ΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ που φέρει αυθεντικά τη σφραγίδα της Νέας Υόρκης με όλες τις δυνατότητες, τις αμφιβολίες και τις συζητήσεις που αυτήν τη στιγμή έχουν ανοίξει στον κόσμο των γραμμάτων στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ, είναι αναμφίβολα η Σίγκριντ Νιούνεζ.
Ακροβατώντας ανάμεσα στη λογοτεχνία και τη δημοσιογραφική καταγραφή, τη δοκιμιακή γραφή και τη μυθοπλασία, η Αμερικανίδα με ρίζες από τον Παναμά και τη Γερμανία συγγραφέας μάς έχει χαρίσει μια σειρά από βιβλία που δεν εντάσσονται σε κατηγορίες αλλά θέτουν τα μεγάλα ερωτήματα: αξίζει να είναι κανείς συγγραφέας σήμερα, άνδρας και κυρίως γυναίκα, όταν δεσπόζει η κατάρα του εφήμερου και ο δαίμονας των ευπώλητων; Πόσο, αλήθεια, μπορεί να τα βάλει μια γυναίκα με την πανίσχυρη μορφή του καταραμένου άνδρα συγγραφέα; Τι σημαίνει γραφή, είναι χάρισμα ή συνεχίζει να είναι μια οικειοθελής αυτοκτονία όπως επιμένουν να την ορίζουν οι περισσότεροι συγγραφείς;
Όλα αυτά τα ερωτήματα μένουν ανοιχτά στον πολυδιάστατο και πολυβραβευμένο, μεταξύ άλλων με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας ΗΠΑ το 2018, Φίλο, που έχουμε την τύχη να διαβάζουμε πλέον στα ελληνικά, καθώς κυκλοφορεί στη σειρά της Aldina των εκδόσεων Gutenberg, σε ακριβή μετάφραση του Γιώργου Λαμπράκου.
Απατώντας χαρακτηριστικά στις συμβουλές του μπεστ-σέλερ συγγραφέα Πάτερσον, ο οποίος επιμένει ότι τα βιβλία πρέπει να έχουν αρραγή αφήγηση και ιστορία, η πρωταγωνίστρια-συγγραφέας καταθέτει τελικά ένα βιβλίο χωρίς κεντρική υπόθεση, αποσπασματικό και πολύτροπο, γεμάτο από φράσεις διαφόρων σπουδαίων ομοτέχνων της, με τους οποίους έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση ή σύμπνοια.
Γραμμένο με τον αιχμηρό και αδιόρατα ειρωνικό τρόπο της πρόζας της Τζόαν Ντίντιον, η οποία κατά κάποιον τρόπο υπήρξε, εκτός από φίλη, και πνευματικός μέντορας της Σίγκριντ Νιούνεζ, το βιβλίο δεν εισέπραξε τυχαία επαίνους, προκαλώντας άπειρες συζητήσεις μεταξύ των ομοτέχνων. Αφορμή, άλλωστε, για τη συγγραφή του Φίλου, όπως ακριβώς και για δύο κεντρικά βιβλία της Ντίντιον, είναι το πένθος, αφού η συγγραφέας-πρωταγωνίστρια υποτίθεται ότι ξεκινά να γράφει ύστερα από την αυτοκτονία του καλύτερού της φίλου, κρυφού καταφανώς έρωτα και εραστή για μια βραδιά, γοητευτικού καθηγητή και επίσης συγγραφέα, στον οποίο απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο, ταυτίζοντας έτσι την αφήγηση με την προσωπική εξομολόγηση.
Οι εσωτερικές σκέψεις, μαζί και ένα αίσθημα ενοχής, που ανάγκασαν την πρωταγωνίστρια του βιβλίου όχι μόνο να έρθει σε επαφή με την τελευταία σύζυγο του αποθανόντος φίλου της αλλά και να υιοθετήσει, αν και γατόφιλη, το επιβλητικό σκυλί του, που φέρει το όνομα «Απόλλων» ‒άλλη μια ειρωνική, χιουμοριστική παράφραση για ένα άσχημο, αλλά αξιαγάπητο, όπως μάλλον και η ίδια, πλάσμα‒, παρατίθενται και αποκαλύπτονται de profundis και χωρίς στεγανά.
Τα ελαττώματά της και οι ελλείψεις της καταγράφονται με κάθε λεπτομέρεια, όπως αντίστοιχα αποκαλύπτονται και οι αδυναμίες, φτάνοντας στο σημείο της απομυθοποίησης του συγγραφικού επαγγέλματος. «Δεν είναι επάγγελμα αλλά ένα κάλεσμα της δυστυχίας» γράφει η Νιούνεζ, αναγκάζοντας την ηρωίδα της να παραθέσει, πλην όμως για να αποδομήσει, τη διάσημη ρήση του Ζορζ Σιμενόν.
Η αναφορά διόλου τυχαία, όπως και οι πλείστες παραπομπές-ρήσεις στους κυρίαρχους άνδρες συγγραφείς, τους οποίους φροντίζει να απομυθοποιήσει με υποδόρια έξυπνο τρόπο, σπεύδοντας καταρχάς να «σκοτώσει» συμβολικά τον πρωταγωνιστή της ιστορίας της, τον άνθρωπο που επηρέασε, όσο κανείς, τη συγγραφική της πορεία.
«Τώρα είναι απλώς άλλο ένα νεκρό λευκό αρσενικό» γράφει κάποια στιγμή για τον άλλοτε μέντορά της, χαράζοντας τη γραμμή που διαχωρίζει τη δική του αλλοτινή παντοδυναμία από τη δική της πένθιμη, φοβισμένη και κάπως αμφίβολη γλώσσα, η οποία αρχίζει σταδιακά να βγαίνει στο προσκήνιο. Μέχρι να τελειώσει το βιβλίο η εξομολογητική, δευτεροπρόσωπη απεύθυνση προς τον άλλοτε κραταιό φίλο και κρυφό της έρωτα, για τον οποίο πενθεί όσο καμία από τις τρεις συζύγους του, μετατρέπεται σε ένα δυναμικό μανιφέστο για τις γυναίκες που μπορούν να βρουν τη δύναμη, όπως η Βιρτζίνια Γουλφ, να γράψουν το δικό τους βιβλίο, στο δικό τους δωμάτιο.
Παρέα με τον Απόλλωνα, τον τεράστιο μολοσσό που σε κάποια στιγμή παράξενης λύσσας σχίζει το βιβλίο του Κνάουσγκορντ ‒εννοείται, διόλου τυχαία κίνηση και αναφορά‒, σε ένα αντίστοιχα μικρό σπίτι και μικρό δωμάτιο, γράφει το δικό της τεράστιο γράμμα-μυθιστόρημα, όπως έκανε η Φλάνερι Ο’Κόνορ στην Α, κάνοντας κομμάτια τους άνδρες συγγραφείς φιλόδοξων μπεστ-σέλερ και αυτοαναφορικών αυτοβιογραφιών.
Απατώντας χαρακτηριστικά στις συμβουλές του μπεστ-σέλερ συγγραφέα Πάτερσον, ο οποίος επιμένει ότι τα βιβλία πρέπει να έχουν αρραγή αφήγηση και ιστορία, η πρωταγωνίστρια-συγγραφέας καταθέτει τελικά ένα βιβλίο χωρίς κεντρική υπόθεση, αποσπασματικό και πολύτροπο, γεμάτο από φράσεις διαφόρων σπουδαίων ομοτέχνων της, με τους οποίους έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση ή σύμπνοια.
Πρότυπό της και κεντρική, εν προκειμένω, επιρροή φαίνεται να είναι παραδόξως το βιβλίο ενός άνδρα, Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κίχλη, σε εξαίρετη μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη), στο οποίο κατεξοχήν αναφέρεται και απ’ όπου αφορμάται ώστε να καταθέσει αυτό το πολυπρόσωπο εσωτερικό σημειωματάριο.
Σίγουρα όμως η Νιούνεζ δεν μένει εδώ, στόχος της είναι να αποδομήσει, με τα συγγραφικά εργαλεία της παρατήρησης και της βαθιάς επισκόπησης, την αλλοτινή κραταιά θέση του επιβλητικού άνδρα-συγγραφέα ‒βλέπε Χέμινγουεϊ‒, την οποία φαίνεται να ασπάζεται ο αυτόχειρας φίλος της, ότι η συγγραφή οφείλει να αντιστοιχεί σε έναν μεστό, γεμάτο από περιπέτειες βίο. Έμπλεος εμπειριών, ο αυτόχειρας μέντοράς της, στον οποίο απευθύνεται με το βιβλίο της, δεν έπαψε στιγμή να υποστηρίζει την άκρατη δύναμη του flâneur, όπως και ενός ελευθεριακού βίου, που του επέτρεπε όχι μόνο να έχει πολλές ερωμένες αλλά και να αποπλανά φοιτήτριες, κάτι που δείχνει να εκθέτει εν είδει παλαιού συγγραφικού κοσμολογικού μοντέλου η αφηγήτρια.
Οικειοποιούμενος, εν προκειμένω, τα διδάγματα του Στάινερ για την ερωτική υφή της διδασκαλίας, ο άλλοτε γοητευτικός καθηγητής επέμενε να δοκιμάζει και σαρκικά τις φοιτήτριές του, όπως είχε κάνει κάποτε και με την ίδια. Ο καταραμένος ερωτύλος καθηγητής, δυναμικός συγγραφέας, flâneur και πότης, που προβαίνει στο απονενοημένο διάβημα, επειδή δεν κατέκτησε την απόλυτη δημιουργία και έπαψε να βιώνει τον αχαλίνωτο έρωτα, είναι το κεντρικό μοτίβο, το οποίο τελικά αποδομεί η πρωταγωνίστρια της Νιούνεζ. Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε, επιμένει να υποστηρίζει, ξέροντας ότι εκείνη τη στιγμή εγγράφει ένα νέο κεφάλαιο στη δυναμική του μυθιστορήματος.
Επομένως, όσο σπαραχτική και αν είναι για την ίδια η απώλεια, ουσιαστικά ισοδυναμεί με μια κίνηση εξίσου απελευθερωτική, καθώς επανεξετάζει εκ βάθρων τα πράγματα μέσα από την αποσιωπημένη γραφή μιας γυναίκας που, όπως και τα πλείστα περιστατικά στα οποία αναφέρεται, τελούσε για χρόνια σε αφωνία. Συμπαραστάτης της ο μεγάλος σκύλος, ο Δανός Απόλλων και ένα αθώο βλέμμα που, όπως στον Ρίλκε, αρχίζει να δίνει μορφή στα πράγματα μέσω της γλώσσας.
Τέρμα πια με τις καταραμένες επιβλητικές παρουσίες, σειρά έχει η αθώα τρομακτική δύναμη των ανυπεράσπιστων πλασμάτων, όπως αυτή του άκακου κατά τα άλλα μολοσσού, που, όπως η ίδια, που δεν έχουν συναίσθηση της δύναμής τους αλλά μπορούν ανά πάσα στιγμή να μετατραπούν σε φιλόδοξους Φρανκενστάιν: «Η αθωότητα είναι κάτι μέσα από το οποίο περνάμε εμείς οι άνθρωποι και μετά το αφήνουμε πίσω, αδυνατώντας να επανέλθουμε σ’ αυτό» τονίζει με τον τρόπο της και αυτό προσπαθεί να κάνει, συγγράφοντας αυτό το γοητευτικά ύπουλο μυθιστόρημα. «Γιατί να ζει ο σκύλος, τ’ άλογο κι ο αρουραίος, κι εσύ να μην έχεις πνοή;» αναρωτιέται κάποια στιγμή η ηρωίδα, παραπέμποντας στον Βασιλιά Ληρ, μόνο που, εν προκειμένω, δεν φαίνεται να απευθύνεται τόσο στον απελθόντα φίλο της αλλά στον ίδιο της τον εαυτό.
Όσο για τον αινιγματικό τίτλο του βιβλίου Ο φίλος, μάλλον αυτός είναι, τελικά, ο φανταστικός συνοδοιπόρος που εκείνη επιλέγει ανάμεσα στα άλλα επινοημένα ή πραγματικά πλάσματα ‒ δεν έχει σημασία. Αρκεί αυτό να μπορεί να της δίνει πνοή, όπως της έδωσαν αντίστοιχα άλλες φίλες, όπως η Γουλφ ή η Αλεξίεβιτς, με την οποία κλείνει το βιβλίο, επιστρέφοντας εκεί απ’ όπου ξεκίνησε.
«Με άλλα λόγια, το μυαλό των γυναικών, αναγκασμένο να υποστεί τόσο τρόμο και ανίκανο να δεχτεί κι άλλον, είχε κατορθώσει να σβήσει τα φώτα». Αυτά ανάβει τώρα ξανά η Νιούνεζ με τον δικό της, φανταστικό Φίλο.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.