Γεννήθηκα στο Ρέθυμνο, στην παλιά πόλη, η οποία έχει έντονο το αναγεννησιακό αλλά και το τουρκικό στοιχείο. Εκεί ξεκίνησα μαθήματα μουσικής, στο παράρτημα του Ελληνικού Ωδείου του Ρεθύμνου, και μετά έφυγα για κάποια χρόνια στη Γαλλία. Επέστρεψα στην Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
• Από τα παιδικά μου χρόνια μού άρεσε πάρα πολύ να παίζω με τους ήχους, να αυτοσχεδιάζω, να φτιάχνω ηχητικές πηγές από διάφορα ευτελή πράγματα και κάποια στιγμή, προς το τέλος του δημοτικού, άρχισα να έχω μια πιο καλή αντίληψη της μουσικής. Έφτιαχνα έναν μουσικό κόσμο τον οποίο, μαζί με φίλους, μετουσιώναμε σε θεατρικές παραστάσεις. Είχαμε ένα εξοχικό σπίτι στον Ευλογιά, μια περιοχή προσφύγων πάνω από το Ρέθυμνο με αγροικίες, με μαγικό τοπίο μέσα στα αμπέλια και στα πεύκα, ο οποίος, μέσα από ένα φαράγγι, είχε θέα σε ένα μέρος της πόλης.
Είχα βαθιά επιθυμία να εκφραστώ με διάφορους τρόπους. Οργάνωνα τα παιδιά, ντυνόμασταν και την ώρα που έδυε ο ήλιος, πριν από το φαγητό, και οι άνθρωποι τραγουδούσαν, εμείς παίζαμε το θεατρικό έργο που είχαμε ετοιμάσει σε μια μικρή σκηνή. Ήταν μια σχεδόν ολοκληρωμένη θεατρική πράξη ‒ βγάζαμε κάποια χρήματα και με αυτά αγοράζαμε γλυκά και παιχνίδια. Εκεί είχα πάντα την έγνοια της μουσικής, χωρίς να έχω ιδέα τι μπορεί να είναι αυτό ‒ το παιχνίδι των ήχων ήταν αυτό που με απασχολούσε και με απασχολεί μέχρι τώρα. Δεν άλλαξε κάτι. Άλλαξαν η γνώση, η εμπειρία, η γραφή, αλλά ο βασικός πυρήνας του παιχνιδιού είναι ίδιος – δεν είναι τυχαίο ότι το ρήμα που συνοδεύει τη μουσική είναι το παίζουμε, «παίζουμε» μουσική.
Αισθάνομαι κάτι που δεν αισθανόμουν στο παρελθόν, ότι αυτά τα χρόνια που είμαι στη Λυρική έχω λερωθεί αρκετά, κι αυτό είναι κάτι που με πονάει. Ξέρω ότι δεν είμαι αυτός που ήμουνα και σίγουρα έχω λερώσει πολλές πτυχές της ζωής μου. Ελπίζω ότι σύντομα θα επιστρέψω σε πιο αγνές και πιο καθαρές στιγμές. Το έχω πολύ μεγάλη ανάγκη να γυρίσω στον εαυτό μου με κάποιον τρόπο.
• Το πρώτο μου ζωντανό ρεσιτάλ το παρακολούθησα στο Ωδείο, στο τζαμί Νερατζέ, εκεί όπου μάθαινα μουσική, έναν πολύ ιδιαίτερο χώρο με πολύ ωραία ακουστική. Εκεί υπήρχε ένα πιάνο με ουρά και πολλές φορές, επειδή είχα το κλειδί, όταν κοιμούνταν όλοι, το έσκαγα και πήγαινα και μελετούσα ‒ και έγραφα μουσική. Μετά τα δεκαπέντε μου συνέθετα κανονικά και εκεί έκανα τους πρώτους μου πειραματισμούς. Εκεί, λοιπόν, είδα ένα ρεσιτάλ με έναν πιανίστα και δύο τραγουδιστές, οι οποίοι τραγουδούσαν άριες από όπερες. Δεν θυμάμαι τα έργα, μου είχε κάνει όμως μεγάλη εντύπωση η υπερβολή των φωνών. Είναι παράξενο γιατί η πρώτη αντίδραση, η δική μου και των συμμαθητών μου, ήταν το ασταμάτητο νευρικό γέλιο ‒ μας είχε φανεί τότε ό,τι πιο αστείο είχαμε ακούσει. Όμως, αυτή η εξωπραγματική διάσταση των φωνών ήταν το στοιχείο που αγάπησα αργότερα στην όπερα.
Άκουγα φανατικά ό,τι κλασική μουσική έπαιζε το ραδιόφωνο και, όσο ήμουν παιδί, η καλύτερή μου ήταν όταν υπήρχε κάποιο πένθος, γιατί όλο το πρόγραμμα ήταν αφιερωμένο στην κλασική μουσική, επί μία, δύο ή τρεις μέρες. Παρακολουθούσα συνεχώς το Τρίτο Πρόγραμμα από ένα ραδιοφωνάκι και αποκεί δέχτηκα όλες τις αναφορές με πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Μια καθηγήτριά μου, επίσης, που μας δίδασκε φυσική, ήταν πιανίστρια και είχε μια πολύ αισθαντική σχέση με τη μουσική, έτσι άκουσα, εκτός από Σοπέν, Σούμπερτ και Σούμαν, διάφορα άλλα είδη που έπαιζε η ίδια, Μότσαρτ, Μπετόβεν, σονάτες, γιατί προετοιμαζόταν να δώσει για δίπλωμα. Εκεί άκουσα για πρώτη φορά τις «Έξι λαϊκές ζωγραφιές» του Χατζιδάκι. Στο περιβάλλον μου υπήρχε και κάποιος άλλος πολύ ένθερμος λάτρης της μουσικής, ο οποίος είχε τεράστια δισκοθήκη και με βοήθησε πάρα πολύ να ακούσω διαφορετικές εκτελέσεις έργων – π.χ. είχε την «Πέμπτη Συμφωνία» του Μπετόβεν σε είκοσι εκτελέσεις.
• Το Ρέθυμνο ήταν μια πόλη με μια τέτοια ποιότητα. Ήταν ένα αστικό μέρος που είχε αφομοιώσει τη δυτική κουλτούρα με πολύ φυσικό και υγιή τρόπο. Ένα περιβάλλον το οποίο με βοηθούσε να μην αισθάνομαι σαν τη μύγα μέσ’ στο γάλα και, ταυτοχρόνως, αφομοίωνε όλο το βυζαντινό και παραδοσιακό κομμάτι. Ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, επίσης, ήταν τα τραγούδια της εποχής, το λαϊκό τραγούδι, το οποίο το παρακολουθούσα όχι γιατί ήταν στα άμεσα ακούσματα της οικογένειάς μου αλλά γιατί ήταν στα άμεσα ακούσματα της γειτονιάς. Όποια στιγμή κι αν έβγαινες έξω, όλο και κάποιος τραγούδαγε λαϊκά, ρεμπέτικα. Υπήρχε έντονο και το βυζαντινό στοιχείο γιατί η εκκλησία ήταν στο κέντρο κάθε γειτονιάς και ήμουν μέλος αυτής της κοινότητας.
Συγχρόνως, η κρητική παραδοσιακή μουσική ήταν είναι σημείο αναφοράς: συνδέεται με γλέντια, γιορτές, γάμους, βαφτίσια, ακόμη και με τον θάνατο. Τα μοιρολόγια ή τα νανουρίσματα υπήρχαν πολύ έντονα μέσα μου. Ο πατέρας μου ήταν από το νότιο Ρέθυμνο, από ένα χωριό πάνω από το Λιβυκό Πέλαγος, την Κάνεβο ‒ εκεί έζησα όλες αυτές τις εμπειρίες. Ήταν εγγράμματος και πολύ φιλοσοφημένος άνθρωπος, με συγγραφικό έργο. Η μητέρα μου είναι μικρασιατικής καταγωγής, από ένα πιο αστικό, ας πούμε, περιβάλλον. Ο παππούς μου ήταν ψάλτης. Όλο αυτό άφηνε μια σφραγίδα στην αναζήτηση της προσωπικής μου ταυτότητας και έτσι η μουσική ερχόταν με διάφορους τρόπους στη ζωή μου, μέσα από όλα αυτά, αλλά και μέσα από τις σπουδές μου.
• Ένας από τους δασκάλους μου στο φροντιστήριο αναφερόταν καμιά φορά σ’ εμένα, αποκαλώντας με «Κάλλας», εννοώντας ότι είμαι τόσο καλλίφωνος όσο η Κάλλας. Αυτό είχε έναν διπλό-τριπλό υπαινιγμό. Ήταν φιλόμουσος και μάλιστα πολύ οπερόφιλος ο άνθρωπος, μεγάλης ηλικίας, και το έλεγε με καλή διάθεση, όμως στους συμμαθητές μου πέρναγε με έναν σχεδόν γλαφυρό και κοροϊδευτικό τρόπο. Χωρίς να γνωρίζουν ακριβώς ποια είναι, καταλάβαιναν ότι ήταν μια αοιδός, γιατί έρχονταν στο αυτί μου και μου τραγουδούσαν δήθεν οπερατικά, στριγκλίζοντας.
• Στο κατηχητικό με έβαζε καμιά φορά ο παπάς να διευθύνω τη χορωδία. Δεν ξέρω αν έπαιρνα εγώ την πρωτοβουλία ή αν φαινόταν ότι είχα μια έμφυτη ροπή προς αυτό το είδος και μου πρόσφεραν την ευκαιρία γενναιόδωρα. Έγραφα μουσική για διάφορες εκδηλώσεις που κάναμε στο φεστιβάλ της ΚΝΕ και για συναυλίες που κάναμε στο ωδείο. Από τότε μου άρεσε να ανακατεύω τα είδη. Παίζαμε κάτι μεταξύ έντεχνου, κλασικού και παραδοσιακού. Το Ρέθυμνο ήταν πολύ ζωντανό σε τέτοια πράγματα. Κανείς δεν σου στερούσε τη δυνατότητα να εκφραστείς εκείνη την εποχή και νομίζω ότι αυτό γίνεται και τώρα με κάποιον τρόπο.
• Ήμουν ένα παιδί αρκετά μοναχικό από τη φύση μου ‒ είχα τραβήξει κι έναν δρόμο αρκετά προσωπικό και κάπως καταπιεστικό. Όταν έφυγα από το Ρέθυμνο, έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου. Κάθε φορά που επέστρεφα, υπήρχε στο μυαλό μου ότι δεν είναι πραγματικά κατανοητό αυτό που κάνω στους ανθρώπους του περιβάλλοντός μου. Με ρωτούσαν «τι κάνεις;», έλεγα «γράφω μουσική», και μου απαντούσαν «δηλαδή στίχους;». Άντε να τους εξηγήσω ότι δεν γράφω τραγούδια. Αυτό τους φαινόταν αδιανόητο.
Θυμάμαι μια πολύ μεγάλη εκδήλωση της εκκλησίας ή του δήμου σε έναν χώρο που τον έλεγαν Δελφίνι, κάτι σαν τον ΕΟΤ του Ρεθύμνου, όπου με είχαν φωνάξει να παίξω. Επρόκειτο να παρευρεθούν όλες οι Αρχές του τόπου και μου ζήτησαν να παρουσιάσω ένα δικό μου έργο. Όμως, καθώς δεν υπήρχε η δυνατότητα να φέρουμε κάποιον μουσικό από την Αθήνα για να ερμηνεύσει το έργο μου, τους είπα ότι το είχα ηχογραφημένο. «Α, πολύ ωραία» μου απάντησαν, «θα το ακούσουμε ηχογραφημένο». Ήταν το έργο «Απομάκρυνση 3», βασισμένο στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, που είχα γράψει στα δεκαέξι μου, με μια γραφή αρκετά εξεζητημένη. Ξεκινάει, λοιπόν, να παίζει και οι θεατές αρχίζουν να μιλάνε μεταξύ τους. Και γίνεται η χάβρα των Ιουδαίων. Δεν ξέρουν πώς να αντιδράσουν σε αυτό, ότι πρέπει να καθίσεις σιωπηλά να ακούσεις, οπότε μοιάζει σαν μια τέλεια ευκαιρία διαλείμματος. Αισθάνθηκα πολύ άσχημα, ότι καταργείται το έργο μου στην ίδια μου την πατρίδα. Είχα έρθει από τη Γαλλία, ήμουν είκοσι χρονών, στα πρώτα μου μουσικά σκιρτήματα και αισθάνθηκα την απόλυτη απόρριψη. Αυτό συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Δυστυχώς, πολλές φορές οι άνθρωποι συνδέουν την αναγνωρισιμότητα με το είδος της μουσικής, χωρίς όμως να κατανοούν την ίδια τη μουσική. Ακόμη και τώρα, νομίζω, αυτά δεν έχουν αλλάξει και πολύ. Είναι μικρό το κοινό που μπορεί να παρακολουθήσει τέτοιου είδους πράγματα.
• Το Τρίτο Πρόγραμμα ήταν κάτι πολύ σημαντικό, γιατί μέσα από αυτό απέκτησα από νωρίς φοβερή οικειότητα με ακούσματα όπως αυτά του Ξενάκη, του Χρήστου, του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, της γαλλικής, της γερμανικής, της ιταλικής σχολής κ.λπ. Πριν καν διανοηθώ ότι αυτά μπορεί να είναι μέρος της δικής μου παράδοσης, για να φτιάξω το δικό μου μουσικό ιδίωμα, όλα όσα άκουγα στο ραδιόφωνο και όσα μάθαινα ως μια συγκεκριμένη πρακτική ασκήσεων, δηλαδή το κανονικό στη μουσική γραφή, με έναν δαιμόνιο τρόπο, μέσα από το παιχνίδι, το αντέστρεφα. Έπαιρνα το κανονικό και το έκανα ακανόνιστο, κατέστρεφα τους κανόνες. Και αυτό από ένα σημείο και μετά το έκανα με πάρα πολύ μεγάλη ευκολία, οπότε γύρω στα δεκαέξι-δεκαεφτά άρχισα να γράφω τα πρώτα μου κομμάτια. Ένα από αυτά, την «Απομάκρυνση 3», την ηχογράφησε το Τρίτο Πρόγραμμα και παίχτηκε στο Διεθνές Βήμα Συνθετών. Ήταν 1979, όταν ήταν διευθυντής ο Χατζιδάκις ‒ το άκουσε ο Κουρουπός, το επέλεξε και το ηχογραφήσαμε. Ήταν έργο για δύο πιάνα, φλάουτο και αφηγητή βαρύτονο, τον Σακκά, πάνω στο Συμπόσιο του Πλάτωνα.
Ένας σημαντικός σταθμός και για τη ζωή μου και γενικότερα για την ιστορία της λόγιας μουσικής στην Ελλάδα ήταν οι συναυλίες του Τρίτου Προγράμματος στην Πινακοθήκη, όπου γινόταν μια πολύ ωραία μείξη εντελώς ακομπλεξάριστη από τον Χατζιδάκι και εμφανίζονταν νέα έργα, νέες τάσεις στο τραγούδι, στο έντεχνο και σε διάφορα άλλα είδη. Εκεί παίχτηκαν τα πρώτα μου έργα για πιάνο. Έζησα και τις συναυλίες που έκανε ο Μάνος στα Ανώγεια, κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ, γιατί με φιλοξένησαν εκεί, όπου είχε μαζευτεί όλη η μουσική ελίτ, έκαναν συνέδρια, μίλαγαν για διάφορα πράγματα πολύ έντονα, με συγκρουόμενες απόψεις και προσπαθούσαν να βρουν ένα σημείο έκφρασης ή επιβολής. Ο Μάνος υποστήριζε πολύ τους αγώνες λύρας, και θυμάμαι τον Ψαραντώνη και όλους τους μουσικούς. Στη συνέχεια, έκανε ένα φεστιβάλ στο Ηράκλειο. Για εμένα αυτά ήταν ένα σημείο επιστροφής και επαφής με τον τόπο μου.
• Στην Αθήνα ήρθα το ’77-’78, όταν τελείωσα το γυμνάσιο. Έμεινα εδώ δύο χρόνια περίπου, πήρα μια βάση από το Ελληνικό Ωδείο και μετά πήγα στο Παρίσι, όπου βρέθηκα σε διάφορα ερευνητικά κέντρα. Εκεί γνώρισα τον Ξενάκη και πολλούς άλλους. Αυτό που είναι το πιο σημαντικό για μένα από την εποχή του Παρισιού είναι ότι εκείνα τα χρόνια άρχισε να παίζεται η μουσική μου από πολλούς φορείς, κι ας ήμουν πολύ μικρός ηλικιακά. Τότε στη Γαλλία, και κυρίως στο Παρίσι, υπήρχε ένα πολύ ανοιχτό πεδίο έρευνας και επικοινωνίας, οπότε, όταν έβλεπαν ότι κάποιος είχε μια ιδιαιτερότητα, ένα ιδιαίτερο στυλ ή μια προσωπικότητα, τον στήριζαν. Αυτό πήρα ως εφόδιο, τη σιγουριά του είδους, της γραφής, και έφτασα στην Ελλάδα μετά από μερικά χρόνια, γράφοντας νέα έργα από αναθέσεις, είτε για την Ελλάδα είτε για την Ευρώπη. Αυτό κράτησε αρκετά χρόνια και ήταν η βασική πηγή εισοδήματός μου. Περισσότερο αναλάμβανα να γράψω μουσική δωματίου για διάφορα σύνολα, ορχήστρες, σόλι όργανα, κάποια με φωνές ‒ πάντα με ενδιέφερε η φωνή. Και ταυτόχρονα, στα είκοσι δύο μου, έγραψα μουσική για την Επίδαυρο, για την Ιφιγένεια εν Ταύροις του Εθνικού Θεάτρου, με πρωταγωνίστρια την Συνοδινού. Από το 1984 έχω επιλέξει να μένω στην Αθήνα, έτσι άρχισα να δουλεύω στο θέατρο. Έγραψα μουσική για την Ηλέκτρα του Κουν, το τελευταίο έργο που ανέβασε στην Επίδαυρο. Έτσι ξεκινάει αυτή η περιπέτεια με τα θεατρικά. Συνεργάστηκα, μεταξύ άλλων, με τους Χουβαρδά, Αρδίττη, Βολανάκη, με το θέατρο της Μπέττυς Αρβανίτη, με τον Χριστόφορο Χριστοφή, το θέατρο Αμόρε, που ήταν ένα πολύ σημαντικό σημείο αναφοράς.
Εκεί, στα τέλη των ’80s αρχές ’90s, αρχίζω να συνεργάζομαι με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου. Είχαν ξεκινήσει ήδη δειλά με την Ομάδα Εδάφους και είχαν δώσει ένα στίγμα. Το πρώτο έργο που κάναμε μαζί ήταν τα Φεγγάρια, ένα δίπτυχο για κόντρα τενόρο και δύο πιάνα που είχα γράψει πάνω στη Σαπφώ. Τότε έφυγα για τη Ρώμη, γιατί κέρδισα την υποτροφία της Γαλλικής Ακαδημίας Grand Prix de Rome. Το σημείο αυτό ήταν πολύ βασικό για μένα, γιατί η εμπειρία μου άρχισε να μετουσιώνεται σε μια γλώσσα πιο απλή, πιο αναγνωρίσιμη και πιο γενναιόδωρη προς το κοινό. Με τον Δημήτρη είχαμε πάντα κοινό το στοιχείο του πειραματισμού, αλλά προσπαθήσαμε να έχουμε και ένα πιο εύληπτο αποτέλεσμα, γιατί πάντα μας ενδιέφερε ο κόσμος που θα ερχόταν, να μπορεί να το απολαύσει.
Αυτό κράτησε αρκετά χρόνια, μαζί με το θέατρο και όλες τις άλλες αναθέσεις. Οι δουλειές ακολουθούσαν η μία την άλλη, δεν είχα ποτέ χρόνο ελεύθερο, όσο κι αν φαίνεται περίεργο, ήμουν πολύ τυχερός σε αυτό. Συνεργάστηκα με πολύ μεγάλα σύνολα ευρωπαϊκά, όπως το Ensemble InterContemporain, και άλλες ορχήστρες. Έπαιρνα συνέχεια αναθέσεις και επίσης έγραφα για θέατρο και χορό. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 έγινε το Μέγαρο Μουσικής, ένα κτίριο με τέλεια ακουστική και διεθνείς παραγωγές, και αισθανθήκαμε όλοι ότι έχουμε το σπίτι μας. Άρχισαν να δίνονται συστηματικά αναθέσεις, υπήρχε η Καμεράτα, μάλιστα, επί Βαροπούλου, δινόταν η δυνατότητα στις χορευτικές ομάδες να έχουν πρωτότυπη μουσική, οπότε ετοιμάζαμε μια παραγωγή και μετά μπορούσαμε να τη μεταφέρουμε στο ελεύθερο θέατρο. Κάναμε με την Όλια Λαζαρίδου τα Παραμύθια των αδελφών Γκριμ με μεγάλη επιτυχία, το «Ρέκβιεμ για το τέλος του έρωτα» για το Ενός λεπτού σιγή, στο εργοστάσιο της ΔΕΗ στο Μοσχάτο, πριν μπούμε με τον Δράκουλα σε μεγάλους θεατρικούς χώρους, όπως το REX. Υπήρχε μια κλιμάκωση ιδεών και συναναστροφών με διάφορους καλλιτέχνες. Ήταν μια ομάδα που έφερε κάτι πολύ ιδιαίτερο και καινούργιο στην Ελλάδα, στην αθηναϊκή κουλτούρα της εποχής.
• Όλο αυτό –και με πολλές άλλες ενδιάμεσες στιγμές‒ ολοκληρώθηκε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Δούλευα ήδη ως μουσικός σύμβουλος στο Αθήνα 2004. Τότε μας δόθηκε η δυνατότητα ως ομάδα ‒outsider τελείως‒ να ετοιμάσουμε μια πρόταση για την τελετή έναρξης και λήξης. Δεν είχαμε τη γνώση για ένα τέτοιο γεγονός, αλλά σεβάστηκαν την έρευνα που κάναμε, άρεσε και η ιδέα στην Αγγελοπούλου και στους συνεργάτες της και εκεί που δεν περίμενε κανείς να μας αναθέσουν όλο αυτό το γεγονός, είχε τη μαγκιά η Αγγελοπούλου να ξεπεράσει αυτό που θεωρούνταν κανονικό εκείνη την περίοδο και να το δώσει σε μια ομάδα νέων ανθρώπων.
Αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό σημείο στη ζωή μου, γιατί σταμάτησα όλες τις άλλες δραστηριότητες για περίπου τρία χρόνια και ασχολήθηκα με αυτό συστηματικά. Ήταν μια πολύ έντονη περίοδος, γιατί είμασταν αποκλεισμένοι, κάνοντας μόνο αυτό, φτιάχνοντας ένα έργο πολύ υψηλής αισθητικής. Όλη αυτή η ομάδα με leader τον Παπαϊωάννου ανταποκρίθηκε με τον καλύτερο τρόπο. Την ίδια στιγμή εμένα μου άφησε αρκετά δυσάρεστα σημεία, και στην ψυχολογία μου, και μόλις τα τελευταία χρόνια άρχισε να ξεκαθαρίζει μέσα μου. Γιατί μην ξεχνάς ότι όταν συνειδητοποιήσαμε το κομμάτι της κρίσης που πολλοί συνέδεσαν και με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, υπήρχε πολύ έντονη και πολύ σοβαρή κριτική. Άκουγα όλα αυτά μετά τους Ολυμπιακούς και κόντευα να χάσω τον εαυτό μου ‒ ήταν υπεράνω των δυνατοτήτων μου. Φαντάζομαι ότι ήταν η συνοχή της ομάδας που μας προστάτεψε και η φροντίδα που είχε η Αγγελοπούλου για τους συνεργάτες της. Υπήρχε ένα κέλυφος προστασίας και το αποτέλεσμα δεν παρεξέκλινε από αυτό που είχαμε φανταστεί, παρόλες τις δυσκολίες. Δώσαμε αγώνες γι’ αυτό, γιατί δεν ήταν απλό. Ακριβώς, λοιπόν, επειδή ήταν ένα τεραστίων διαστάσεων έργο, εξαντλήθηκα σωματικά. Και η εξάντληση φέρνει και μια ψυχική κόπωση. Οπότε μετά έφυγα, απομονώθηκα στην Τήνο ακριβώς για να ξαναβρώ ένα μέρος του εαυτού μου και να ξαναρχίσει πάλι η μικρών διαστάσεων ενασχόλησή μου με το πράγμα που ήξερα καλύτερα να κάνω: να γράφω μουσική.
• Όταν ολοκληρώσω τη θητεία μου, θα έχω κάνει έναν κύκλο έξι ολόκληρων χρόνων στην Εθνική Λυρική Σκηνή. Πέρασα από πάρα πολλές φάσεις, εντελώς αντίθετες μεταξύ τους. Έχω να σκεφτώ πολύ ωραία πράγματα και πολύ άσχημα γιατί είχα τη φοβερή ατυχία, όπως και άλλοι που ανέλαβαν μέσα στον κορωνοϊό, ο ιός να αντιστρέψει όλη αυτή την ανερχόμενη πορεία, η οποία ήταν σαφής και κάποια στιγμή αυτό που φανταζόμουν είχε αρχίσει να πραγματοποιείται. Και ξαφνικά, όλο αυτό άρχισε να μαζεύει. Ελπίζω να μου μείνει ο τελευταίος χρόνος για να ολοκληρωθεί το όραμά μου. Ειδικά η δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος ήταν πολύτιμη για όλο αυτό το ταξίδι, το οποίο πρέπει να το τελειώσω με τον καλύτερο τρόπο. Δίνουμε αγώνα γι’ αυτό.
• Ο τρόπος που αντιδρά κάθε καλλιτέχνης εξαρτάται από την ιδιοσυγκρασία του. Βλέπω κάποιους που δίνονται ψυχή τε και σώματι ακόμη ακόμα και αυτήν τη δύσκολη εποχή, που βάζουν την εμπειρία του κορωνοϊού στην καλλιτεχνική δημιουργία, που βρίσκουν τρόπο να εκφραστούν με διάφορα εργαλεία, τα οποία έχουν αλλάξει πολύ και αυτό είναι καλό. Δεν μιλάω μόνο για τα ψηφιακά αλλά και για το γεγονός ότι ο κόσμος αρχίζει και σκέφτεται λίγο αλλιώς. Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που τους έχει πάρει τελείως από κάτω, ειδικά αυτούς που είχαν έτοιμες δουλειές και ακυρώθηκαν ή μεταφέρθηκαν σε μελλοντική ημερομηνία που κανείς δεν ξέρει πότε θα είναι. Είναι ακραίες οι συνθήκες και η επιστήμη δεν έχει πολλές απαντήσεις, γιατί είναι κάτι πολύ καινούργιο αυτό που ζούμε. Η οικονομία είναι αδύνατο να μην καταρρεύσει μέσα σε ένα τέτοιο σύστημα, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να εκκινήσει ξανά.
Αυτό που πιστεύω είναι ότι αν όλα πάνε καλά, δηλαδή αν όντως τελειώσει η πανδημία, ο τουρισμός, η οικονομία και οι τέχνες θα μπουν σε μια ξέφρενη εποχή, σε μια περίοδο που ούτε καν μπορούμε να διανοηθούμε τι θα είναι. Πιστεύω ότι θα έχει μια τεράστια δυναμική, γιατί ότι ο κόσμος έχει στερηθεί ήδη πολλά. Βλέπεις ότι σου αφήνουν το περιθώριο να μετακινηθείς και όλοι είναι στους δρόμους. Το ίδιο θα γίνει και με τις τέχνες, όλοι θα γεμίσουν το κενό που δημιουργήθηκε άθελά τους. Ακόμη και αν υπήρχε κορεσμός σε κάποια πράγματα, κανείς δεν ήθελε να φτάσουμε σε σημείο απραξίας.
Εμείς στη Λυρική όχι μόνο δεν το βάλαμε κάτω αλλά επινοούσαμε την επόμενη μέρα κάτι νέο, ακόμα κι αν μερικές φορές δεν έβγαινε. Ήταν προσωπική μου θέση αυτό. Δεν μείναμε με σταυρωμένα τα χέρια να περιμένουμε την τύχη και πιστεύω ότι αυτό επηρέασε πολιτικά κι άλλους οργανισμούς, και τους ίδιους τους δημιουργούς, οι οποίοι έβλεπαν ότι εδώ είναι ένα σημείο όπου μπορούν να δουλέψουν, τηρώντας στο μεγαλύτερο μέρος τον προγραμματισμό μας – πάντα με την πολύτιμη βοήθεια και συμπαράσταση του ΥΠΠΟΑ και της ηγεσίας του‒ αλλά και σεβόμενοι το έργο των ανθρώπων με τους οποίους επιλέξαμε να συμπορευθούμε.
• Αυτήν τη στιγμή μοιραζόμαστε τα έργα μας από ένα μέσο που είναι πολύ σπουδαίο, τη φοβερή τεχνολογία της GNO TV. Αν δεν είχαμε κι αυτό, δεν ξέρω τι θα κάναμε, ουσιαστικά θα έπρεπε να σταματήσουμε. Και αν σταματούσαμε, εγώ δεν θα συνέχιζα, θα έπρεπε να βρω έναν τρόπο να φύγω. Δεν θα μπορούσα να είμαι σε έναν οργανισμό ο οποίος δεν πράττει, παρά μόνο κάνει σχεδιασμούς που δεν πραγματοποιούνται. Η GNO TV ήταν μια πολύ ωραία εμπειρία και θα μείνει στον χρόνο. Ένα εργαλείο που δεν θα το κάναμε με αυτή την ευκολία αν δεν υπήρχε η πανδημία, και δημιουργήθηκε χάρη στη νέα δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος.
• Για τα 200 χρόνια από το 1821 η Λυρική έχει ετοιμάσει και στις δύο σκηνές πράγματα πολύ στοχευμένα και αλληλοσυμπληρούμενα. Άρχισα να κάνω τον πρώτο σχεδιασμό πριν από περίπου δυόμισι χρόνια, στην Τήνο, οπότε, όταν συζητήσαμε με το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος ότι η δωρεά της εξωστρέφειας θα περιλάμβανε και το 2021, μπήκα σε μια διαδικασία διαφορετικής αναζήτησης. Και το βρήκα όταν σκέφτηκα την ανάθεση νέου έργου σε Τούρκους καλλιτέχνες, έναν συνθέτη, έναν λιμπρετίστα ενδεχομένως και κάποιον που δεν είχε ακόμα προσδιοριστεί, έναν εικαστικό. Μια ανάθεση για να γράψουν ένα νέο έργο που να μιλά για την πλευρά του ηττημένου. Η σκέψη ήταν να μην πάμε μόνο με το αναμενόμενο, δηλαδή να υμνήσουμε το τι περάσαμε, που φυσικά ήταν πολύ σημαντικό, να μιλήσουμε για τα χαρακτηριστικά της Επανάστασης, για τη δημιουργία ενός έθνους κ.λπ.
Για μένα το πιο σημαντικό είναι ότι προσπάθησα στον σχεδιασμό αυτό να δούμε τις πολλές όψεις ενός τέτοιου γεγονότος που κράτησε αρκετά χρόνια και περιλάμβανε πράγματα που ήταν καταστροφικά σε σχέση με την αρχική ιδέα, π.χ. ο εμφύλιος. Δημιουργήσαμε ένα πλαίσιο το οποίο ήθελα να αφήσω πολύ ανοιχτό στους καλλιτέχνες, γιατί αυτό που με ενδιέφερε περισσότερο ήταν η προσωπική τους σφραγίδα και ο χαρακτήρας του καθενός. Τι σημαίνει για τον κάθε καλλιτέχνη αυτή η ιστορική στιγμή διακόσια χρόνια πίσω, με δεδομένο ότι σήμερα τα πράγματα που τρέχουν γύρω μας είναι πολύ ιδιαίτερα και πολύ δύσκολα. Επίσης, τι σημαίνουν όλες αυτές οι έννοιες: το ίδιο το γεγονός, η φιλοσοφία, όλα τα χαρακτηριστικά ενός λαού που έπρεπε να αποκτήσει μια ταυτότητα, ποια ήταν αυτή η ταυτότητα, τι ρόλο έπαιξαν οι ξένοι κλπ. Πώς μπορεί αυτό να έχει περάσει στη νέα γενιά και πώς μπορεί ο καθένας, με τα δικά του μέσα και τη δική του προσωπικότητα, να το εκφράσει, για να το δούμε σε όλο του το εύρος από τη ματιά των καλλιτεχνών. Χωρίς να κάνουμε αναπόληση της Ιστορίας, ούτε να το δούμε καθαρά από την εθνική του πλευρά, την πολιτική, αλλά και από την καθαρά καλλιτεχνική. Και πώς όλοι αυτοί οι καλλιτέχνες, όλες αυτές οι ψηφίδες, θα φτιάξουν ένα ψηφιδωτό που όταν το δει κανείς από απόσταση, θα έχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα αυτής της προσωπικής και συλλογικής έκφρασης. Φυσικά, μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπαίνουν και οι Τούρκοι καλλιτέχνες.
• Καμιά φορά, μπορεί να έχεις πολύ μεγάλη αντίδραση για τους λάθος λόγους και για τους σωστούς λόγους καμία. Αν το εκμεταλλευτούν από την πολιτική, πολύ στενή του έννοια, μπορεί να υπάρχουν αντιδράσεις, αλλά θα είναι εκτός της δικής μας πρόθεσης.
• Έχω μεγάλη ανεκτικότητα και στο ωραίο και στο άσχημο, και αυτό μπορώ να το γευτώ σε όλο του το εύρος, ακόμα και αν είναι κάτι δυσάρεστο, άσχημο, κιτς κ.λπ. Πολλές φορές, όταν είμαι σε ένα περιβάλλον απόλυτης καθαρότητας, λιτότητας, άψογης αισθητικής, επιθυμώ και κάτι που να το λερώνει. Μπορώ εύκολα να μεταφέρω μια νότα, μια κατάσταση που είναι πολύ αντίθετη, για να ισορροπήσει. Επειδή μάλλον έχω εκπαιδευτεί από την οικογένειά μου, είμαι ανεκτικός σε οτιδήποτε διαφορετικό, σε οποιαδήποτε διαφορετική γνώμη. Για κάθε άνθρωπο που μπορεί να μου πει οτιδήποτε και να με στενοχωρήσει, να μου δημιουργήσει θέμα, πάντα προσπαθώ να εξηγήσω γιατί το έκανε, πάντα προσπαθώ να βρω δικαιολογητικά της οποιασδήποτε έκφρασης. Έχω μια εσωτερική δικαιοσύνη και αυτή η δικαιοσύνη με βοηθάει ακόμα και στους φίλους, σε αυτούς τους ανθρώπους που παρακολουθώ χρόνια και σέβομαι τη δουλειά τους και την έκφρασή τους, να είμαι αντικειμενικός. Εάν κάτι δεν μου αρέσει, ακόμα και σε άτομο του πολύ κοντινού μου περιβάλλοντος, δεν θα διστάσω να πω τη γνώμη μου.
• Έχω γνωρίσει στη ζωή μου το έργο πολλών γενεών καλλιτεχνών. Υπάρχουν δεκαετίες που βγαίνουν απίστευτοι συνθέτες ή φοβεροί μουσικοί και υπάρχουν και κάποιες δεκαετίες που αυτό μειώνεται. Αυτό που μπορώ να πω με σιγουριά είναι ότι κάθε νέα γενιά είναι καλύτερη από την προηγούμενη. Οι νέοι καλλιτέχνες θα αφήσουν σίγουρα ένα στίγμα, απλώς στην εποχή μας η κλασική μουσική βρίσκεται σε ένα δύσκολο σταυροδρόμι.
• Αν πριν από σαράντα χρόνια μας έλεγαν ότι θα συμβούν αυτά που συμβαίνουν τώρα, δεν θα τα πιστεύαμε. Τότε πιστεύαμε ότι ο κόσμος θα πήγαινε πάντα προς το καλύτερο. Δεν είναι όμως έτσι, πολλά από αυτά σίγουρα θα χαθούν, όπως συνέβη σε όλη την ιστορία του ανθρώπινου είδους. Κάποια δεν ξέρουμε ότι υπήρξαν και κάποια που γνωρίζουμε ότι υπήρξαν, χάθηκαν. Και όταν κάποιος τα ανακαλύπτει με έναν διαφορετικό τρόπο, ξανάρχονται στη επιφάνεια. Φαίνεται ότι αυτή είναι η φύση. Ο συγκεκριμένος χρόνος γνώσης που είχαμε μέσα στον εικοστό αιώνα δεν είναι η μοναδική πραγματικότητα, δεν είναι η αιωνιότητα. Αυτό που είναι πιο ισχυρό, αυτό θα παραμείνει. Αυτό που έχει μεγαλύτερο λόγο ύπαρξης.
• Την όπερα «Έσσεται Ήμαρ» μου την ανάθεσε το 1986 ένας από τους δασκάλους μου, ο μουσικολόγος Γιάννης Παπαϊωάννου, για το Φεστιβάλ Ηρακλείου, ένας άνθρωπος στον οποίο οφείλω ένα πολύ μεγάλο μέρος της επαγγελματικής και μουσικής μου υπόστασης, μια τεράστια προσωπικότητα, που στα χέρια του έμαθα μουσική ουσιαστικά. Μαζί του έμαθα να έρχομαι σε διάλογο και με το κανονικό και με το διαφορετικό, ήταν ένας άνθρωπος με πολύ μεγάλη ευελιξία και αποδοχή. Έβλεπε ένα παγκόσμιο μουσικό σύστημα, στο οποίο έμπαιναν πολλά είδη, από τα πιο παραδοσιακά μέχρι τα πιο κλασικά και σύγχρονα. Για το λιμπρέτο βασίστηκα σε μια ιστορία συγκλονιστική, παρότι δεν ήμουν πολύ εξοικειωμένος με το πειραματικό μουσικό θέατρο. Η ιστορία αυτή ήταν απολύτως συμβατή με την έννοια του μουσικού θεάτρου, γιατί έπαιζε με τις μεταμορφώσεις μιας φωνής, της Ωραίας Ελένης. Όταν οι Αχαιοί μπαίνουν στον Δούρειο Ίππο και περνούν μέσα από τα τείχη της Τροίας, η Ελένη συνειδητοποιεί αυτό που συμβαίνει και αρχίζει να μιμείται τις γυναικείες φωνές των συζύγων των Αχαιών. Αυτό είναι το κεντρικό σημείο, δηλαδή η μίμηση, οι διαφορετικές φωνές, και η μεταστροφή που γίνεται μέσα της. Έτσι, από Ωραία Ελένη, γίνεται ένα τέρας που θέλει να τους κατασπαράξει, να τους προδώσει, να τους ξεσκεπάσει. Και ο συνετός Οδυσσέας τούς συγκρατεί.
Αυτός είναι ο πυρήνας της όπερας αυτής, η οποία παίχτηκε αρκετά και στο εξωτερικό και εδώ και ήταν ένα σημείο αναφοράς, μέσω του οποίου αγάπησα πολύ το μουσικό θέατρο. Ήταν από τα πρώτα μου έργα και η αρχή της ενασχόλησής μου με το θέατρο. Εκεί κατάλαβα ότι μπορεί να έχω ένα τέτοιο ενδιαφέρον, όχι τόσο από την πλευρά της επιβίωσης όσο από αυτήν μιας ουσιαστικής έκφρασης, ώστε να βρεθώ κοντά σε διάφορες θεατρικές ομάδες και να γράψω θεατρική μουσική. Όταν μου ζήτησε να ακούσει το έργο ο Στέφανος Λαζαρίδης, που ήταν άνθρωπος του θεάτρου και της όπερας, μου είπε ότι είναι «από τα λίγα πράγματα που είχε ακούσει και είχαν τόση συνοχή». «Δεν έχει τίποτα περιττό, είναι τόσο συμπαγές, που δεν μπορείς να διαταράξεις τίποτα». Είναι ένα στοιχείο που προσπάθησα πολύ έντονα να το έχω στη μουσική μου: σωστές κατευθύνσεις και μια λογική συνέχεια μεταξύ των μερών. Ίσως είναι και ο τρόπος που γράφω. Αυτή ήταν η δεύτερη απόπειρά μου μετά τις «Καθημερινές Αυτοκτονίες». Υπήρξαν κι άλλα έργα που έγραψα στα ’80s και δεν έχουν παιχτεί.
• Στη συνέχεια έγραψα κάποια έργα παιδικής όπερας και μουσικού θεάτρου και το 2014 έφθασα στην καθαρή μορφή της οπερατικής γραφής με τη Φόνισσα. Εκεί κλείνει και όλος ο κύκλος των ισοκρατημάτων και των «μελωδιών γραφομηχανής». Είναι πάνω από 25, γραμμένα όλα στην Τήνο, με βασικό πυρήνα την ανασύνθεση του παραδοσιακού υλικού, αυτό που αισθάνεται η μνήμη, που έρχεται ως βίωμα από το παρελθόν και εσύ είσαι απλώς ενδιάμεσος. Δεν αντιγράφεις την παράδοση, αλλά, όταν το ακούς, είναι πιο έντονο το αίσθημα της παράδοσης απ’ ό,τι αν το έπαιρνες κάτι και το αντέγραφες. Γιατί όταν το αντιγράφεις και δεν το φιλτράρεις, γίνεται φολκλόρ. Και στο έργο μου δεν υπάρχει αυτό το στοιχείο καθόλου. Ενώ μου αρέσει το φολκλόρ να το βλέπω αυτοτελώς στη οποιαδήποτε χρήση έχει, μέσα στην προσωπική μου γραφή είναι κάτι που το αντικρούω και με αποδιοργανώνει τελείως. Η κορύφωση της εξέλιξης του ταξιδιού έγινε μέσα από την παραδοσιακή μουσική και ολοκληρώθηκε με τη Φόνισσα. Εκεί έκλεισε ένας κύκλος και στον επόμενο θα περάσω σε μια πολύ διαφορετική γλώσσα. Αισθάνομαι ότι έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο, με ένα έργο που πέτυχε τον σκοπό του. Μετά από αυτό, το ότι ήρθα στη Λυρική ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη. Ουσιαστικά τον μηχανισμό της Λυρικής τον ανακάλυψα μέσα από τη Φόνισσα.
• Το κείμενο των 56, όπως και κάθε πράγμα που κάνω στη ζωή μου, το έκανα επειδή το πιστεύω. Αυτό το κείμενο έλεγε ότι σε αυτήν τη συγκεκριμένη στιγμή θα πρέπει να φύγει η πολιτική αντιπαράθεση, για να φωτιστεί η ουσία του θέματος. Γιατί υπήρχε ένα σάπιο σύστημα θαμμένο εδώ και πολλά χρόνια, που για κάποιους πολύ υγιείς λόγους βγήκε στην επιφάνεια. Και η ουσία ήταν να δημιουργηθεί μια συγκεκριμένη διαδικασία που θα βοηθήσει ώστε να μην ξαναϋπάρξουν αντίστοιχες πράξεις ‒πράξεις άθλιες‒, ειδικά όταν έχει κανείς την εξουσία και μπορεί να την εκμεταλλεύεται με χιλιάδες τρόπους. Είναι κάτι που με δαιμονίζει, θεωρώ ότι είναι μια τεράστια αδικία, μια φρίκη, η οποία θα πρέπει να αποκατασταθεί και μέσω της Δικαιοσύνης να διαλευκανθεί. Πλέον αναρωτιέμαι αν είναι μια ιστορία που φούντωσε πολύ έντονα για ένα μεγάλο διάστημα και ξεφούσκωσε. Αυτήν τη στιγμή δεν είμαι σε θέση να το πω, αλλά βλέπω ότι μάλλον ξεφουσκώνει. Και αυτό με στενοχωρεί πολύ.
• Αυτή ήταν η ουσία του κειμένου που υπογράψαμε για τη Μενδώνη. Σέβομαι τις αντιδράσεις των συναδέλφων στην παράσταση του Μαρμαρινού και χαίρομαι που μέσα στο θέατρό μας όλοι έχουν την ελευθερία να εκφράσουν την άποψή τους ‒ σωστή ή λάθος, δεν έχει σημασία. Δεν σου κρύβω ότι θα ήθελα να με έχουν ρωτήσει ποια ήταν η λογική μου, υπογράφοντας αυτό το κείμενο, αλλά αυτό είναι δευτερεύον και έχει να κάνει μόνο με την προσωπική σχέση που έχω με τους ίδιους. Κατά τα άλλα, φυσικά η παράσταση δεν διαταράχτηκε ούτε στο ελάχιστο και όλες οι απόψεις εκφράστηκαν με τον τρόπο που ήθελε ο καθένας. Αυτό είναι μια νίκη, κόντρα στη σφαγή των social media.
• Αυτό το μίσος που βγαίνει στα social media με προβληματίζει πολύ και φοβάμαι ότι είναι μόνο η αρχή. Βλέπω την ένδεια που έρχεται, την αναταραχή στους καλλιτεχνικούς χώρους, την αγωνία για τις δουλειές, την αγωνία των νέων καλλιτεχνών και τρομάζω για όσα θα έρθουν. Φοβάμαι ότι η κατάσταση θα μεταλλαχθεί σε κάτι πολύ αβέβαιο και μάλλον χειρότερο.
• Kάτι που δεν κάνω πλέον, αλλά μου αρέσει πολύ, είναι να μαγειρεύω. Δεν έχω τον χρόνο πια, αλλά όταν ζούσα στην Τήνο μαγείρευα καθημερινά. Το συνδέω με την καθημερινότητά μου, είναι μέρος του προσωπικού μου meditation. Εκεί ανακάλυψα ότι η παρέα δένεται πάρα πολύ με επιτραπέζια παιχνίδια, τα οποία γίνονται φοβερός εθισμός, έτσι μαζευόμασταν συχνά για να παίξουμε. Στην Αθήνα μου αρέσει να κάνω βόλτες στο κέντρο, χωρίς κανέναν σκοπό, αυτό που φεύγεις και ξεχνάς να επιστρέψεις, σκέφτομαι διάφορα πράγματα ή τίποτα. Λατρεύω τις στιγμές που ζω σε ένα πολύ μεγάλο κενό, χωρίς να υπάρχει τίποτα συγκεκριμένο στο μυαλό, καμία πρόθεση για κάτι, κανένα πρόγραμμα, τίποτα που μπορεί για μένα να κρατήσει μεγάλα χρονικά διαστήματα. Είναι και το σημείο που τροφοδοτεί τη δημιουργικότητα. Δεν μπορώ να πω πια ότι μου αρέσει όπως παλιότερα να συζητάω με φίλους και να ανταλλάσσω γνώμες. Αισθάνομαι ότι δεν έχω συνομιλητές και πολλές φορές, όταν ξεκινάει μια τέτοια διαδικασία, νομίζω ότι δεν έχω και πολλά πράγματα να πω. Αισθάνομαι πιο ασφαλής όταν κλείνομαι στους τέσσερις τοίχους και στον εαυτό μου. Μου λείπουν τρομερά τα ταξίδια, ακόμα και αυτά για επαγγελματικούς λόγους, που μπορεί να είναι λίγες μέρες, αλλά σε βοηθούν να αλλάξεις περιβάλλον και εντυπώσεις.
• Η ζωή με έχει μάθει να είμαι ανεκτικός, να μπορώ να συνδυάζω τα πιο αντίθετα πράγματα, ακόμα και αν είναι εις βάρος μου. Η φύση μου δεν εμπεριέχει το κομμάτι της κακίας, της ζήλιας. Αισθάνομαι κάτι που δεν αισθανόμουν στο παρελθόν, ότι αυτά τα χρόνια που είμαι στη Λυρική έχω λερωθεί αρκετά, κι αυτό είναι κάτι που με πονάει. Ξέρω ότι δεν είμαι αυτός που ήμουνα και σίγουρα έχω λερώσει πολλές πτυχές της ζωής μου. Ελπίζω ότι σύντομα θα επιστρέψω σε πιο αγνές και πιο καθαρές στιγμές. Το έχω πολύ μεγάλη ανάγκη να γυρίσω στον εαυτό μου με κάποιον τρόπο. Μπήκα σε αυτή την περιπέτεια και σίγουρα θα μου δώσει κάτι πολύ σημαντικό. Όπως και με τους Ολυμπιακούς άργησα να το καταλάβω, και ενδεχομένως κι αυτό να αφήσει τις πληγές του. Αλλά ελπίζω κάποια στιγμή να θεωρηθεί ότι ήταν ένα έργο το οποίο άξιζε τον κόπο να γίνει τη συγκεκριμένη στιγμή, στο συγκεκριμένο είδος. Επιπλέον, δεν θα ήθελα με τίποτα να περιορίσω τις ανάγκες μου και τη δυνατότητα να αλλάζω τη ζωή μου, να μείνω στα κεκτημένα, τα οποία θα προσδιορίσουν και το μέλλον μου. Η ζωή μάλλον μας διδάσκει ότι δεν μπορούμε να είμαστε σίγουρος για τίποτα, ούτε για την ίδια μας την ύπαρξη.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.