«ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΟΤΙ ΖΕΙΣ σε μια χρυσή εποχή. Συνειδητοποιείς ότι ήταν μια χρυσή εποχή μόνο όταν έχει χαθεί». Έτσι περιγράφει την περίοδο της μεγάλης ακμής των περιοδικών ο Γκρέιντον Κάρτερ, o επιφανής (μεταξύ άλλων για το «αεροπλανικό» μαλλί του και για την γκαρνταρόμπα του) πρώην διευθυντής του περιοδικού Vanity Fair στο βιβλίο των απομνημονευμάτων του που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες με τον μακρόσυρτο αλλά ακριβή τίτλο When the Going Was Good: An Editor’s Adventures During the Last Golden Age of Magazines. Σύμφωνα με τα αποσπάσματα και με τις κριτικές του βιβλίου που έχουν δημοσιευτεί (η εκτενέστερη των οποίων αναμενόμενα βρίσκεται στο New Yorker, την διεύθυνση του οποίου είχε συμφωνήσει να αναλάβει ο Κάρτερ, αλλά την τελευταία στιγμή την θέση κέρδισε η Τίνα Μπράουν, την οποία εκείνος διαδέχτηκε τελικά στο τιμόνι του Vanity Fair) πρόκειται εν μέρει για μια αυτοβιογραφία αλλά κυρίως για μια χρονοκάψουλα που μεταφέρει τον αναγνώστη σε μια εποχή που δεν είναι και τόσο μακρινή, παρότι μοιάζει ως τέτοια.
Βεβαίως, το Vanity Fair κυκλοφορεί ακόμα «στα περίπτερα» –καθώς και διάφορες εκδοχές του σε άλλες γλώσσες– διατηρώντας κουτσά στραβά την φόρμουλα που καθιέρωσε ο Κάρτερ (high-end προσέγγιση της celebrity κουλτούρας, συβαριτικός κοσμοπολιτισμός, γλαφυρή πρόζα, το φάντασμα της νέας δημοσιογραφίας, βαθιά δημοσιογραφική έρευνα και απεριόριστη πρόσβαση σε ό,τι έχει απομείνει από το διεθνές τζετ-σετ), αλλά προφανώς τίποτα δεν είναι πλέον το ίδιο στον κόσμο των έντυπων μέσων. Το μόνο ίσως που δεν έχει αλλάξει είναι τα φωτογραφικά πορτρέτα της Άνι Λίμποβιτζ και το περίφημο ετήσιο γκαλά του Vanity Fair μετά την τελετή των βραβείων Όσκαρ, η ιδέα και η εφαρμογή του οποίου πιστώνεται αποκλειστικά στον πρώην διευθυντή του.
«Για είκοσι πέντε χρόνια», γράφει ο Γκρέιντον Κάρτερ, «το συμβόλαιό μου απαιτούσε το γράψιμο τριών άρθρων το χρόνο, μεγάλου μήκους, συνήθως δέκα χιλιάδων λέξεων. Ο ετήσιος καθαρός μισθός μου ήταν 498.141 δολάρια. Δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Μιλάμε για πάνω από 166.000 δολάρια το κομμάτι…»
Το βιβλίο κυκλοφορεί επτά χρόνια μετά την αποχώρηση του 75χρονου πλέον Κάρτερ από τη διεύθυνση του περιοδικού, το οποίο είχε απογειώσει κατά την 25ετή θητεία του. Μέχρι που διαισθάνθηκε ότι η κατάσταση στον χώρο ήταν μη αναστρέψιμη. Όταν ανακοίνωσε την αποχώρησή του τον Δεκέμβριο του 2017, οι New York Times δημοσίευσαν την είδηση στην πρώτη σελίδα. Παρότι, σύμφωνα πάντα με τα δημοσιεύματα που αφορούν το βιβλίο, τα απομνημονεύματα του Κάρτερ είναι φειδωλά καυστικά σχόλια και επιθετικές αναφορές, το πορτρέτο που σκιαγραφεί για την «βασίλισσα» της Vogue, Άννα Γούιντορ, στην οποία καταλογίζει ευθύνη για την απόφαση του να εγκαταλείψει τον κολοσσό της Condé Nast όπου ανήκουν και τα δύο περιοδικά, μόνο κολακευτικό δεν είναι. Οι προσπάθειες της να φαίνεται επιβλητική και τρομακτική ήταν κωμικές, γράφει, όπως και η συνήθειά της να φορά τα χαρακτηριστικά της γυαλιά ηλίου σε εσωτερικούς χώρους.

Ίσως το πιο ενδιαφέρον κείμενο με αφορμή την έκδοση του βιβλίου είναι αυτό που δημοσιεύεται στο Yale Review και το υπογράφει ένας από τους πιο εκλεκτούς μόνιμους συνεργάτες του περιοδικού, ο Μπράιαν Μπάροου, συγγραφέας του μπεστ σέλερ «Βάρβαροι προ των πυλών» (Barbarians at the Gates), ένα από τα πιο συναρπαστικά περί οικονομίας, απληστίας και επιχειρηματικής στρατηγικής αναγνώσματα όλων των εποχών. Ο Μπάροου συμπλήρωσε κι ο ίδιος μια 25ετία στο Vanity Fair πριν αποχωρήσει κι αυτός με τη σειρά του στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας από το περιοδικό που κάποτε, όπως γράφει, ήταν το τακτικό ανάγνωσμα για «εκείνους που τσούγκριζαν τα ποτήρια τους στα Χάμπτονς της Νέας Υόρκης, στο Μπέβερλι Χιλς, στην Ύδρα και στο Γκστάαντ». Δεν διστάζει μάλιστα να αποκαλύψει, πέρα από τα απίστευτα προνόμια που απολάμβαναν οι συνεργάτες του περιοδικού, τους απίστευτους μισθούς τους, ειδικά για τα σημερινά δεδομένα. «Για είκοσι πέντε χρόνια», γράφει, «το συμβόλαιό μου απαιτούσε το γράψιμο τριών άρθρων το χρόνο, μεγάλου μήκους, συνήθως δέκα χιλιάδων λέξεων. Ο ετήσιος καθαρός μισθός μου ήταν 498.141 δολάρια. Δεν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. Μιλάμε για πάνω από 166.000 δολάρια το κομμάτι…».
«Ήταν μια ένδοξη εποχή», συνεχίζει. «Όχι επειδή ένιωθα ότι η δουλειά ήταν πάντα σημαντική, αλλά επειδή η δουλειά ήταν τόσο εξαιρετικά συναρπαστική. Δούλευα πάνω σε αφηγήσεις τις οποίες είχα πραγματική περιέργεια να εξερευνήσω – και είχα απεριόριστους πόρους για να το κάνω…». Και καταλήγει: «Το αστείο είναι ότι δεν κοίταξα ποτέ πίσω. Ποτέ δεν θρήνησα το τέλος της εποχής του Γκρέιντον ή το τέλος όλου αυτού του πακτωλού χρημάτων. Ούτε μια φορά. Κατάλαβα το δώρο που μου είχε δοθεί. Το είπα τότε και το λέω ακόμα και σήμερα: Είχαμε μια σπουδαία πορεία. Στον κόσμο των περιοδικών που εξαφανίζεται, υποψιάζομαι ότι δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά κάτι παρόμοιο».