ΕΙΝΑΙ ΔΕΔΟΜΕΝΗ ΠΛΕΟΝ η απόκοσμη υφή των ημερών που σέρνονται η μία μέσα στην άλλη όλο αυτό το διάστημα της πανδημίας, η προηγούμενη εβδομάδα όμως, που σημαδεύτηκε από την κορύφωση των τελετουργικών εκδηλώσεων για τα 200 χρόνια από το ’21, έμοιαζε λίγο παραπάνω από τις προηγούμενες σαν όνειρο μέσα σε όνειρο – ή σαν ταινία μέσα σε ταινία, που θα έλεγαν οι σινεφίλ.
Και τι δεν είχε η «επετειακή» επικαιρότητα… Από την υπόθεση της «διεθνούς φήμης σοπράνο» που τραγούδησε φάλτσα, όπως λένε (ειλικρινά δεν έχω άποψη και μάλλον τη λυπήθηκα μετά από τέτοια ανελέητη κατακραυγή) τον εθνικό ύμνο μέχρι το βάναυσα στοιχειωτικό επετειακό άσμα της Μόνικα που «δίχασε το κοινό». Κι από τα διάφορα πληκτικά περί του πρωτοκόλλου του επίσημου δείπνου με τους εκλεκτούς εκπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων (ο Κάρολος, η Μαρίνα και ο κοντός, ουσιαστικά) μέχρι τους έφιππους φουστεναλάδες στη Γλυφάδα και τη στρατιωτική παρέλαση με τους οδοκαθαριστές να μαζεύουν στα μετόπισθεν τις ακαθαρσίες των αλόγων που είχαν επιστρατευτεί για το vintage της περίστασης.
Ό,τι έγινε, έγινε, αξέχαστο δεν θα μείνει (ούτε θετικά ούτε αρνητικά), μιας τέτοιας μορφής τελετουργικό θα περίμενε κανείς από τη σύμπραξη πολιτείας και Γιάννας Αγγελοπούλου, ενώ είναι βέβαιο ότι και με άλλη κυβέρνηση το ίδιο έργο θα βλέπαμε, με ελάχιστες παραλλαγές.
Το πιο περίεργο ίσως παράπλευρο event της ιστορικής επετείου ήταν αυτό το χειραγωγικό κοινωνικό πείραμα των σουπερμάρκετ Μασούτη με τις αιφνιδιαστικές ανακρούσεις του εθνικού ύμνου την ώρα που ο ατυχής καταναλωτής επιδιδόταν ανέμελα στο μοναδικό «φυσικό» shopping που του έχει απομείνει, ανάμεσα στους πάγκους με τα λαχανικά και τα φρούτα και τα ράφια με τα διάφορα προϊόντα που μοιάζουν πιο ελκυστικά και χρήσιμα από ποτέ. Θυμήθηκα τη μάνα μου, που έλεγε ότι κατά την καθημερινή ανάκρουση του εθνικού ύμνου στο δημοτικό τραγουδούσαν χαμηλόφωνα μεταξύ τους τα παιδάκια «και σαν πρώτα, φάε καρότα, σέλινο και μαϊντανό», ή κάτι τέτοιο. Όχι από ασέβεια ή πρόωρο εθνομηδενισμό (η μαμά μου είναι αρκούντως εθνικόφρων), αλλά απλώς επειδή ήταν παιδάκια.
Γενικά πάντως θα λέγαμε ότι ήταν συνολικά μια μάλλον σεμνή και διακριτική τελετή, προφανώς λόγω και των συνθηκών, η οποία μάλιστα χαρακτηρίστηκε κι από τον υποβαθμισμένο ρόλο της Εκκλησίας στην επετειακή αφήγηση, γεγονός που προκάλεσε τη δυσαρέσκεια της Αρχιεπισκοπής.
Ό,τι έγινε, έγινε, αξέχαστο δεν θα μείνει (ούτε θετικά ούτε αρνητικά), μιας τέτοιας μορφής τελετουργικό θα περίμενε κανείς από τη σύμπραξη πολιτείας και Γιάννας Αγγελοπούλου, ενώ είναι βέβαιο ότι και με άλλη κυβέρνηση το ίδιο έργο θα βλέπαμε, με ελάχιστες παραλλαγές. Το αντίστοιχο bicentennial του 1976 στις ΗΠΑ ελάχιστοι το θυμούνται, ακόμα λιγότεροι το μνημονεύουν.
Αν μη τι άλλο, πάντως, με αφορμή τα «200», όλο και κάτι παραπάνω μάθαμε, όλο και εντρυφήσαμε λίγο πιο βαθιά στα γεγονότα εκείνης της εποχής. Αμέσως μετά όμως κατέφτασε το Σαββατοκύριακο που μας βρήκε να τρέχουμε με το 6 πίσω από τον καιρό που γλύκανε κι από τη μέρα που μεγάλωσε, στα πάρκα στις πλατείες και στις παραλίες, ζαλισμένοι από αυτό το μοναδικό «φως που υπάρχει στην άνοιξη… όταν σβήνει ο Μάρτης», που έλεγε κι η Έμιλι Ντίκινσον.
Παρά τους αμείλικτους δείκτες της πανδημίας, μια ιδέα ανοιξιάτικης ευφορίας πλανάται στον αέρα. Έχει γίνει ανέκδοτο προ πολλού η φράση «οι δύο επόμενες εβδομάδες θα είναι κρίσιμες», αλλά εδώ που φτάσαμε είναι σίγουρο ότι το διάστημα που μεσολαβεί μέχρι το επόμενο «οχυρό» (Πρωτομαγιά – Πάσχα) θα είναι πολλαπλώς καθοριστικό.