Παντού σημαίες και σημαιάκια στην πόλη εδώ και λίγες μέρες, ενόψει της 25ης Μαρτίου. Και ειδικά στα εστιατόρια και φαγάδικα κάθε είδους (εντελώς κάθε είδους όμως, από ψαράδικα μέχρι σουβλατζίδικα). Δεν σημαίνουν όμως «ζήτω η εθνική επέτειος», σημαίνουν ότι «το κατάστημα θα είναι ανοικτό ανήμερα της 25ης Μαρτίου και θα σερβίρει μπακαλιάρο-σκορδαλιά». Μετά από την χθεσινή εμφάνιση της Εθνικής ποδοσφαίρου όμως, ο κωδικοποιημένος αυτός σημαιοστολισμός είναι σα να απέκτησε νέο περιεχόμενο.
Μπορεί η διοργάνωση του (ή πιο σωστά, της) Nations League να αποτελεί ένα πρόσφατο εφεύρημα της δαιμόνιας UEFA προκειμένου να ξεζουμίσει μέχρι τελευταίας ρανίδας το ποδοσφαιρικό προϊόν και τους ίδιους τους παίκτες, προσφέροντας στο φιλοθεάμον κοινό μια σειρά από αγώνες που συχνά μοιάζουν με φιλικά πολυτελείας, αλλά πλέον αποτελεί κι αυτή ένα καθεστώς. Σε κάθε περίπτωση, είναι ένας θεσμός που μας έχει φερθεί καλά στο πρόσφατο παρελθόν και με την χθεσινή υπερβατική εμφάνιση της Εθνικής στη Γλασκόβη, μας τοποθετεί πλέον στην ευρωπαϊκή ελίτ, μαζί με τις παραδοσιακές, αποικιοκρατικές δυνάμεις της ηπείρου.
Για πρώτη φορά όμως, τουλάχιστον στα πρόσφατα χρονικά, δεν είχε σημασία τόσο η πρόκριση, το «έπος», η καταξίωση, το αποτέλεσμα πάση θυσία ακόμα και με μισό-μηδέν – ένα στοιχείο που δικαίως ή αδίκως έχει συνδεθεί άρρηκτα με την ίδια την φύση της Εθνικής ποδοσφαίρου μετά το «τιμημένο» του 2004. Ο ενθουσιασμός, η χαρά, η συγκίνηση και, ναι, η ελπίδα (αυτή η καταραμένη λέξη) που πλημμύρισαν το κοινό που παρακολούθησε τον αγώνα ήταν απόρροια της εμφάνισης και μόνο. Της σπουδαίας και πειστικής παράστασης που έδωσε αυτή η φοβερή φουρνιά εξαιρετικά νεαρών, ταλαντούχων και χαρισματικών παικτών που διαλύουν τα στερεότυπα που τρέφαμε τόσα χρόνια για την Εθνική ομάδα. Θα μπορούσε να φτάσει να ισχυριστεί κανείς ότι η χθεσινή εμφάνιση ήταν η πρώτη μέρα της νέας ζωής της Εθνικής ποδοσφαίρου, απαλλαγμένης επιτέλους από το κληρονομικό βάρος εκείνου του ιστορικού όσο και απροσδόκητου θριάμβου πριν από μια εικοσαετία.
Για πρώτη φορά όμως, τουλάχιστον στα πρόσφατα χρονικά, δεν είχε σημασία τόσο η πρόκριση, το «έπος», η καταξίωση, το αποτέλεσμα πάση θυσία ακόμα και με μισό-μηδέν – ένα στοιχείο που δικαίως ή αδίκως έχει συνδεθεί άρρηκτα με την ίδια την φύση της Εθνικής ποδοσφαίρου μετά το «τιμημένο» του 2004
Το θέαμα αυτών των τρομερών παιδιών να παίζουν αυτό το εκρηκτικό ποδόσφαιρο, εκτός από πρωτόγνωρο για το ταλαιπωρημένο βλέμμα του Έλληνα φίλαθλου, έμοιαζε και λίγο με μυθοπλασία, σα να προέρχεται κατευθείαν από τις ιστορίες στα ποδοσφαιρικά κόμικς που διαβάζαμε μικροί, σπανίως όμως είχαμε την ευκαιρία να τις δούμε να αντικατοπτρίζονται στην πραγματικότητα. Χθες ήταν μια τέτοια στιγμή, ασχέτως της εξέλιξης που μπορεί να έχει αυτή η ομάδα. Όποια κι αν είναι αυτή όμως, τα νεαρά, φρέσκα και ενθουσιώδη αυτά πρόσωπα που μοιάζουν να προβάλλουν μια πιο φωτεινή προοπτική, όχι μόνο για την Εθνική αλλά και για τη χώρα την ίδια – κι ας μην ζουν εδώ αρκετοί από αυτούς – ήταν να σα να τράβηξαν μια διαχωριστική γραμμή από το χθες. Κάπως έτσι εκλαμβάνεται από το κοινό αυτή η θαυμαστή Gen Z του ελληνικού ποδοσφαίρου που βρίσκεται διασκορπισμένη ανά την Ευρώπη, κάτι που ισχύει για τα περισσότερα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα.
Ιδανικός εκπρόσωπος αυτής της «ευρωπαϊκής» γενιάς μοιάζει ο διάσημος ήδη Κωνσταντίνος Καρέτσας (τι έχει ν’ ακούσει το παιδί, ευτυχώς φαίνεται εξαιρετικά συγκροτημένο) από το Βέλγιο, ο «Τιμοτέ Σαλαμέ» θα λέγαμε αυτής της φουρνιάς, παρότι ο ηθοποιός περνάει μια ολόκληρη γενιά το 17χρονο υπερ-ταλέντο που μας έτυχε – που μας επέλεξε, για την ακρίβεια. Τον είδα να μιλάει (με άψογη αγγλική προφορά) στο BBC και δεν το πίστευα. Φοβερός. Παραδέχτηκε μόνος του ότι σε κάποια φάση είχε «βουτήξει», αλλά οι αποδοκιμασίες των Σκωτσέζων εις βάρος του λειτούργησαν ως το μεγαλύτερο κίνητρο για να τους κάνει μετά να σωπάσουν. «Όπως δηλαδή οφείλει να κάνει κάθε καλός ποδοσφαιριστής», συμπλήρωσε επιτρέποντας στον εαυτό του ένα μικρό μειδίαμα.