Ear.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
σχόλια