Στην περίοδο της πανδημίας του κορωνοϊού ο κόσμος της αρχιτεκτονικής δεν σταμάτησε να εργάζεται. Είναι εντυπωσιακός ο αριθμός των έργων που σχεδιάστηκαν, προχώρησαν ή ολοκληρώθηκαν, σε μουσεία, βιβλιοθήκες, κέντρα κοινοτήτων ή πολιτιστικά κέντρα σε εθνικό επίπεδο. Πρωταγωνίστρια η Κίνα, το μέρος όπου διαγωνίζονται και διαγκωνίζονται οι μεγάλοι αρχιτέκτονες και τα διάσημα αρχιτεκτονικά γραφεία του κόσμου και προφανώς το χρήμα ρέει άφθονο, με τις πιο τρελές και εκκεντρικές ιδέες να υψώνονται όπως τα κτίρια στην αχανή χώρα. Στην Ευρώπη, με λίγες εξαιρέσεις, τα μεγάλα και φιλόδοξα σχέδια περιορίστηκαν στην ολοκλήρωση έργων στα οποία πρωταγωνίστησε η Γερμανία, λιγότερο το Παρίσι και ακόμα λιγότερο το Λονδίνο, που τσακισμένο από την πανδημία οικονομικά, είδε πολλά έργα να αναβάλλονται επ΄ αόριστον.
Πρώτο μεγάλο έργο-θύμα που αφήνει τη Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου (London Symphony Orchestra, LSO), την πιο παλιά από τις συμφωνικές ορχήστρες που έχουν έδρα το Λονδίνο, με χρονολογία ίδρυσης το 1904, στριμωγμένη σε ένα σπίτι «ακατάλληλο» και παλιό, είναι το έργο που θα τη στέγαζε σε ένα κτίριο που πολλοί ονόμασαν Tate Modern της μουσικής.
Με μια πολυκύμαντη ιστορία και περιόδους ακμής και παρακμής, η Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου έχει εδώ και δεκαετίες ανακτήσει την ηγετική της θέση στην πόλη, την οποία διατηρεί μέχρι σήμερα, με ένα πολυπληθές κοινό να την παρακολουθεί αδιάλειπτα.
Το φιλόδοξο έργο του «Κέντρου Μουσικής του Λονδίνου» απορρίφθηκε από τη City of London Corporation, με μια δήλωση ότι ο αντίκτυπος της πανδημίας κατέστησε αδύνατη την ολοκλήρωση του σχεδίου και δεν πρόκειται να προχωρήσει τίποτα πριν η κατάσταση επανέλθει σε μια σχετική κανονικότητα.
Ανοιχτή, δημοκρατική, η πλέον ηχογραφημένη ορχήστρα του κόσμου έχει στα παλμαρέ της όχι μόνο ηχογραφήσεις από το 1912 αλλά και πάνω από 200 σάουντρακ για κινηματογραφικές ταινίες, από τα οποία το γνωστότερο ίσως είναι αυτό για τη σειρά ταινιών «Star Wars». Και δικαίως υπερηφανεύεται για μια σειρά προσκεκλημένων μαέστρων που ζηλεύει κάθε όμοιά της ορχήστρα στον κόσμο, από τον Αντρέ Πρεβέν, τον Κλαούντιο Αμπάντο, τον Κόλιν Ντέιβις μέχρι και τον Βαλέρι Γκέργκιεφ. Τα κακά νέα είναι ότι θα εξακολουθήσει να είναι στριμωγμένη στο Μπάρμπικαν Σέντερ, στο Σίτι του Λονδίνου, με επισφαλές μέλλον και περιορισμένα πλέον έσοδα.
Με ένα σχέδιο που θυμίζει πυραμίδα σε περιστροφή, το διάσημο παγκοσμίως γραφείο Diller Scofidio + Renfro παρουσίασε το 2019, δυο χρόνια αφότου κέρδισε τον διεθνή διαγωνισμό, το «Κέντρο Μουσικής του Λονδίνου», στο Μπάρμπικαν, που διαφημίστηκε παγκοσμίως ως «μια αίθουσα συναυλιών για τον 21ο αιώνα».
Με έναν υπερσύγχρονο χώρο συναυλιών, χώρους παραστάσεων, δοκιμών και χώρους εκπαίδευσης, και κόστος που θα άγγιζε τα 288 εκατομμύρια λίρες, το σχέδιο προέβλεπε την ανέγερσή του εκεί όπου βρίσκεται το Μουσείο του Λονδίνου, το οποίο μετακινείται σε έναν νέο χώρο που σχεδίασε ένα άλλο δίδυμο διάσημων αρχιτεκτόνων, ο Stanton Williams και ο Asif Khan.
Ο σχεδιασμός το Κέντρου Μουσικής προέβλεπε το προαπαιτούμενο των σύγχρονων πολιτιστικών κέντρων, τη σύνδεσή του με τον δρόμο και τον κόσμο, και με ανοιχτό το ισόγειο όλη μέρα και όλη νύχτα στο κοινό για μια στάση ηρεμίας στην πολύβουη πόλη. Το Κέντρο Μουσικής θα ήταν και μέρος του περίφημου φιλόδοξου σχεδίου που ονομάζεται Culture Mile, με τη διαδρομή να ξεκινά από την Tate Modern, να διασχίζει τη Γέφυρα της Χιλιετίας πέρα από τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου και να καταλήγει στο νέο Κέντρο Μουσικής του Λονδίνου.
Κινητήρια δύναμη πίσω από το έργο ήταν ο μαέστρος Σάιμον Ρατλ, που βρέθηκε στο τιμόνι της από το 2017, όταν άφησε πίσω του –για να επιστρέψει στη γενέτειρά του τη Βρετανία– τη Συμφωνική Ορχήστρα του Βερολίνου. Φυσικά υπήρχαν σοβαροί επικριτές του έργου, που υποστήριζαν εξαρχής ότι η χρηματοδότηση ήταν μεγάλη από πλευράς κράτους, και προσωπικότητες της κυβέρνησης που λένε ότι δεν είναι αναγκαίο για το Λονδίνο να έχει μια αίθουσα συναυλιών αυτής της κλίμακας και κόστους.
Αρχές Ιανουαρίου έσκασε κυριολεκτικά σαν βόμβα η ανακοίνωση ότι ο Σάιμον Ρατλ εγκαταλείπει τη Βρετανία και θα είναι ο επόμενος διευθυντής της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας από τη σεζόν 2023-2024. Πολέμιος του Brexit, ο Σάιμον Ρατλ το είπε και το έκανε τη στιγμή που οι Βρετανοί μουσικοί βλέπουν τους ορίζοντές τους να στενεύουν εξαιτίας των εμποδίων που θέτει η έξοδος της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Λίγες μέρες νωρίτερα το φιλόδοξο έργο του «Κέντρου Μουσικής του Λονδίνου» απορρίφθηκε από τη City of London Corporation, με μια δήλωση ότι ο αντίκτυπος της πανδημίας κατέστησε αδύνατη την ολοκλήρωση του σχεδίου και δεν πρόκειται να προχωρήσει τίποτα πριν η κατάσταση επανέλθει σε μια σχετική κανονικότητα. Οι εναλλακτικές προτάσεις για την αξιοποίηση της περιοχής που αφήνει το Μουσείο του Λονδίνου θα υποβληθούν τους επόμενους μήνες.
Είναι μια ήττα αυτή και για το Λονδίνο και για τη μουσική, που με αυτό το έργο θα αποκτούσαν μια αίθουσα με ακουστική παγκόσμιας κλάσης. Το Λονδίνο χάνοντας αυτή την ευκαιρία δεν θα μπορέσει να έχει μια αίθουσα όπως η Philharmonie στο Παρίσι του Jean Nouvel και η Elbhilharmonie στο Αμβούργο των Herzog & de Meuron, και πολλοί μουσικοί αγωνιούν για τις θέσεις τους κάνοντας συγχρόνως προσπάθειες να εργασθούν στην ΕΕ. Αυτήν τη στιγμή ο Δήμος του Λονδίνου κάτω από αυτές τις συνθήκες θα επενδύσει στην ανακαίνιση του Μπάρμπικαν Σέντερ που έχει κλείσει τα σαράντα του χρόνια.