Καλοκαιρινό απόγευμα στα ορεινά της Παλαιάς Πεντέλης. Μια απόλυτη ησυχία επικρατεί παντού. Το σπίτι του συγγραφέα και φιλοσόφου Στέλιου Ράμφου δεσπόζει στην πλαγιά ενός λόφου της περιοχής. Με υποδέχεται στην είσοδο και κατευθυνόμαστε στην αυλή. Όση ώρα περπατάμε, γύρω μου παρατηρώ μποστάνια, κήπους, ξύλινα παιδικά σπιτάκια και διάφορα σημεία με όμορφα λουλούδια. Καθόμαστε κάτω από τη σκιά ενός πεύκου. Η θέα προς κάθε σημείο της πρωτεύουσας είναι άκρως εντυπωσιακή.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας διακρίνω έναν άνθρωπο ευγενή, άμεσο, φιλόξενο και προσηνή. Ο λόγος του είναι σαγηνευτικός και σε κάθε απάντηση αναπτύσσει με σαφή τρόπο τα επιχειρήματά του. Θεωρείται από τους κορυφαίους Έλληνες διανοητές. Τα βιβλία του βρίσκονται πάντοτε στη λίστα των ευπώλητων, ενώ οι διαλέξεις του γίνονται συχνά sold-out.
Κατά καιρούς επιχειρεί να φωτίσει άγνωστα σημεία της ελληνικής πραγματικότητας και να ερμηνεύσει βαθύτερα προβλήματα και αγκυλώσεις. Το βέβαιο είναι ότι παρεμβαίνει, αναλύει και εκφράζει χωρίς δισταγμό τις αιρετικές του απόψεις. Φυσικά, δεν είναι λίγες οι φορές που έχει βρεθεί στο στόχαστρο της κριτικής. Αναμφίβολα, πρόκειται για έναν παρεμβατικό φιλόσοφο με πιστούς ακόλουθους και φανατικούς εχθρούς.
Ο Στέλιος Ράμφος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε στη Νομική Αθηνών και το 1965 πήγε στο Παρίσι, όπου σπούδασε Φιλοσοφία και στη συνέχεια δίδαξε στο Πανεπιστήμιο της Βενσέν. Επέστρεψε και εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα το 1974. Στο πλούσιο συγγραφικό έργο του δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην κατανόηση των πνευματικών χαρακτηριστικών που κληροδότησε το Βυζάντιο στη νεότερη Ελλάδα, η άγνοια των οποίων, όπως υποστηρίζει, εμποδίζει την αυτοσυνειδησία μας.
Εγκλωβιζόμαστε στις αδυναμίες και τις εξαρτήσεις μας. Απουσιάζει η κουλτούρα ανεξαρτησίας, κατά την οποία τα κενά δεν καλύπτονται από κομπίνες αλλά με δημιουργικότητα. Η δυσκολία μας έχει να κάνει με τη ροπή μας προς την ευκολία. Μας ενδιαφέρουν οι δικαιολογίες για τις ατυχίες μας.
Στο παρελθόν έχει μιλήσει για κλειστούς θεσμούς της χώρας, μέσω των οποίων η ίδια καταπίνει τα παιδιά της. Στη συνομιλία μας αναφέρεται στο άγος της γραφειοκρατίας, την οποία ονομάζει «νόμιμη κλεισούρα». «Η γραφειοκρατία εμποδίζει το ρίσκο. Κοινωνία χωρίς ρίσκο είναι ένα βήμα πριν από τον θάνατο» λέει και προσθέτει: «Τι είναι ο θάνατος; Η απόλυτη ασφάλεια και εκεί όπου κυριαρχεί η απουσία ρίσκου. Όλα δηλαδή έχουν συντελεστεί. Η ανασφάλειά μας, λοιπόν, γεννά τη γραφειοκρατία».
Το γραφείο του ξεπροβάλλει επιβλητικά στην κορυφή του σπιτιού. Αυτό είναι το καταφύγιό του. Αυτή την περίοδο διαβάζει απομνημονεύματα αγωνιστών του ’21 για να κατανοήσει την ψυχή αυτών των ανθρώπων και σχολιάζει σχετικά: «Διατρέχουμε έναν κίνδυνο, ο οποίος προέρχεται από τις μεταμφιέσεις του παλιού ως καινούργιου».
Τον συναντώ με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου με τίτλο «Η Ελλάδα των ονείρων ‒ Σπουδή στο συλλογικό μας φαντασιακό» (εκδόσεις Αρμός). Σε αυτό ιχνηλατεί, ανθολογεί και μελετά συμβολισμούς και νοοτροπίες, γραπτές πηγές και εργασίες, φαντασιώσεις και στερεοτυπικές επαναλήψεις που συνθέτουν την εθνική ταυτότητα και τη νεοελληνική πραγματικότητα.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί μιλά για την εποχή μας, την πανδημία, τους νέους, την πολιτική, για όσα τον έχουν κατηγορήσει, για την εθνική μας επέτειο, τις μεταρρυθμίσεις, την πίστη, απαντά σε υπαρξιακά ερωτήματα αλλά και τι θεωρεί σημαντικό στη ζωή.
— Τι εποχή είναι αυτή που ζούμε; Ποιες είναι οι προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε;
Ζούμε σε μια μεταβατική εποχή, που απαιτεί νέες συνθέσεις. Η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε πολύ σοβαρές προκλήσεις. Αφήνουμε πίσω μας μεγάλες βεβαιότητες και κατευθυνόμαστε προς άλλες, παρόμοιες, ψηφιακού περιεχομένου. Βιώνουμε την ετερογονία των σκοπών. Όλα είναι ρευστά. Απουσιάζει η σταθερότητα. Κυριαρχούν οι συντελεστές του αγνώστου. Τεχνολογικές εξελίξεις, ασύλληπτες προοπτικές και απεριόριστη πρόσβαση στη γνώση και την πληροφορία. Φρονώ ότι οδηγούμαστε σε μια περίοδο όπου ανθεί η επιστήμη των δεδομένων. Βέβαια, στην περίπτωση αυτή σημαίνει ότι τα ερωτηματικά δεν θα διαδραματίσουν κανέναν ρόλο. Και εδώ, φυσικά, ελλοχεύει ένας ορατός πνευματικός κίνδυνος.
— Η επιστήμη κέρδισε το στοίχημα το διάστημα της πανδημίας;
Προφανώς, και τα εμβόλια είναι η απάντηση που το αποδεικνύει. Ωστόσο, δεν ξέρω αν ο άνθρωπος κέρδισε το στοίχημα. Ο κορωνοϊός επιβεβαίωσε ότι είμαστε όντα που έχουμε όρια. Αν αποδειχτεί ότι ο ιός ήταν αποτέλεσμα εργαστηρίων, θα εισέλθουμε σε νέου τύπου ανταγωνισμούς. Οι ιοί αποτελούν έναν φοβερό κίνδυνο, αφού μπορούν να κατεδαφίσουν ουρανοξύστες και να αποσταθεροποιήσουν ακλόνητα συστήματα. Επομένως, διαβαίνουμε προς νέα πεδία συγκρούσεων. Σήμερα, στην επικοινωνιακή εποχή, αν προκύψει ένας τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, θα πραγματοποιηθεί χωρίς όπλα. Μια κυβερνοεπίθεση είναι ικανή να επιφέρει μεγαλύτερο πανικό και καταστροφή από τη βόμβα στη Χιροσίμα.
— Στην πρώτη φάση της πανδημίας είχατε δηλώσει ότι «ο κορωνοϊός μπορεί να εξελιχθεί σε ευλογία» και δεχτήκατε έντονη κριτική. Το πιστεύετε ακόμη;
Κάθε δυσκολία, εμπόδιο ή πρόβλημα ακολουθείται από έναν συντελεστή θετικότητος. Πολλά δεινά μπορεί να εξελιχθούν σε κάτι καλύτερο και σε μια νέα αρχή. Μια αντιξοότητα μπορεί να γίνει ευκαιρία. Αυτό εξαρτάται, βέβαια, και από το κατά πόσο, δυνητικά, μπορείς να μάθεις κάτι από μια καταστροφή. Απ’ ό,τι φαίνεται, στη χώρα μας δεν επικράτησε η λογική της ατομικής ευθύνης ‒ ίσως σε περιορισμένο βαθμό. Αντ’ αυτού, κυριάρχησαν τα αντανακλαστικά φόβου. Και ξέρετε, ο φόβος δεν σε κάνει να νιώθεις υπεύθυνος αλλά να αισθάνεσαι μόνος, δίχως να σκέφτεσαι τους υπόλοιπους. Η ευθύνη είναι μια επένδυση στους τρίτους. Έχω, λοιπόν, την εντύπωση ότι ουσιαστικά στην πρώτη φάση της πανδημίας κινηθήκαμε σωστά και αμυντικά, αλλά με περίσσια ανευθυνότητα στην έλευση του δεύτερου κύματος του κορωνοϊού. Τώρα, ως προς το αν θα μείνει κάτι απ’ όλη αυτήν την ιστορία, πιθανόν να πλένουμε πιο συχνά τα χέρια μας.
— Φάνηκε το ηλικιακό χάσμα μεταξύ των νέων και των ηλικιωμένων; Για παράδειγμα, στο θέμα των εμβολιασμών;
Οι νέοι έσπευσαν να κάνουν το εμβόλιο, όχι επειδή επέδειξαν την αίσθηση ατομική τους ευθύνης αλλά επειδή συνδύασαν την ελευθερία τους με κάτι που είναι κοινώς αποδεκτό. Λειτουργούν πάντα με όρους παρόντος. Το αποτέλεσμα, φυσικά, είναι θετικό γι’ αυτούς. Από την άλλη, οι ηλικιωμένοι επέδειξαν μια φοβική στάση, ακόμη και συνωμοσιολογική, και εδώ φέρουν τεράστια ευθύνη τα μέσα ενημέρωσης που γιγαντώνουν και δραματοποιούν σπάνια περιστατικά θρομβώσεων.
— Πρόσφατα, ένας σημαντικός συγγραφέας μού είπε ότι «όταν τελειώσει η πανδημία, οι νέοι θα συγκροτήσουν ένα σύγχρονο προλεταριάτο». Συμφωνείτε ή όχι με αυτή την άποψη;
Το προλεταριάτο τον καιρό εκείνο προσδιοριζόταν από την εργατική τάξη, η οποία εργαζόταν χωρίς να παίρνει ανάσα και βρισκόταν σε μια κατάσταση ανέχειας. Αντιθέτως, σήμερα οι νέοι περνούν μια χαρά. Τώρα, αν το λέει με την έννοια της επαναστατικής δύναμης, να σας θυμίσω ότι ήμουν από εκείνους που έζησαν τον Μάη του ’68. Ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει να ξεσηκώνεται η νεολαία, όπως και ότι η πλειονότητα των ανθρώπων που εξεγέρθηκαν πρώτοι προέρχονταν από την άρχουσα τάξη. Η πανδημία θα αποδειχτεί σαν όλες τις άλλες κρίσεις, αν δεν επαναληφθεί σύντομα: πολύ γρήγορα θα αντιμετωπιστεί. Η Ελλάδα, όπως είδαμε, παρόλο που εξήλθε από μια δεκαετή οικονομική κρίση, μέσω της κυβερνητικής φροντίδας διαχειρίστηκε πολύ καλά τον κορωνοϊό, χωρίς να προκύψουν καταστροφικά αποτελέσματα. Επομένως, δεν είναι όλα τόσο απόλυτα. Η πανδημία απλώς διέλυσε τις αναμνήσεις της οικονομικής κρίσεως.
— Πώς εξηγείτε το μίσος που επικρατεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Η επικοινωνία φέρνει κοντά, αλλά και απέναντι, τους ανθρώπους. Δεν είναι μόνο ανταλλαγή απόψεων, είναι και διοχέτευση συναισθημάτων. Στην ελληνική περίπτωση, λοιπόν, όπου ο φθόνος αποτελεί ένα ισχυρό συναίσθημα, οι αντιπαλότητες πολλαπλασιάζονται. Επίσης, στην Ελλάδα επικρατεί η κλειστή κουλτούρα του οικογενειακού συστήματος. Το παιδί δεν προλαβαίνει να αναπτύξει τη δική του προσωπικότητα. Μεγαλώνει με σκληρά απωθημένα, χωρίς άλλες διεξόδους, το μόνο που μαθαίνει είναι η κατεδάφιση του επιτυχόντος. Γι’ αυτό για όλα ευθύνονται οι άλλοι και ποτέ εμείς.
— Τι σας ενοχλεί στη δημόσια σφαίρα;
Το ότι επικρατεί ένα έλλειμα πράξεως. Έχει ατονήσει η προσπάθεια να κατανοήσουμε τα προβλήματα και να τα επιλύσουμε. Σκέψη χωρίς πράξη σημαίνει αερολογία.
— Ποια είναι η βαθύτερη ελληνική παθογένεια;
Το γεγονός ότι δεν έχουμε γίνει υπεύθυνα άτομα. Είμαστε ακόμα υποχείρια της οικογένειας και του περιβάλλοντός μας. Είμαστε «μαμάκιες». Είναι τρομακτικό το μητρικό συναίσθημα.
— Τι μας διδάσκει σήμερα η επέτειος του 1821; Η εθνική μας αυτογνωσία επιτυγχάνεται μόνο με τους θριάμβους ή και με τις καταστροφές;
Η αυτογνωσία μας δεν έχει επιτευχθεί. Φέτος γιορτάζουμε τον θρίαμβο του ’21, ενώ σε έναν χρόνο θα πρέπει να σκεφθούμε την Καταστροφή του ’22. Θεωρώ ότι στη σχέση μας με τον εαυτό μας υστερούμε πολύ. Μας απασχολεί το πρόβλημα του άλλου. Εν τω μεταξύ, όσον αφορά τον αναστοχασμό, μόνο πανηγύρια βλέπω, δεν έχω δει ακόμη κάτι ουσιαστικό, παρά μόνο θριαμβολογίες. Προσμένω να δω τι θα κάνουμε σε έναν χρόνο, στην επέτειο των εκατό χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Είναι μια καλή ευκαιρία να αναρωτηθούμε γιατί η Ιστορία μας είναι γεμάτη από διχασμούς και εμφυλίους και να αντλήσουμε συμπεράσματα, χωρίς να αντιδρούμε στο δύσκολο, στο δυσάρεστο. Να αναζητήσουμε την αναστοχαστική αλήθεια.
— «Όλοι θέλουμε μεταρρυθμίσεις, αλλά κανείς δεν είναι πρόθυμος να τις εφαρμόσει». Γιατί συμβαίνει αυτό;
Κάποτε, επί υπουργίας Άννας Διαμαντοπούλου, επιχειρήθηκε μια σημαντική εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, αλλά τελικά χάθηκε κι αυτή η μάχη. Μάλιστα, είχε ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων, επειδή η υπουργός είχε εισηγηθεί να γίνουν υποχρεωτικό μάθημα τα αγγλικά. Φυσικά, αυτό μεταφράστηκε ως αντικατάσταση των ελληνικών. Τότε η κ. Διαμαντοπούλου είχε πει το αυτονόητο, τα αγγλικά να γίνουν υποχρεωτικό μάθημα, με την έννοια ότι τα παιδιά θα διεύρυναν τους ορίζοντές τους. Κατά την αντίληψή μου, όλες οι μεταρρυθμίσεις αποτυγχάνουν επειδή αφορούν μέτρα και διαδικασίες και δεν εστιάζουν στον εντοπισμό της ασθένειας, της ρίζας του προβλήματος. Ποιο είναι το πρόβλημα του Έλληνα; Ότι δεν έχει επαρκή ατομικότητα, δεν συνεργάζεται, έχει ατροφικό εαυτό. Τα εκπαιδευτικά προγράμματα πρέπει να προσαρμόζονται στα εθνικά μας χαρακτηριστικά. Πρέπει να αναζητήσουμε νέες αφετηρίες, να αναρωτηθούμε για τη θέση μας στον σημερινό κόσμο και να δημιουργήσουμε πολίτες έτοιμους να αναλάβουν πρωτοβουλίες. Εμείς, όμως, ξεκινάμε πάντα από τα κεραμίδια, δυστυχώς.
— Έλληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι;
Ας θυμηθούμε καλύτερα τον Καβάφη, που έλεγε: «Δεν είμαι Έλλην, είμαι ελληνικός». Ή, όπως έλεγε ο Ισοκράτης: «Έλληνες είναι όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας». Τώρα, αν έχει τύχει να γεννηθείς εδώ ή να μιλάς και τη γλώσσα, μπράβο.
— Τι λαός είναι ο ελληνικός; Ποια είναι δηλαδή η ψυχοσύνθεση του νεοέλληνα;
Ο Έλληνας είναι ανοιχτόκαρδος, ευφυής, καπάτσος αλλά είναι και ματαιόδοξος. Έχει την ανάγκη να παίρνει την εικόνα του από απέναντι και όχι ως απόρροια της δικής του αυτοπεποιθήσεως. Εγκλωβιζόμαστε στις αδυναμίες και τις εξαρτήσεις μας. Απουσιάζει η κουλτούρα ανεξαρτησίας, κατά την οποία τα κενά δεν καλύπτονται από κομπίνες αλλά με δημιουργικότητα. Η δυσκολία μας έχει να κάνει με τη ροπή μας προς την ευκολία. Μας ενδιαφέρουν οι δικαιολογίες για τις ατυχίες μας. Κουβαλάμε ένα βαρύ ενοχικό υπόστρωμα. Γι’ αυτό αναζητάμε φθονερούς ξένους που θέλουν να μας καταστρέψουν. Μια θετική έκφραση ματαιοδοξίας, όμως, είναι το φιλότιμο. Δηλαδή η αγάπη να σε τιμούν για κάτι καλό που κάνεις.
— Οι ιδεολογίες έχουν τελειώσει. Έχουμε ανάγκη από ιδέες;
Οι ιδεολογίες είναι φαντασιώσεις. Οι ιδέες είναι συντελεστές σταθερότητας σαν το μάρμαρο. Στην Ελλάδα το συναίσθημα δεν έχει όριο, καλπάζει. Τα όρια τα θέτει η σκέψη. Επομένως, έχουμε ανάγκη το όριο, γιατί είναι αυτό που δίνει μορφή. Χωρίς μορφή, όλα είναι αόριστα. Και στην αοριστία κατοικοεδρεύουν όλα τα αρνητικά και οι αναποδιές.
— «Η βλακεία, η εγωπάθεια, η μωρία και η γενική αναπηρία της ηγετικής τάξης στη σημερινή Ελλάδα σε φέρνει στην ανάγκη να ξεράσεις… Στη βάση κάθε συζήτησης εξυπακούεται ένα σιωπηρό συμβόλαιο, εκείνη η βαθύτερη συμφωνία, χωρίς την οποία κάθε αντιγνωμία καταντά μια μάταιη ταραχή. Στην Ελλάδα, ίσως έχουμε πολλούς παράλληλους μονόλογους, αλλά δεν έχουμε διάλογο». (Γιώργος Σεφέρης: Πολιτικό Ημερολόγιο, «Εισαγωγή στην Έρημη Χώρα»). Πώς το σχολιάζετε;
Οι πρώτες γραμμές είναι λίγο άτσαλες και δεν με εκφράζουν. Με το υπόλοιπο εννοείται και συμφωνώ. Πολιτικός σημαίνει βαθύς στοχασμός και όχι σοβάτισμα του τοίχου.
— Ποια είναι η γνώμη σας για τη σημερινή κυβέρνηση;
Νομίζω ότι καλά τα πάει, και κινείται στο επίπεδο αντιμετωπίσεως συγκεκριμένων προβλημάτων. Από την πολιτική μας, ωστόσο, αυτό που λείπει είναι ο ορίζοντας, το όραμα. Για παράδειγμα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πίστευε στην ιδέα της ένταξης στην Ενωμένη Ευρώπη. Μπήκαμε στην Ευρώπη και τελικά ακόμη παλεύουμε για να μπούμε.
— Με αφορμή τα γεγονότα στη Νέα Σμύρνη η κυβέρνηση έχει κατηγορηθεί για υπέρμετρη αστυνομοκρατία. Το ασπάζεστε;
Για τα κορωνοπάρτι; Δεν νομίζω. Είναι μια κανονική δημοκρατική κυβέρνηση και πολύ προσγειωμένη στους στόχους της.
— Πώς ορίζετε τον αριστερό σήμερα; Τι πήγε λάθος από την «πρώτη φορά αριστερά»;
Δεν κατάλαβαν ότι ήταν πρώτη και τελευταία φορά αριστερά. Ήταν κάτι που προήλθε από λάθος, από σύγχυση και από φασαρία. Ήταν, λοιπόν, πρώτη και τελευταία. Και μάλιστα, αυτή η πρώτη φορά αριστερά επιθυμεί να μετασχηματιστεί σε σοσιαλίζουσα. Άρα, ούτε η ίδια θέλει να είναι «πρώτη φορά αριστερά» αλλά μια δεύτερη αλλιώτικη. Στην Ελλάδα το πρόβλημα της αριστεράς είναι βαθύτερο γιατί ακολουθείται από ψυχολογικές παραμέτρους, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της οποίας μας τα έχει δώσει ο Ντοστογιέφσκι: «Επαναστάτης είναι ένας ασήμαντος άνθρωπος με αβυσσαλέα φιλοδοξία». Αυτό έχει μια διαχρονική δύναμη. Και το κλείνω εδώ.
— Είστε υπέρ ή κατά της πανεπιστημιακής αστυνομίας; Και γιατί;
Το θέμα είναι αν είναι κάποιος υπέρ ή κατά των αθλιοτήτων που συμβαίνουν μέσα στα πανεπιστήμια και όχι η απάντηση στο δίλημμα για τη συμμετοχή ή όχι της αστυνομίας. Οι ίδιοι που τα προκαλούν είναι εκείνοι που διαμαρτύρονται κιόλας. Πάσχουμε από λίγη σχιζοφρένεια.
— Σε μια εποχή που τρέχει ιλιγγιωδώς, πώς μπορεί ένας άνθρωπος να ανακαλύψει την πληρότητα;
Το νόημα του αναστοχασμού βρίσκεται στην παρεμβολή ενός εσωτερικού χρόνου στον εξωτερικό. Πρέπει να φροντίσουμε τον εσωτερικό μας χρόνο και να εξελιχθούμε, βασιζόμενοι στα δικά μας ερωτήματα. Χρειάζεται μια προσαρμογή στο βαθύ μας αίσθημα. Διατρέχουμε τον κίνδυνο να εγκαταλείψουμε τον εαυτό μας στο όνομα των νέων δεδομένων.
— Τι είναι για σας η δημιουργία;
Η πίστη στο αλλιώς.
— Τι σας έχει μάθει η ενασχόληση με τη φιλοσοφία;
Το πιο σπουδαίο δίδαγμα είναι η σοφία της αγάπης, η σοφία τού να ζεις για να αγαπάς.
— Ζήσατε όλα όσα επιθυμούσατε;
Το μόνο σχέδιο που είχα στη ζωή μου ήταν να προχωρώ. Επομένως, στα 82 μου, παραμένω ανοιχτός σε όλα.
— Σε τι περιβάλλον μεγαλώσατε;
Γεννήθηκα στο Παγκράτι και συγκεκριμένα στην οδό Σπύρου Μερκούρη. Ήμουν ένα παιδί του πολέμου, που θυμάται έντονα τους πετροπολέμους, τις δυσχέρειες και την καθημερινή εξοικείωση με πτώματα στον δρόμο. Ήμασταν μια γενιά με επιβαρυμένο παρελθόν, που μεγαλώσαμε χωρίς παιχνίδια. Κι αυτός είναι ο λόγος που μάλλον παίρνουμε τα πράγματα τόσο σοβαρά.
— Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο σήμερα;
Να κυνηγά την επιθυμία του και να είναι αποφασισμένος να πληρώσει και να πληρωθεί.
— Υπάρχει μια βαθιά πληγή που σας ακολουθεί ακόμη;
Δεν έχω μετανιώσει για τίποτα στη ζωή μου, ούτε και για το ότι στα νιάτα μου ήμουν αριστερός. Είναι μια ιστορία που ξεκίνησε στα δεκαεπτά και ολοκληρώθηκε στα είκοσι τρία μου. Ήταν τα χρόνια της ύστερης εφηβείας στον μαρξισμό, που, όπως έχω πει, είχε τις απαντήσεις για όλα και δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της επάρκειας.
— Το άλλο για το οποίο σας κατηγορούν είναι το ότι συνδεθήκατε με την περιβόητη νεο-ορθοδοξία.
Μα η ορθοδοξία είναι προέκταση της αριστεράς. Και θεωρώ ότι είναι πολύ φυσικό ένας που κατέχεται από θρησκευτικό πολιτικό πνεύμα να κάνει το επόμενο βήμα και να μεταπηδήσει από το αντίγραφο στο αυθεντικό. Ουσιαστικά, δηλαδή, να ακολουθείς το δόγμα και την αναγκαιότητα να πιστεύεις σε μια ακλόνητη αλήθεια. Αλλά αυτή, φυσικά, είναι μια εφηβική ανάγκη.
— Έχει νόημα η πίστη στις θρησκείες στις μέρες μας;
Η πίστη είναι η ανάγκη του ανθρώπου να μη ζει μέσα στην αμφιβολία. Να πράττει και να αισθάνεται ανεμπόδιστα. Σ΄’ εμάς, συνήθως, η πίστη εξελίσσεται σε μια κατάσταση στην οποία δεν σκεπτόμαστε. Αντιθέτως, η βαθιά πίστη ξεχειλίζει από ερωτήματα. Ένας άνθρωπος που δεν πιστεύει είναι καταθλιπτικός. Άλλωστε, η κατάθλιψη είναι η έλλειψη αυτοπεποίθησεως. Δηλαδή δεν υπάρχει εμπιστοσύνη σε τίποτε. Ο άνθρωπος που ζει πιστεύει, χωρίς να σημαίνει ότι παραδίδει τη σκέψη του κάπου, αλλά είναι ελεύθερος να παραδοθεί.
— Τι σημαίνει ελεύθερος άνθρωπος;
Αυτός που ξέρει πότε να βάζει όρια στη ζωή του.
— Σας τρομάζει ο θάνατος;
Ξέρω ότι το τέλος θα ’ρθει και, ό,τι κάνω, προσπαθώ να το πραγματοποιώ στην προοπτική της ζωής. Ως τότε, ζω.
— Υπάρχουν πολλοί που σας ακολουθούν πιστά και άλλοι που εναντιώνονται σε όσα λέτε κατά καιρούς. Τι απαντάτε;
Πράττουν ορθά όσοι εναντιώνονται, γιατί το χειρότερο για έναν άνθρωπο είναι να είναι οπαδός.
— Από τη διάδραση που έχετε με τον κόσμο, είτε μέσα από την ανάγνωση των βιβλίων σας είτε από τις διαλέξεις, τι εισπράττετε;
Απεργάζομαι την απλότητά μου. Όταν γράφεις μόνο σου, διατρέχεις τον κίνδυνο να συνομιλείς με τις δικές σου παραστάσεις. Όταν αυτό συμβαίνει με άλλους, υποχρεούσαι να συντονιστείς μαζί τους, να σεβαστείς τη σχέση σας και μέσα απ’ αυτήν να μπορέσεις να κριθείς. Διότι, όταν είσαι σύνθετος και απόκοσμος, αυτό δεν επιτυγχάνεται.
— Ευτυχία τι θα πει;
Να έχεις μια ήρεμη σχέση με τον εαυτό σου.
— Αγάπη τι σημαίνει;
Μια βαθιά μορφή ανιδιοτέλειας.
— Τι θεωρείτε σημαντικό στη ζωή;
Να μη μετράς τα πράγματα με βάση τη ροή του χρόνου αλλά με τη σταθερότητα της διάρκειας. Για να μπορείς να διακρίνεις αν κάτι είναι σαθρό ή στέρεο. Η αιωνιότητα είναι αυτή που μετρά. Γι’ αυτό, άλλωστε, οι Αρχαίοι έπαιζαν ταυτόχρονα με τον «χρόνο» και τον «καιρό».
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.