Ο λουκουμάς είναι αγαπημένος σε όλη τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Αν το καλοσκεφτείς, πρόκειται για ένα τηγανητό, στρογγυλό ή σε σχήμα κρίκου ψωμάκι. Μια ταπεινή συνταγή, ένα γλυκό των φτωχών και ένα επιδόρπιο, με την παρασκευή του οποίου μπορούν να πειραματιστούν όλοι. Παρ’ όλα αυτά, λίγοι είναι αυτοί που μπορούν να φτιάξουν καλούς λουκουμάδες. Γι’ αυτό και πολλοί δεν το 'χουν σε τίποτα να κάνουν μεγάλες αποστάσεις για να απολαύσουν έστω μία μερίδα από το αγαπημένο τους γλυκό, όταν βρουν εκείνο το μαγαζί με τη συνταγή που ικανοποιεί τα γούστα τους.
Τα πάντα στον λουκουμά κρίνονται στην πρώτη δαγκωνιά. Το πιρούνι πλησιάζει στο στόμα, η μύτη συμμετέχει στην απόλαυση, τεστάροντας το άρωμα του μελιού, και το κρατς της πρώτης δαγκωνιάς επιβεβαιώνει αν το τηγάνισμα έχει γίνει σωστά και ο λουκουμάς έχει κρατήσει το σιροπόμελο στο εσωτερικό του και την τραγανότητα στην επιφάνεια. Βέβαια, ο λουκουμάς κρίνεται και στη χώνεψη. Όταν είναι καλός, δεν πειράζει και δεν βαραίνει το στομάχι. Τον τρως και δεν σε τρώει. Αν είναι, όμως, τηγανισμένος σε σκάρτα λάδια και χωρίς τέχνη, πέφτει σαν τούβλο στο στομάχι και υποφέρεις μαζί του.
Οι λουκουμάδες του Μπαλατσούρα είναι σαν αφρός στο στόμα και σε κάθε μπουκιά νιώθεις το στόμα σου να γεμίζει γλύκα και μέλι.
Τέτοιες σκέψεις έκανα ένα μεσημέρι που με είχε πιάσει λιγούρα για λουκουμά, αλλά δεν ήξερα αν ήταν καλή ιδέα, γιατί κάπου μέσα μου τον είχα καταχωρίσει ως πιο χειμερινό γλυκό και προσπαθούσα να καταλάβω αν όντως είναι καλή ιδέα να υποκύψω στην επιθυμία μου. Τελικά, ξεκίνησα για το Αιγάλεω και τους Λουκουμάδες του Μπαλατσούρα, που ήξερα ότι ο παππούς του φίλου μου τους προτιμά εδώ και δεκαετίες και μία στο τόσο δεν ξεχνά να τους επισκέπτεται σαν τάμα, ιερή υποχρέωση στον εαυτό του και συνήθεια που ξεπερνά τα πενήντα χρόνια και έχει από καιρό γιορτάσει τη χρυσή της επέτειο.
Μπαλατσούρας. Αν μένεις δυτικά είναι δύσκολο να μην τον ξέρεις. Βρίσκεται χρόνια στην Ιερά Οδό, παλιότερα πάνω στη γωνία με τον πεζόδρομο Γρ. Κυδωνιών και τα τελευταία χρόνια πέντε βήματα πιο μέσα. Ο Γιώργος, που το έχει αναλάβει, είναι η τρίτη γενιά και δείχνει να το πονάει ήδη. Εκείνος φρόντισε για την ανακαίνισή του, δίνοντας νέα πνοή στο κατάστημα. Και, φυσικά, δεν αφήνει μέρα το πόστο του, γιατί, πριν γίνει επιχειρηματίας, φρόντισε, πάνω απ’ όλα, να εκπαιδευτεί και στο τηγάνισμα των λουκουμάδων και σε κάθε άλλο πόστο στο οποίο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμος.
Βέβαια, δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και την ιστορία του μαγαζιού, την οποία ο Γιώργος μάς περιγράφει με συντομία και από αφηγήσεις των παππούδων του: «Το μαγαζί άνοιξε το ’30 από τον παππού μου Γιώργο και τη γιαγιά Κούλα. Σύντομα ένωσε τις δυνάμεις του μαζί τους ο αδερφός του Παναγιώτης με τη γυναίκα του Τασούλα. Τότε, το Αιγάλεω ήταν μια παρθένα περιοχή, με πολλά δάση και βοσκοτόπια. Ο παππούς είχε δικά του κοπάδια που έβοσκαν στην Ιερά Οδό με Θηβών. Λίγα σπίτια, φτωχικά. Αργότερα, με το μπαρουτάδικο αλλά και τις δεκάδες βιοτεχνίες και βιομηχανίες που άνοιξαν στην περιοχή, τα πράγματα άλλαξαν. Το Αιγάλεω, όμως, συνέχισε να κατοικείται από ανθρώπους της βιοπάλης και της εργατιάς. Έτσι, ο παππούς μου αποφάσισε να εκμεταλλευτεί τα πρόβατά του και να αρχίσει να πουλάει γάλα, μυρωδάτο ρυζόγαλο και κρέμες. Για να έχει εγγυημένη πελατεία και να γίνει απαραίτητος στις γειτονιές, φόρτωνε τα προϊόντα του άλλοτε σε καροτσάκι, άλλοτε σε ποδήλατο και άλλοτε σε άμαξα και τριγυρνούσε όλο το Αιγάλεω. Πολύ σύντομα έγινε γνωστός στην περιοχή και τα προϊόντα του ανάρπαστα. Πίσω στο μαγαζί, η γυναίκα του Κούλα δεν εγκατέλειπε ποτέ το πόστο της. Από το 1946, που ξεκίνησε να δουλεύει, η γιαγιά μου έφυγε από το μαγαζί το 2008. Για να την τιμήσουμε, έχουμε τοποθετήσει σε περίοπτη θέση την ποδιά της. Υπέροχη γυναίκα. Δίπλα στον παππού δούλεψαν αργότερα και τα παιδιά του, ο πατέρας μου Ζήσης και τα αδέρφια του Γιάννης και Χρυσούλα. Μετά από κάποια χρόνια μπήκα στην ομάδα κι εγώ, αποφασίζοντας να κρατήσω το μαγαζί και να το βοηθήσω να αποκτήσει και πάλι την παλιά του αίγλη. Και φτάσαμε στο σήμερα, όπου απασχολούνται στο κατάστημα έντεκα εργαζόμενοι και ο κόσμος καθημερινά μας δείχνει την αγάπη του».
Και πώς να μη δείχνουν αγάπη στους λουκουμάδες οι επισκέπτες του μαγαζιού, αφού πραγματικά είναι πολύ νόστιμοι. Με τις βαθιές κατσαρόλες να φιγουράρουν στη βιτρίνα του μαγαζιού, οι ψήστες δεν σταματούν να τηγανίζουν απίστευτες ποσότητες λουκουμάδων καθημερινά. Η συνταγή απλή και ίδια από πάντα: νερό, μαγιά και αλεύρι από μύλους που βρίσκονται στη Θήβα. Σωστές αναλογίες, καλό ζύμωμα, αγάπη και ξεκούραση της ζύμης, για να φουσκώσει και να δώσει τον καλύτερό της εαυτό, και ψήσιμο σε καλό λάδι που το αλλάζεις συχνά, γιατί σέβεσαι και το προϊόν και τον πελάτη σου. Παραγγέλνω μια μερίδα κλασικούς με μέλι και κανέλα και πιάνω ένα τραπεζάκι πάνω στον πεζόδρομο, παρακολουθώντας τους περαστικούς. Το μαγαζί, λουλουδάτο, καθαρό και όμορφο, ομορφαίνει τον δρόμο. Οι λουκουμάδες καταφτάνουν ζεστοί και μοσχοβολιστοί. Πάνω τους μπόλικο σιρόπι από ελληνικό ανθόμελο, κανέλα και ζάχαρη άχνη. Κάνω το «κρατς» μου, δαγκώνοντας τον πρώτο, και αφήνω να βγει εκείνος ο αναστεναγμός ευχαρίστησης που βγαίνει από τον καθένα που τρώει επιτέλους εκείνο που λιγουρεύεται για μέρες. Οι λουκουμάδες του Μπαλατσούρα είναι σαν αφρός στο στόμα και σε κάθε μπουκιά το νιώθεις να γεμίζει γλύκα και μέλι. Μπορείς, βέβαια, να τους απολαύσεις και με πολλούς άλλους τρόπους, π.χ. με πραλίνα φουντουκιού, bueno και λευκή σοκολάτα. Επίσης, υπάρχουν διάφορες γαρνιτούρες για να τους στολίσεις, όπως σουσάμι, καρύδα, φιστίκι Αιγίνης, αμύγδαλο, φουντούκι ή πουράκια και, φυσικά, σου δίνεται η δυνατότητα να προσθέσεις στη μερίδα σου και παγωτό για να ολοκληρώσεις την κραιπάλη και να απογειώσεις την απόλαυση.
Αυτό, όμως, που είναι πραγματική αποκάλυψη στον Μπαλατσούρα είναι τα λουκουμαδάκια του. Ολοστρόγγυλα και σε μέγεθος μικρότερα από ένα κορόμηλο, είναι ό,τι πιο συγκλονιστικό, ζουμερό και υπέροχο μπορείς να απολαύσεις εκεί ή να πάρεις μαζί σου, φεύγοντας, για να συνεχίσεις στο σπίτι την «ασωτία». Το καλύτερο είναι πως αυτοί οι λουκουμάδες τρώγονται αξιοπρεπέστατα και τη δεύτερη μέρα, χωρίς καν να μπεις στον κόπο να τους ζεστάνεις. Εννοείται ότι θα έχουν χάσει μέρος της τραγανότητάς τους αλλά και πάλι διατηρούν μια πιο σκληρή υφή στο εξωτερικό, ενώ μέσα τους πλημμυρίζουν από άφθονο μέλι.
Δίπλα στον Γιώργο βρίσκεται μια εξαιρετική ομάδα που δουλεύει με αγάπη και μεράκι. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε τη Χριστίνα, που βρίσκεται στο μαγαζί τριάντα συναπτά χρόνια, αποτελώντας πια αναπόσπαστο κομμάτι του και μέλος της οικογένειας, αλλά και τη μητέρα του Γιώργου, Δήμητρα, η οποία φτιάχνει εξαιρετικό γλυκό κουταλιού φράουλα και βύσσινο, προσφέροντας μία ακόμη εναλλακτική στην απόλαυση των λουκουμάδων.
Για το τέλος άφησα μια κατηγορία προϊόντων που αγαπώ και σέβομαι ιδιαίτερα. Εννοώ τα προϊόντα γάλακτος, που φτιάχνονται κι αυτά με παραδοσιακές συνταγές του παππού Γιώργου και παραμένουν ατόφια όλα τα χρόνια. Το ρυζόγαλο με το σωστό βρασμένο ρύζι και τη ζάχαρη τόσο-όσο είναι από τα καλύτερα του είδους του και το λέω έχοντας δοκιμάσει άπειρα ρυζόγαλα στη ζωή μου. Το ίδιο και οι κρέμες βανίλια και σοκολάτα. Άνθρωποι που δοκίμασαν τα γιαούρτια του, πρόβειο, κατσικίσιο και αγελαδινό, μίλησαν γι’ αυτά με τα καλύτερα λόγια. Τις ίδιες καλές εντυπώσεις κέρδισε και η μουσταλευριά, που έχει επίσης το κοινό της και στον Μπαλατσούρα μπορείς να τη βρεις όλο τον χρόνο.
Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα σε πιάσει λιγούρα για λουκουμάδες, ξέρεις πού θα πας. Μάλιστα, αν δεν ξέρεις πολύ καλά την περιοχή, κάνε μια βόλτα τριγύρω για να την ανακαλύψεις. Το ίδιο έκανα κι εγώ βρίσκοντας πολλά γαστρονομικά διαμαντάκια. Για έξτρα πληροφορίες, μη διστάσεις να ρωτήσεις τον Γιώργο. Είναι ένας από τους πιο χαμογελαστούς και εξυπηρετικούς ανθρώπους που έχουμε συναντήσει.
Λουκουμάδες Μπαλατσούρα
Γρ. Κυδωνιών 1, Αιγάλεω
Τηλέφωνο: 21 0598 2806
Instagram: loukoumadesbalatsoura1930