ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΜΙΑ συζήτηση για τα «γλυπτά του Παρθενώνα», στη σημερινή συγκυρία; Τι ακριβώς καλούμαστε να συζητήσουμε, ποιο είναι το επίδικο, και σε τι στοχεύουμε; Έχω την αίσθηση πως οι όροι της κουβέντας αυτής και οι αρχικές υποθέσεις θεωρούνται, λίγο πολύ, δεδομένα: όλοι και όλες είμαστε στρατευμένοι στην υπόθεση της επιστροφής των γλυπτών που κρατούνται ακόμα «αιχμάλωτα» στο Βρετανικό Μουσείο, σωστά; Είναι εξάλλου ένα από τα λίγα «εθνικά θέματα» που ενώνουν τους πάντες. Το ερώτημα που τίθεται επομένως, διαχρονικά και απαράλλακτα, φαίνεται να είναι, ποια διπλωματικά, νομικά, πολιτισμικά, ή άλλα επιχειρήματα θα πρέπει να προταθούν ώστε να εξασφαλιστεί μια νικηφόρα έκβαση. Είναι όμως το ζήτημα τόσο απλό;
Στο σύντομο αυτό σημείωμα, θα προσπαθήσω να κάνω τρία πράγματα. Το πρώτο, να ορίσω τα στοιχεία του πλαισίου και της συγκυρίας τα οποία νομίζω πως θα πρέπει να λάβουμε υπόψη στην επανεξέταση του φαινομένου. Το δεύτερο, να πω περιληπτικά, πως βλέπω το θέμα «Μάρμαρα ή Γλυπτά του Παρθενώνα» σήμερα, βασισμένος στη σχετική ερευνητική δουλειά που έχω κάνει μέχρι τώρα. Και το τρίτο, να πω τι κατά τη γνώμη που πρέπει να γίνει σήμερα.
Στο εθνικό φαντασιακό, τα “μάρμαρα” δεν αποτελούν πλέον αντικείμενα αλλά ζώντα υποκείμενα με συναισθήματα και επιθυμίες. Τα θλιμμένα, φυλακισμένα, και εξόριστα «μάρμαρα», όπως τα ζώα σε έναν ζωολογικό κήπο, ή οι κρατούμενοι σε μια παγωμένη και ανήλιαγη φυλακή, μελαγχολικά και κουρασμένα από το γκρίζο φως του Λονδίνου, νοσταλγούν τον τόπο γέννησής τους, τους αδελφούς και τις αδελφές τους στην Ακρόπολη.
Για το πρώτο. Είμαστε σήμερα σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία, και οι μυθολογίες και οι γενεαλογίες του δυτικού πολιτισμού αμφισβητούνται ριζικά, και από ποικίλες επιστημονικές και ερευνητικές προσεγγίσεις, αλλά κυρίως από τις κοινωνικές διεργασίες τις ίδιες, από τα κοινωνικά κινήματα. Να αναφέρω χαρακτηριστικά το Black Lives Matter αλλά και το γενικότερο κίνημα ενάντια στη αντίληψη περί λευκής ανωτερότητας και λευκής κυριαρχίας, καθώς και το κίνημα που θέτει στο κέντρο της προσοχής τους ανδριάντες και τα μνημεία αυτού του καθεστώτος. Το κίνημα αυτό δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ ή τις κοινωνίες που στήριξαν και στηρίχτηκαν πάνω στη μαύρη δουλεία, αφορά όλους και όλες μας. Αφορά, και την Ελλάδα ως χώρα-ανάχωμα του παγκόσμιου βορά και της δύσης, αλλά αφορά και τη συγκεκριμένη κατασκευή της κλασικής αρχαιότητας πάνω στην οποία η δύση έχτισε τις μυθιστορίες της ανωτερότητας της. Γι’ αυτό και μια συγκριτική εξέταση της «λεύκανσης» (whitening) της Ελλάδας παράλληλα με τη λεύκανση της κλασσικής αρχαιότητας και του πολιτισμού της, την κατασκευή της δηλαδή ως μια βορειο-ευρωπαϊκή/δυτική/λευκή πολιτισμική κληρονομιά, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Πέρα από το κίνημα αυτό όμως, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε και το κίνημα των ιθαγενών κοινοτήτων ανά τον κόσμο, καθώς και το κίνημα της απο-αποικιοποίησης και απο-αποικιακότητας συνολικά, που εκτός των άλλων θέτουν και το ζήτημα της επιστροφής των λεηλατημένων πολιτιστικών αγαθών στις αποικιοκρατούμενες χώρες. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε και το κίνημα της μετανάστευσης από τον παγκόσμιο νότο στο βορά, κίνηση-κίνημα που μας θυμίζει πως η αποικιοκρατία δεν είναι παρελθόν αλλά παρόν που διαρκεί πολύ, ζώσα ιστορία. Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε ακόμα και το κίνημα ενάντια στην καταστροφή του περιβάλλοντος, και το κίνημα ενάντια στον ανθρωποκεντρισμό γενικότερα, που συχνά συνδέονται με τα παραπάνω κινήματα, καθώς όλα αναφέρονται σε διαδικασίες αρπαγής και εξόρυξης, στηριγμένες στην αντίληψη της λευκής ανωτερότητας και του πολιτισμικού της ρόλου, αλλά και στη μυθολογία της προόδου και της ανάπτυξης.
Τα κινήματα αυτά δημιουργούν και τις συνθήκες για μια ριζική επανεξέταση όλων των πεδίων της επιστημονικής γνώσης, με στόχο πια, όχι ένα ακόμα επιστημολογικό παράδειγμα, όχι μια νέα μέθοδο, αλλά κάτι ποιο ριζοσπαστικό: μια νέα, ριζικά διαφορετική οντολογία ζωής, εμπειρίας και γνώσης, για την οποία έχουμε ίσως να μάθουμε πολλά από κοινότητες και πληθυσμούς που αποτέλεσαν τα κατ’ εξοχήν θύματα της λευκής αποικιοκρατικής κυριαρχίας. Είδαμε πως, για παράδειγμα, το πεδίο των κλασικών σπουδών, και στις ΗΠΑ αλλά και αλλού, επανεξετάζει εκ βάθρων τη συγκρότηση του, πέρα από τα ιδεολογήματα του δυτικού κανόνα περί των χρυσών αιώνων του δυτικού πολιτισμού. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και στο δικό μου πεδίο, στην αρχαιολογία, που ορίζεται πλέον ως η διερεύνηση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ υλικότητας και χρονικότητας, και όχι απλά ως η «μελέτη των αρχαίων»΄ όπου η έρευνα του σημερινού υλικού πολιτισμού έχει εδραιωθεί ως η αρχαιολογία του σήμερα΄ και όπου το κοινωνικό-εξελικτικό παράδειγμα και οι ρίζες του στην αποικιοκρατία και το διαφωτισμό αποδομούνται όλο και περισσότερο. Οι αναταράξεις αυτές έχουν αγγίξει και το χώρο των μουσείων, με το Διεθνές Συμβούλιο Μουσείων να προτείνει ένα νέο ορισμό του ρόλου τους που θα τα καθιστά χώρους εκδημοκρατισμού, συμπερίληψης, και δράσης για κοινωνική δικαιοσύνη.
Όμως, τι λέμε για τα «μάρμαρα του Παρθενώνα» σήμερα, μέσα σαυτό το πλαίσιο; Στο βιβλίο μου, «Tο Έθνος και τα Ερείπιά του» που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 2012 από τις Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, έχω προτείνει πως μια γόνιμη προσέγγιση του φαινομένου θα έπρεπε να εξετάσει τη μακρά πολιτισμική άλλα και αισθητηριακή βιογραφία των αντικειμένων αυτών, από τη στιγμή της δημιουργίας τους τον 5ο αιώνα π.χ. μέχρι και σήμερα, κάτι που απαιτεί δουλειά πολλών ανθρώπων για πολλά χρόνια. Στο βιβλίο μου, δεν εξέτασα αυτή τη βιογραφία λεπτομερώς, όμως παρέθεσα κάποιες πτυχές της για να δείξω την γονιμότητα μιας τέτοιας προσέγγισης. Η εξέταση αυτή μου επέτρεψε να διατυπώσω ορισμένα συμπεράσματα, τα οποία πιστεύω πως έχουν ακόμα ισχύ και χρησιμότητα.
Συνοπτικά, τα γλυπτά μπορούν να χαρακτηριστούν πυκνά αντικείμενα (για να χρησιμοποιήσω μια έκφραση της ανθρωπολόγου Annette Weiner) εξαιτίας της ιδιαίτερης συμβολικής αλλά και συν-κινητικής και αισθητηριακής τους σημασίας. Αν το εθνικό πρόταγμα μπορεί να θεωρηθεί ως μια ονειρική διεργασία και ως ένα τοπογραφικό εγχείρημα, τότε τα γλυπτά του Παρθενώνα αποτελούν ένα από τα πιο σημαντικά ορόσημα του φαντασιακού εδάφους του ελληνισμού. Η πυκνότητά τους δεν απορρέει μόνο από την προέλευσή τους από τον Παρθενώνα και τη σύνδεσή τους με την τεράστια συμβολική αξία του. Απορρέει επίσης και από την πρόσθετη αξία που έχουν προσλάβει ως διαφιλονικούμενο αγαθό, και από την ικανότητά τους να λειτουργούν ως εστία φορτισμένων μεταφορών, διεκδικήσεων, βλέψεων και επιθυμιών. Κάθε επεισόδιο της βιογραφίας τους έχει προσθέσει σε αυτά τα αντικείμενα ένα νέο στρωματογραφικό ορίζοντα ενσώματης, αισθητηριακής μνήμης.
Όμως αυτή η περίπτωση αποκαλύπτει επίσης μια θεμελιακή επιθυμία η οποία υπερβαίνει τις αρχαιότητες, μια επιθυμία η οποία διέπει το εθνικό εγχείρημα και την εθνική φαντασία στο σύνολό τους: τη νοσταλγία για το όλον, τη λαχτάρα για αρτιότητα, τον πόθο της επανένωσης, της επανα-συλλογής και αποκατάστασης των σπαραγμάτων του εθνικού σώματος. Στο εθνικό φαντασιακό, τα “μάρμαρα” δεν αποτελούν πλέον αντικείμενα αλλά ζώντα υποκείμενα με συναισθήματα και επιθυμίες. Τα θλιμμένα, φυλακισμένα, και εξόριστα «μάρμαρα», όπως τα ζώα σε έναν ζωολογικό κήπο, ή οι κρατούμενοι σε μια παγωμένη και ανήλιαγη φυλακή, μελαγχολικά και κουρασμένα από το γκρίζο φως του Λονδίνου, νοσταλγούν τον τόπο γέννησής τους, τους αδελφούς και τις αδελφές τους στην Ακρόπολη.
Όμως τα γλυπτά έγιναν παράλληλα και σύμβολα της βρετανικής αποικιοκρατικής, εθνικιστικής, ακόμα και φυλετικής ταυτότητας, τα λάφυρα που δεν κατάφεραν να αποκτήσουν οι Γάλλοι. Έγιναν τα λευκά αριστουργήματα, που μετά τις αρχικές διαμάχες και αμφιβολίες ανάμεσα σε Βρετανούς διανοούμενους και πολιτικούς, αποτέλεσαν και αποτελούν ακόμα ένα από τα πλέον ισχυρά υλικά επιχειρήματα πως η παρακμάζουσα χώρα και πρώην αυτοκρατορία έχει ακόμα την ικανότητα, πολιτισμικά, να κρατάει όλο τον κόσμο στα χέρια της: να αφηγείται την ιστορία όλης της ανθρωπότητας από το νεοκλασικό κτίριο στο Μπλούμσπουρυ. Αυτή η ανάγκη εξάλλου οδήγησε και στο νεο-αποικιοκρατικό αφήγημα του παγκόσμιου (universal) ή εγκυκλοπαιδικού μουσείου (όπως το Βρετανικό, το Λούβρο ή το Μητροπολιτικό της Νέας Υόρκης), σε αντίθεση με τα «τοπικά», εθνικά μουσεία.
Όσο για το δια ταύτα, προσωπικά δε με αφορά μια διαμάχη φαινομενικά ανταγωνιστικών εθνικισμών που όμως εγγράφονται μέσα στο ίδιο πλαίσιο σκέψης και πράξης. Ούτε πιστεύω πως θα πρέπει να συνεχίζουμε να δρούμε παγιδευμένοι/ες στα αποικιοκρατικά αφηγήματα περί χρυσών αιώνων, και να λατρεύουμε τα ιερά ερείπια της νεωτερικότητας, ακόμα και αν αποδίδουμε ανθρώπινες ιδιότητες και συναισθήματα στα γλυπτά. Ούτε με ενδιαφέρει να επιστραφούν τα γλυπτά για να εκτεθούν σ’ ένα μουσείο ψευδεπίγραφο, το σημερινό μουσείο της Ακρόπολης. Ένα μουσείο που, όπως και το Βρετανικό, είναι ένα μουσείο της λήθης, που δεν αφηγείται πραγματικά τις πολυδιάστατες, πολυ-πολιτισμικές και πολυ-χρονικές ιστορίες του χώρου της Ακρόπολης, από την νεολιθική εποχή μέχρι σήμερα, αλλά δοξολογεί ακόμα μύθους που όλο και λιγότεροι πιστεύουν στο σύγχρονο κόσμο. Δεν με ενδιαφέρει να επιστρέψουν σ’ ένα χώρο, τον αρχαιολογικό χώρο της Ακρόπολης, που καταστρέφεται καθημερινά από νεο-κλασικιστικές ιδεοληψίες και οράματα, και την αυταπάτη πως τάχα θα βιώσουμε την εμπειρία του επισκέπτη του 5ου αιώνα περπατώντας στις απαστράπτουσες και ολοκαίνουργιες τσιμεντένιες πλατείες. Σ’ ένα χώρο που οδηγείται όλο και περισσότερο στην ακραία εμπορευματοποίηση. Τι νόημα έχει άραγε η επιστροφή σε τέτοια μουσεία και τέτοιους χώρους, στη σημερινή παγκόσμια συγκυρία, τη στιγμή που η διασημότερη ελληνική μορφή στον κόσμο, ο Έλληνας με τη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα, είναι ένας Αφρο-έλληνας, που μέχρι να καταξιωθεί διεθνώς αντιμετώπιζε τον καθημερινό, θεσμοθετημένο και άτυπο ρατσισμό του ελληνικού κράτους και της ελληνικής κοινωνίας;
Αντίθετα, θα μ’ ενδιέφερε μια συμμαχία των ανθρώπων που αγωνίζονται για την επιστροφή των γλυπτών με το παγκόσμιο κίνημα της απο-αποικιοποίησης, αλλά και το κίνημα της επιστροφής των λεηλατημένων πολιτισμικών αγαθών, πέρα από τον ελληνικό εξαιρετισμό, τον ελιτισμό, αλλά και το ρατσισμό που φαίνεται να κυριαρχεί στη συζήτηση. Θα μ’ ενδιέφερε μια συζήτηση για το πως τα ελληνικά μουσεία θα απo-αποικιοποιηθούν από τον εθνικισμό, τη λευκή υπεροχή και κυριαρχία, το δυτικο-κεντρισμό. Θα μ’ ενδιέφερε τέλος θα μάθω πως οι πρωτεργάτες του αγώνα για την επιστροφή σκοπεύουν τα ανοίξουν τα μουσεία σε κοινότητες και ανθρώπους που δεν βλέπουν τις ιστορίες και τις εμπειρίες τους να αντιπροσωπεύονται σ’ αυτά. Πως θα τα κάνουν προσιτά στις νέες φυλετικές, εθνοτικές και πολιτισμικές κοινότητες της χώρας, όχι απλά μέσα από τα γνωστά εκπαιδευτικά προγράμματα αλλά μέσα από τις εκθέσεις τους και τα αντικείμενα τους, μέσα από τα υλικά κατάλοιπα της οθωμανικής/μουσουλμανικής Ακρόπολης για παράδειγμα. Πως θ’ αρχίσουν δηλαδή να αφηγούνται, επιτέλους, διαφορετικές, πολύ πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες.
Ο Γιάννης Χαμηλάκης είναι καθηγητής αρχαιολογίας και νεοελληνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μπράουν των ΗΠΑ. Το κείμενο αυτό, σε μια πρωιμότερη μορφή, διαβάστηκε στη διαδικτυακή εκδήλωση «200+20 χρόνια εν αιχμαλωσία. Τα Γλυπτά του Παρθενώνα από τον Elgin στον Boris”, οργανωμένη από την ομάδα Culture Through Politics, στις 11 Απριλίου 2021.