ΤΑ ΔΙΑΚΟΣΙΑ ΧΡΟΝΙΑ από την Επανάσταση του 1821 έφεραν στο προσκήνιο μια αναμενόμενη συζήτηση γύρω από το πώς θα πρέπει να γιορταστεί η σημαντική επέτειος. Αν και η πανδημία περιόρισε σε μεγάλο βαθμό, και αναγκαστικά, τόσο τις όποιες διαφωνίες όσο και τις ίδιες τις εκδηλώσεις που θα αφιερώνονταν στον σχετικό εορτασμό, οι αντιπαραθέσεις για το ποιο είναι το νόημα του, όπως και για το πώς θα «ενδυθεί» αυτό, δεν λείπουν από τον δημόσιο διάλογο.
Τελευταία περίπτωση της σχετικής, διαδικτυακής κυρίως, μουρμούρας, η εμφάνιση της «υπεύθυνης» του σχετικού εορτασμού Γιάννας Αγγελοπούλου στη Μάνη με την κατά πολλούς άστοχη και κιτς, για λιγότερους εύστοχη και κομψή επιλογή της σε ρούχα που επιδεικνύουν πάνω της, μαζί με μοντέρνα στυλιστικά στοιχεία, σύμβολα της ελληνικής παράδοσης.
Το ενδιαφέρον για την ενδυμασία της κ. Αγγελοπούλου, με τα καυστικά ή επαινετικά σχόλια που κέντρισε, ανέδειξε έμμεσα ένα κρίσιμο θέμα που ελάχιστα έχει απασχολήσει τον βασικό προβληματισμό που έχει επικεντρωθεί κυρίως στο κατά πόσο τα διακόσια χρόνια από την Επανάσταση αποτελούν ευκαιρία για να συνειδητοποιηθούν τα μεγάλα ή μικρά βήματα προόδου που έχει σημειώσει το ελληνικό έθνος-κράτος στη σύγχρονη ιστορία του. Το ζήτημα του πώς βιώνουμε και πώς επιτελούμε σήμερα, καθημερινά ή επετειακά, τον ρόλο του Έλληνα και της Ελληνίδας ελάχιστα έχει μπει στη δημόσια συζήτηση. Το πόσο και ποιους αφορά αυτή η συλλογική ταυτότητα μένει ένα μετέωρο ερώτημα, όπως και το εάν η φουστανέλα, ο τσολιάς, η σημαία και το «ας κρατήσουν οι χοροί» του Σαββόπουλου είναι τα σύμβολα που μπορούν να ενεργοποιήσουν σήμερα την πίστη σε ένα πατριωτικό συνανοίκειν.
Κι αυτό γιατί, πέρα από τις ιμπρεσιονιστικές γνώσεις που έχει ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας για την Ελληνική Επανάσταση και τη σημασία της, ακόμη λιγότερο έχει γίνει κουβέντα για το εάν μπορούμε να βρούμε κοινές αναφορές στο απώτερο ή πρόσφατο παρελθόν που να μας δημιουργούν ένα συναίσθημα φαντασιακής κοινότητας, έναν κοινό εθνικό τόπο αναφοράς.
Είναι όμως εφικτό να σκεφτούμε και να οριοθετήσουμε την εθνική ταυτότητα έξω από έναν «μπανάλ» εθνικισμό; Μπορούμε να σκεφτούμε στιγμές εθνικού ηρωισμού και μεγαλείου χωρίς να καταφύγουμε σε μια αναπαλαίωση της παράδοσης και χωρίς να τραγουδήσουμε το «να ’τανε το ’21 χρόνια δοξασμένα»; Προφανώς και όχι.
Με άλλα λόγια, αν αναδείχτηκε κάπως το ζήτημα της «παράδοξης νεωτερικότητας» της Ελλάδας (κατά το βιβλίο του Γ. Βούλγαρη) με αφορμή τα διακόσια χρόνια ιστορίας της, δεν έχει τεθεί σχεδόν καθόλου το τι σημαίνει να αισθάνεται κανείς Έλληνας την εποχή της 4ης βιομηχανικής επανάστασης και της παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή πόσο επίκαιρη είναι, τελικά, η εθνική μας ταυτότητα εν έτει 2021.
Η απάντηση σε αυτό, βέβαια, είναι σχετικά εύκολη αν αναγνωρίσει κανείς ότι τις τελευταίες δεκαετίες, και σίγουρα μετά το τέλος της ψυχροπολεμικής περιόδου, η εθνική αναφορά έχει γίνει αναπόδραστη, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πάντα μια άρνηση της υπερεθνικής επίδρασης που δέχονται οι σύγχρονες ατομικές και συλλογικές ταυτότητες. Την περίοδο της οικονομικής κρίσης, μάλιστα, η εθνικολαϊκιστική ιδεολογία πήρε ηγεμονική θέση στην ελληνική πολιτική και δημόσια σφαίρα, ανανεώνοντας και συνθέτοντας τις παλιές εκφάνσεις της (δεξιάς) εθνικοφροσύνης και του (αριστερού) αντιιμπεριαλισμού (το ίδιο συνέβη μετέπειτα σε αρκετές χώρες της Ευρώπης και στις ΗΠΑ).
Σήμερα, το «ηρωικό» 2015 και οι παρελάσεις στο Σύνταγμα με συνοδεία παραδοσιακών χορευτικών συγκροτημάτων ή το προσκύνημα σε κόκκινα χαλιά σε αρχαιολατρικές παραστάσεις φαντάζουν θολές στιγμές ενός ακατανόητου, αλλά κοντινού παρελθόντος. Το να μιλήσει κανείς για εθνικούς ήρωες και πατριωτισμό έγινε δύσκολη υπόθεση. Γι’ αυτό, τα ρούχα της κ. Αγγελοπούλου, όσο και αν ήταν σύμφωνα με τους κώδικες κάποιας μόδας, επαναφέρουν μια παρωχημένη αντίληψη εθνικής υπερηφάνειας και υπενθυμίζουν μάλλον τραυματικές στιγμές του σύγχρονου εθνικιστικού ανορθολογισμού, από τα θεάματα της δικτατορίας στο Καλλιμάρμαρο Στάδιο μέχρι τα μιλιταριστικά «κελαηδίσματα» του Πάνου Καμμένου, που εύλογα έχουν ταξινομηθεί στην αισθητική κατηγορία του κιτς.
Είναι όμως εφικτό να σκεφτούμε και να οριοθετήσουμε την εθνική ταυτότητα έξω από έναν «μπανάλ» εθνικισμό; Μπορούμε να σκεφτούμε στιγμές εθνικού ηρωισμού και μεγαλείου χωρίς να καταφύγουμε σε μια αναπαλαίωση της παράδοσης και χωρίς να τραγουδήσουμε το «να ’τανε το ’21 χρόνια δοξασμένα»; Προφανώς και όχι. Γιατί η εθνική ταυτότητα συγκροτείται ακριβώς επάνω σε συνειδητές και ασυνείδητες κοινοτοπίες, από τους επετειακούς εορτασμούς, τις παρελάσεις, τις σημαίες που κρέμονται στα μπαλκόνια ή σε κρατικά κτίρια μέχρι τους αγώνες των εθνικών ομάδων, τις συμμετοχές στη Eurovision ή στις Μπιενάλε.
Από την Ακρόπολη και το μουσείο της και τα χρώματα του Αιγαίου μέχρι τις γειτονιές στις «τσιμεντουπόλεις», τα νυφοπάζαρα στις προβλήτες, τις λίγες εναπομείνασες ταβέρνες ή τα πολλαπλασιαζόμενα εστιατόρια εξελληνισμένης διεθνούς κουζίνας. Από τον Σεφέρη, τον Ελύτη και την Κάλλας, μέχρι τον Τσιτσάνη και τους Χατζηδάκι/Θεοδωράκη, από τον Γκάλη, τον Δήμα και τον Αντεντοκούνμπο μέχρι τον Καραγκιόζη, τον Ζαμπέτα, τον Βέγγο και τον Αρκά. Από το Μεσολόγγι και το Σούνιο, μέχρι τον Γοργοπόταμο, την Καισαριανή, την Πλάκα και τα Εξάρχεια. Από τα τρόλεϊ και τα μηχανάκια στους δρόμους, μέχρι τη φέτα, το ούζο, το σουβλάκι και, φυσικά, τον φραπέ.
Η εθνική μας ταυτότητα επιτελείται σε όλες αυτές τις επίσημες και ανεπίσημες τελετουργίες, σε όλα τα τουριστικοποιημένα ή λιγότερο εξωτικά τοπία του παρόντος και του παρελθόντος μας, σε όλα τα αναγνωρισμένα ή τετριμμένα προϊόντα υλικού πολιτισμού που περιστοιχίζουν την καθημερινότητά μας. Αν θέλαμε να γιορτάσουμε τα διακόσια χρόνια της σύγχρονης Ελλάδας συνολικά, θα έπρεπε να κάνουμε μια γενική και αδιαίρετη χαρτογράφηση του τι μας έχει κάνει μέρος της. Πώς φτιάχνουμε τα εθνικά μας στερεότυπά, πώς συγκροτούμε στοχαστικά ή αστόχαστα, με εσωστρέφεια ή εξωστρέφεια, την εθνική μας δημοφιλή κουλτούρα.
Αν θέλαμε να δούμε τον εθνικό μας εαυτό, θα έπρεπε να κοιτάξουμε όχι μόνο την αρχή αλλά και τις συνέχειες και τις ασυνέχειες μας. Ίσως τότε να προστατεύαμε το μπανάλ από το κιτς, πράγμα καθόλου ευκαταφρόνητο.