Μπορεί να περιμένετε υπομονετικά στη στάση το αστικό λεωφορείο που έχει αργήσει, με την άσφαλτο να καίει στα πόδια σας. Μπορεί να περπατάτε με ένα σουβλάκι στο χέρι, κοιτώντας αμέριμνοι δεξιά και αριστερά, ή να διασχίζετε, όπως κάθε πρωί, τον ίδιο δρόμο για να πάτε στη δουλειά σας, μετρώντας τα πλακάκια στο πεζοδρόμιο. Τη στιγμή εκείνη, είστε κομμάτι της πόλης σας. Όπως ήταν και εκείνος ο άνθρωπος που μερικές δεκαετίες πριν έπεσε από μια σφαίρα στο μέρος όπου κοντοστέκεστε, η κατάσκοπος που τράπηκε σε φυγή όταν την ανακάλυψαν στο τετράγωνο όπου μένετε ή ο ναός στον οποίο πριν από διακόσια χρόνια κλειδαμπαρώθηκαν μέχρι θανάτου γυναικόπαιδα και γέροι και τον οποίο έχετε δει τόσες φορές, που δεν του δίνετε πια σημασία. Η τραγωδία και ο θάνατος είναι κομμάτια της ιστορίας και η ιστορία αποτυπώνεται στις πτυχές μιας πόλης, ακόμα κι αν εμείς δεν έχουμε την παραμικρή ιδέα για τον τρόπο που το κάνει.
Διαβάζοντας το «Οδοιπορικό Θεσσαλονίκης – Περπάτημα στην πόλη αλλιώς» από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, νιώθεις άβολα. Μαθαίνοντας για τις ιστορίες που συνέβησαν εκεί απ’ όπου σήμερα περνάς ανυποψίαστος, ανακαλύπτεις ξανά κομμάτια της Θεσσαλονίκης που νόμιζες ότι ξέρεις επειδή απλώς τα ζεις σήμερα με τον τρόπο σου. Ο Σάκης Σερέφας είναι από τους ανθρώπους εκείνους που την ερευνούν και τη μελετούν όσο ελάχιστοι. Μέσα από την ποίηση, τα θεατρικά και τα πεζογραφήματά του περνάει από διάφορες φόρμες, «γεννώντας» το ένα έργο μετά το άλλο και συγκεντρώνοντας βραβεία μέσα από μια διαδρομή χρόνων, με τελευταίο σταθμό ένα «περπάτημα» που διαφέρει από τα προηγούμενα. Πολυσυλλεκτικό, με αφηγήσεις για σύμβολα της πόλης από τον Λευκό Πύργο μέχρι το Γεντί Κουλέ και από τη Ροτόντα μέχρι όσα μπορεί να κουβαλάει μια τηγανητή πατάτα, περνάει από συνειρμούς που παίζουν συνεχώς με τον αναγνώστη και δημιουργεί την αίσθηση της οικειότητας και ταυτόχρονα τη «φαγούρα» που νιώθει κανείς όταν ανακαλύπτει κάτι που μέχρι πρότινος δεν φανταζόταν.
— Ποια ήταν η αφορμή για τη συγγραφή ενός ακόμη βιβλίου για τη Θεσσαλονίκη; Σε ποιον βαθμό διαφοροποιήθηκε ο τρόπος που προσεγγίσατε το υλικό γι’ αυτό σε σχέση με όσα έργα έχετε δημιουργήσει στο παρελθόν για την πόλη;
Η αφορμή ξεκίνησε από τα πόδια και ανέβηκε στο κεφάλι. Έρχονταν φίλοι από άλλες πόλεις ή χώρες και μου ζητούσαν να κάνουμε μια γύρα την πόλη να τη δουν. Είναι λίγο αμήχανο και άχαρο αυτό, έτσι; Τι να τους δείξεις; Από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις; Τι να δουν που να μην το έχουν οι τουριστικοί οδηγοί, έντυποι και διαδικτυακοί; Φαινόταν πολύ βαρετή, προπάντων σ’ εμένα, μια τέτοια ξενάγηση. Οπότε άρχισα να σκαρώνω σενάρια για την πόλη. Θεματικά σενάρια. Για παράδειγμα: η Θεσσαλονίκη της μεγάλης φωτιάς του 1917, των πολιτικών δολοφονιών, των μεγάλων εγκλημάτων, του παρακράτους, των πετρωμάτων, των δέντρων, των αδέσποτων σκύλων, των φαντασμάτων, της τηγανητής πατάτας, και άλλα τέτοια. Έτσι προέκυψε η ιδέα του βιβλίου, το οποίο είναι πολυσυλλεκτικό ως προς τη θεματολογία του, ενώ τα προηγούμενά μου ήταν κυρίως μονοθεματικά.
Την πόλη, για να την περπατήσεις και να τη ζήσεις, πρέπει πρώτα να την επινοήσεις, να τη σκηνοθετήσεις. Κι ύστερα να περιπλανηθείς σε αυτήν, να ψιλοαλητέψεις, αφού η λέξη «αλητεία» κατάγεται από την αρχαία «αλάομαι», δηλαδή περιπλανιέμαι.
— Ποιες παιδικές αναμνήσεις σας από την πόλη ξεχωρίζετε;
Τα κάρα που περνούσαν από την Εγνατία και την ευωδιά από τις σβουνιές πάνω στην άσφαλτο, που πολύ απολαμβάνω τη μυρωδιά τους ακόμα, όταν τη βρίσκω. Τις κληρώσεις λαχνών που γίνονταν μέσα στα καραβάκια που μας πήγαιναν για μπάνιο στην Περαία και είχαν για δώρο κάτι τσιπουράκλες και κάτι έξτρα λαρτζ φαγκριά, όλα αλανιάρικα, σκεπασμένα με αμπελόφυλλα πάνω στον πάγο μέσα σε κάτι πλεχτά πανέρια. Το πέταγμα του αετού στο Πανόραμα και το βουτυράτο πεϊνιρλί μετά στα Αστέρια. Τα τανκς πίσω από το ιερό της Αγια-Σοφιάς την ημέρα του πραξικοπήματος. Και η ανυπομονησία μου να ξεφορτωθώ την παιδική ηλικία, που τη ζούσα συνειδητά ως αγγαρεία και δεν τη νοσταλγώ καθόλου, όπως ούτε κι εκείνη τη μουντή Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του εξήντα.
— Θεωρείτε ότι, αντιλαμβανόμενος κάποιος μια τραγική πραγματικότητα για την πόλη, που υπάρχει κάτω από την επιφάνεια, μπαίνει σε μια άβολη κατάσταση τη στιγμή της συνειδητοποίησης; Κατά πόσο αποτελεί ζητούμενο για εσάς, στο έργο σας γενικά και στο «Οδοιπορικό Θεσσαλονίκης» συγκεκριμένα, το συναίσθημα αυτό του αναγνώστη;
Σωστά το λέτε, σκοπός του βιβλίου είναι να κάνω τον χρήστη της πόλης να ξεβολευτεί κάπως, να αντιληφθεί πως κάθε πόλη έχει κρυμμένα ύφαλα που την κάνουν ενδιαφέρουσα με άλλο τρόπο, πέρα από τα κλισέ της. Κι όταν μια πόλη όπως η Θεσσαλονίκη έχει συνεχή εγκατοίκηση ως μεγαλούπολη και όχι ως πόλισμα περίπου είκοσι τρεις αιώνες, φαινόμενο σπανιότατο για τα παγκόσμια δεδομένα, τότε καταλαβαίνετε πως το υπέδαφός της, κυριολεκτικά και μεταφορικά, κρύβει πολύ πράμα. Δεν είναι παιδότοποι οι πόλεις, νταμάρια είναι. Νταμάρια ζώσας μνήμης. Δείτε τι γίνεται με την υπόθεση των ευρημάτων στον υπό κατασκευή σταθμό του μετρό στην οδό Βενιζέλου. Τον αντιμετωπίζουν ως παιδότοπο τον χώρο. Θα κατέβουν με τα κουβαδάκια τους για να τα αποσπάσουν και να τα μεταφέρουν αλλού κι ύστερα, λέει το παραμύθι, θα τα συναρμολογήσουν, θαρρείς και είναι lego, και θα τα ξαναβάλουν στη θέση τους, σαν να μην έγινε τίποτα. Διότι εδώ δεν πρόκειται για την απόσπαση και την επανασύνθεση ενός μνημείου αλλά ενός ολόκληρου αστικού τοπίου. Κι ας έχουν να αντιμετωπίσουν τη διεθνή κατακραυγή των αρχαιολόγων, τους οποίους αποκαλούν «παραπλανημένους» στις ανακοινώσεις τους. Ποιοι; Οι σοφές κεφαλές της κατασκευαστικής εταιρείας, καθώς και οι ιλουμινάτοι του υπουργείου Πολιτισμού! Κι ας μη σχολιάσω τη στάση του μογιλάλου, στο ζήτημα αυτό, δημάρχου της πόλης.
— Έχουμε συχνά την ψευδαίσθηση ότι, μελετώντας μια πόλη, μαθαίνουμε την αλήθεια της, όμως μαθαίνουμε μερικές εκδοχές της. Συμφωνείτε πως κάθε εποχή δημιουργεί τελικά τις δικές της;
Βεβαιότατα και συμφωνώ. Το ζήτημα είναι ποιος μεθοδεύει και αφηγείται την εκάστοτε εκδοχή για την ιστορία της πόλης. Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης, μέχρι πρόσφατα οι κύριοι αφηγητές ήταν αυτοί που είχαν το πάνω χέρι, δηλαδή η δεξιά εξουσία, με τα εντόπια μπουμπούκια της, και η Εκκλησία. Αυτοί οι δύο σφιχταγκαλιασμένοι πόλοι δημιούργησαν μεταπολεμικά το αφήγημα της πόλης. Χριστιανική και εθνικόφρων. Μπείτε στα αστικά λεωφορεία και ακούστε την εκφώνηση των στάσεων: «Στάση Αγία Σοφία, στάση Άγιος Δημήτριος, στάση Αγία Παρασκευή, στάση Άγιος Ελευθέριος, στάση Μεταμόρφωση του Σωτήρος, στάση Αγίων Πάντων, στάση Αγία Κυριακή, στάση Άγιος Νικόλαος, στάση Αγία Τριάδα, στάση Παναγία Φανερωμένη, στάση Αγία Βαρβάρα, στάση Κοσμά Αιτωλού, στάση Άγιος Νικόλαος, στάση Αγία Αικατερίνη, στάση Παΐσιου μοναχού, στάση Λαοδηγήτριας, στάση Άγιοι Ανάργυροι». Δεν σας λέει κάτι αυτό για τη βαριά σκιά των εκκλησιαστικών, παραεκκλησιαστικών και αθωνίτικων κύκλων πάνω στην πόλη; Και είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου, όποιος ζει εδώ ξέρει τι δύναμη έχει το ράσο. Μέχρι πριν από μια δεκαετία περίπου η αποσιώπηση της παμπάλαιας εβραϊκής παρουσίας στην πόλη ήταν εκκωφαντική, με τον Μπουτάρη άρχισε να αλλάζει αυτό. Οι δωσίλογοι και οι ούλτρα πατριώτες γόνοι τους είναι αυτοί που κινούσαν εν πολλοίς τα νήματα της τοπικής εξουσίας, ακόμη και στον χώρο του πανεπιστημίου, αρκεί να δει κανείς τα πολιτικά εγκλήματα που έγιναν στην πόλη.
Άλλος ένας από τους πολλούς πομπούς αφήγησης για την πόλη είναι τα έντυπα. Στη δεκαετία του ογδόντα καλλιέργησαν τον μύθο της ερωτικής πόλης που ξεσαλώνει αδιάκοπα. Να σας διαβάσω μέσα από το βιβλίο μια φράση που βρήκα σε ένα έντυπο; «Η ατελείωτη αλυσίδα γνωριμιών στην πόλη μπορεί να εξελιχθεί σε ένα μεγάλο κρεβάτι, όπου η κλειστή κοινωνία της πόλης μπλέκεται σε ένα τεράστιο όργιο». Ευτυχώς που δεν ανήκω στην κλειστή κοινωνία και δεν με βρήκε καμιά αδέσποτη...
— Στο βιβλίο αναφέρετε πως «κάθε πόλη έχει κρυμμένα αίματα στις πιο κοινόχρηστες γωνιές της». Ο θάνατος είναι βασικό στοιχείο του βιβλίου. Θεωρείτε ότι μέσα από την αφήγηση των εκάστοτε συνθηκών στις οποίες αυτός συνέβαινε μπορεί να γίνει όχημα μιας εκ νέου ανακάλυψης της πόλης;
Η χρήση του μοτίβου του θανάτου στη συγκρότηση μιας αφήγησης για την πόλη πρέπει να είναι πολύ οικονομημένη και στοχευμένη. Η θανατίλα πουλάει γενικώς και αρέσει, οπότε χρειάζεται προσοχή. Τι έχει να αφηγηθεί ένας τόπος θανατικού στον διαβάτη; Πώς συνδέεται με την ιστορία της πόλης και της χώρας; Τι φανερώνει για την κοινωνία και την εποχή στην οποία συνέβη; Τα τοπόσημα του θανάτου είναι ένας υπομνηματισμός στην ιστορία της πόλης. Σε άλλες πόλεις, στο εξωτερικό, σημαίνονται με ειδικές πινακίδες, τις έχω δει με τα μάτια μου. Σε έναν δρόμο στο Παρίσι, στο 11ο διαμέρισμα, μπρος από τη φυλακή που υπήρχε μέχρι τα 1900 εκεί, την Γκραν Ροκέτ, διασώζονται πάνω στην άσφαλτο τρία αποτυπώματα από τις βάσεις στις οποίες στηριζόταν η γκιλοτίνα. Και όποτε περνούν νέα άσφαλτο, φροντίζουν να μη τα σκεπάσουν! Ας το εννοήσουμε καλά λοιπόν. Τα πεζοδρόμια είναι αιματοβαμμένα. Οι πολυκατοικίες της Τσιμισκή, της Αναλήψεως, της Γραβιάς ήταν κολαστήρια της Γκεστάπο, μαρτύρησε κοσμάκης εκεί όπου τώρα στεγάζονται ωδεία και συμβολαιογραφικά γραφεία. Πώς μπορείς να τα προσπεράσεις ανέμελα όλα αυτά για να πας να φας το μυδοπίλαφό σου στην ταβέρνα;
— Ο Λευκός Πύργος, εκτός από σύμβολο της πόλης που θαυμάζουν καθημερινά οι κάτοικοι, κουβαλάει και σκοτεινές πτυχές. Ποιες είναι αυτές με βάση το βιβλίο;
Η πόλη έχει διαλέξει για σύμβολό της έναν θανατόπυργο. Τυχαία; Κάθε φορά που ανεβαίνω εκεί πάνω, στον εξώστη του, στέκομαι και παρατηρώ τους επισκέπτες που στήνονται στις επάλξεις του για να βγουν μια σέλφι με φόντο την πόλη ή το λιμάνι. Ούτε που τους περνάει από το μυαλό πως στις ίδιες ακριβώς επάλξεις έστηναν τα κεφάλια των καταδικασμένων οι γενίτσαροι, τα οποία λίγο μετά έπεφταν κομμένα κατά μήκος του πύργου, πιτσιλώντας με αίμα τα ντουβάρια. Ή πως από το ίδιο σημείο, προς τη μεριά που έχει θέα στο λιμάνι, σημειώθηκε ανεξήγητη συρροή αυτοκτονιών με πτώση, στις αρχές τις δεκαετίας του 1960, με αποτέλεσμα να αποκλειστεί για ένα διάστημα η πρόσβαση στον εξώστη. Ή πως στην Τουρκοκρατία οι κρατούμενοι στη φυλακή του Λευκού Πύργου διατάσσονταν, εν είδει καψονιού, να κάνουν τουμπεκί με έναν κόπανο, ένα τουμπέκι, τα ίδια τους τα περιττώματα, αφού πρώτα τα αποξήραιναν, μέχρι αυτά να γίνουν σκόνη. Δεν αποτελούν όλα αυτά δείκτες μιας εποχής και των αντιλήψεών της;
Το ζητούμενο, λοιπόν, με το κάθε μνημείο είναι να επιλέξεις και να μοντάρεις εκείνα τα στοιχεία του που είναι χρήσιμα για να στήσεις μια ενδιαφέρουσα ιστορία γι’ αυτό, ώστε να μπαίνει ο άλλος μέσα του και να παραμυθιάζεται ακαριαία. Να σας αναφέρω ακόμη ένα παράδειγμα γι’ αυτό που λέω; Η Ροτόντα. Συναρπαστικό κτίσμα, και απ’ έξω και από μέσα. Ασύλληπτα τα ψηφιδωτά της, ιδιαίτερα οι γυμνές πατούσες των αγγέλων, που τις χαζεύω με τις ώρες όταν πηγαίνω εκεί. Όμως, αν σας πω ότι μερικές από αυτές τις ψηφίδες, έτσι όπως ξεκολλούσαν κι έπεφταν κάτω, έσκυψε και τις μάζεψε και τις πήρε μαζί του ο γνωστός Χέρμαν Μέλβιλ στα 1856, όπως αναφέρει στο ημερολόγιό του, τότε να είστε σίγουρος ότι αυτά τα ψηφιδωτά θα τα δείτε με άλλο μάτι, γιατί μπορεί να αρχίσετε να σκέφτεστε, όπως κι εγώ, ότι ίσως τις είχε φυλαγμένες μέσα στο συρτάρι του γραφείου του αυτές τις ψηφίδες όταν έγραφε τον κολοσσιαίο «Μόμπι Ντικ». Δηλαδή το μνημείο θα αρχίσει να εκπέμπει ιστορίες μέσα σας. Γι’ αυτό και τα παραθέτω όλα αυτά στο βιβλίο μου, για υλικό ιστοριών που μπορεί να επινοήσει ο αναγνώστης για την πόλη.
— Ο πόνος του κολαστηρίου του Γεντί Κουλέ αναφέρετε ότι «δεν είναι αξιοθέατος, δεν εξαργυρώνει διατριβές». Πώς επιβιώνει αυτός στην ανθρώπινη μνήμη μέχρι σήμερα;
Μέσα στα κελιά και στο προαύλιο της πρώην φυλακής του Γεντί Κουλέ, του Επταπυργίου, έχει γραφτεί όλη η ιστορία, η πολιτική και κοινωνική, της Ελλάδας κατά τον εικοστό αιώνα: Τουρκοκρατία, ληστές των ορέων, δικτατορία Μεταξά, Κατοχή, Εμφύλιος, χούντα. Σήμερα ο επισκέπτης αυτής της πιο απάνθρωπης φυλακής που λειτούργησε ποτέ στην Ελλάδα δεν έχει την κατάλληλη υποβοήθηση, το οπτικοακουστικό υλικό, ώστε να αντιληφθεί πού μπαίνει όταν περνά την πύλη της, τι θηριωδίες έχουν συμβεί εκεί, πόση κτηνωδία πότισε τα ντουβάρια. Για άλλη μια φορά πρέπει να αναζητήσεις μονάχος σου τα αφανή ίχνη στον χώρο τριγύρω. Έτσι, όταν βρίσκομαι εκεί πάνω συνοδεύοντας κάποιον επισκέπτη φίλο μου του δείχνω τα κελιά της απομόνωσης, έπειτα τη βρύση σε μια γωνιά και κατόπιν παίρνουμε τα πόδια μας και βαδίζουμε κάνα-δυο χιλιόμετρα βορειότερα, μέχρι τον συνοικισμό του Ροδοχωρίου. Του δείχνω τον χώρο όπου γίνονταν συνήθως οι εκτελέσεις των πάμπολλων καταδικασμένων, πάνω στον οποίο έχουν κτιστεί πολυκατοικίες σήμερα, κι ύστερα του εξηγώ πως στη βρύση που είδε πριν έπλεναν το πρόσωπό τους οι μελλοθάνατοι πριν τους φορτώσουν στα καμιόνια. Κοίτα, του λέω, κοίτα την πόλη κάτω, τα σπίτια, τη θάλασσα, τον Όλυμπο στο βάθος, αυτό ήταν το τελευταίο βλέμμα τους στη ζωή. Το ξαναλέω. Η μνήμη επιβιώνει όχι με τη βιβλιογραφία αλλά με το βιωμένο περπάτημα, το «λοξό» περπάτημα στην πόλη.
Το ίδιο ισχύει και με ένα άλλο μνημείο που ούτε που το πιάνει το μάτι σου, έτσι χωστό που είναι. Πρόκειται για την εκκλησία του Αγίου Αντωνίου, λίγο πιο πέρα από το Σιντριβάνι. Μπαίνεις μέσα κι αν δεν ξέρεις, νομίζεις ότι βλέπεις άλλη μια εκκλησία. Όμως όχι, πρέπει πάλι κάποιος να σου υποδείξει να εστιάσεις στα κρυμμένα της ύφαλα. Στους χαλκάδες που είναι πακτωμένοι πάνω στο τέμπλο. Μέχρι πριν από έναν αιώνα περίπου από τον καθένα από τους χαλκάδες αυτούς ξεκινούσε μια αλυσίδα, η οποία κατέληγε σε έναν μεταλλικό λαιμοδέτη. Ο λαιμοδέτης αυτός ήταν περασμένος στον λαιμό κάποιου ανθρώπου. Σήμερα τους αποκαλούμε «άτομα με ψυχικές νόσους και διαταραχές», τότε τους λέγαν απλώς τρελούς. Τους έφερναν οι συγγενείς τους στον ναό, οι χειριστές του ναού τους αλυσόδεναν εκεί και προσπαθούσαν να τους κάνουν να γιάνουν, εφαρμόζοντας τη μέθοδο ξύλο, βρομόξυλο κι άλλο ξύλο, σωστό σουλτάν μερεμέτ, με αποτέλεσμα οι κραυγές τους να αντηχούν σε όλη τη γειτονιά. Αυτή η πόλη είναι που με ενδιαφέρει εμένα, αυτήν θέλω να ανακαλύψει κάποιος με το βιβλίο και τα πόδια του. Την άλλη μπορεί να τη βρει στη βικιπαίδεια και στους τουριστικούς οδηγούς.
— Όσον αφορά τα «αποτυπώματα» που αφήνουμε στην πόλη με μορφή γραφημάτων, από τους εργάτες στο Μπεζεστένι μέχρι μια φράση ερωτευμένων, θεωρείτε ότι εκδηλώνεται η ανάγκη να κάνουμε «αιώνια» τη στιγμή, ορατό ένα συναίσθημα ή την πράξη μας στην πόλη;
Μια απλή βόλτα σε ένα οποιοδήποτε οργανωμένο οικιστικό σύνολο ανά τον κόσμο, είτε πρόκειται για μεγαλούπολη είτε για έναν απλό παραθαλάσσιο παραθεριστικό οικισμό, φανερώνει πως είμαστε πλάσματα εμείς οι άνθρωποι που θέλουμε συνεχώς να αφήνουμε τα ίχνη μας τριγύρω. Στην Αγια-Σοφιά στην Κωνσταντινούπολη, αιφνιδιασμένος και απροετοίμαστος, είδα και φωτογράφισα τα χαράγματα των σταυροφόρων πάνω στη μαρμάρινη κουπαστή της σκάλας που ανεβάζει στον εξώστη. Από τα αποτυπώματα της παλάμης των προϊστορικών ανθρώπων πάνω στους βράχους, έτσι όπως σώζονται σε διάφορα σπήλαια ανά τον κόσμο, μέχρι τον πιτσιρικά που σχεδιάζει tags στα ντουβάρια της γειτονιάς του, αφήνουμε συνεχώς ίχνη του περάσματός μας από τον χώρο στον οποίο ζούμε και κινούμαστε, σαν τα σκυλιά που ουρούν στις κολόνες της ΔΕΗ για να οριοθετήσουν με τη μυρωδιά τους τον ζωτικό τους χώρο. Συνεπώς, δεν θα μπορούσε να απουσιάζει ένα σχετικό κεφάλαιο από το βιβλίο μου.
Το παράδειγμα με τους μαστόρους που μερεμέτισαν κατά καιρούς τους μολυβδοσκέπαστους τρούλους από το Μπεζεστένι, από τα 1786 ήδη, είναι πολύ χαρακτηριστικό. Αφού ολοκλήρωναν τη δουλειά τους οι άνθρωποι, σκάλιζαν με τα εργαλεία τους και ένα αναμνηστικό γράφημα, είτε ένα σκίτσο που σχετιζόταν με τη δουλειά τους, ένα σφυρί για παράδειγμα, είτε το όνομά τους, όπως το «Αμπντουραχάν Αγάς», είτε μια φράση όπως «Όταν θα διαβάζεις αυτήν τη γραφή, ας είναι οι τρούλοι αυτοί ορθοί μπροστά σου». Αλλά το ίδιο έκαναν αιώνες πριν και οι εργάτες που οικοδόμησαν τον Ιππόδρομο της Θεσσαλονίκης, όταν σκάλιζαν πάνω στα μάρμαρα τα ονόματά τους, όπως «Λούπος», «Πάπιος», «Φλάβιος», «Πρόθυμος» και άλλα. Μα και στον πύργο του Τριγωνίου άμα ανεβείτε, θα δείτε σε έναν τοίχο το χάραγμα «Παναγιώτης Μολυβόπουλος 1.9.40». Γεια σου, Παναγιώτη! Και σε μια κολόνα έξω από τη Ροτόντα είναι χαραγμένο το γκραφίτι «Ευ». Και στον φλοιό ενός δέντρου σε ένα πάρκο μπορεί να δεις χαραγμένο το «ΠΕΤΡΟ ΣΕ ΘΕΛΩ» και σ’ ένα παγκάκι, στη ράχη του, το ΒΑΣΑΝΙΖΟΜΑΙ. Κι άλλα πολλά, που αισιοδοξώ πως θα αποτελέσουν το θέμα ενός επόμενου βιβλίου μου με τίτλο «Αφανής Θεσσαλονίκη».
Τι είναι όλες αυτές οι διάσπαρτες γραφές λοιπόν; Μηνύματα για το μέλλον, ανθρώπων που μνημειώνουν όπως μπορούν το εφήμερο πέρασμά τους από τη ζωή. Δεν σας κρύβω πως όταν μεταμεσονύχτια γυρνώ στους δρόμους, αν δω να έχουν βάψει τις διαγραμμίσεις στις διαβάσεις τα συνεργεία του δήμου κι έχουν βάλει εκείνους τους πορτοκαλί κώνους για να μην τις πατούν οι ρόδες των αυτοκινήτων μέχρι να στεγνώσουν, τότε δεν κρατιέμαι και πηγαίνω και πατάω με τη σόλα μιαν ακρούλα τους, αφήνοντας το αποτύπωμά μου, κι ύστερα, κάθε φορά που ξαναπερνώ από κει, βλέπω τι έχει απομείνει, μέχρις ότου κάποια μέρα διαπιστώσω ότι έχει σβηστεί εντελώς από τις ρόδες. Είναι μια καλή προπόνηση στη θνητότητα και στον αφανισμό με τον οποίο είμαστε όλοι χρεωμένοι με το που γεννιόμαστε.
— Η τραγωδία πίσω από το Σιντριβάνι στην Εγνατία και η τραγωδία μέσα στον ναό του Αγίου Αθανασίου είναι μερικές από τις περιπτώσεις που συνδέουν τον κεντρικό δρόμο με βίαια περιστατικά. Θα μπορούσατε να μας πείτε για τις ιστορίες αυτές, δίπλα από τις οποίες «περνάμε» συνεχώς χωρίς να το καταλάβουμε;
Στο Σιντριβάνι, στην Εγνατία, υπάρχει το νέο κτίριο από το αξιολογότατο, εδώ κι έναν αιώνα, Άσυλο του Παιδιού, που σήμερα λειτουργεί ως ολοήμερο σχολείο για παιδιά μέχρι δώδεκα ετών. Περνώντας καθημερινά από κει, βλέπω τις μανάδες που πηγαίνουν να αφήσουν τα παιδιά τους και μου έρχεται αυτόματα στο μυαλό και σιγοψιθυρίζω «μερχάτ ιτσούν, μερχάτ ιτσούν», δηλαδή «χάριν ελέους», κάτι σαν αυτό που λέμε σήμερα όταν κάνουμε μια ελεήμονα πράξη «για να συγχωρεθεί η ψυχή μου». Και γιατί λέτε να το σκέφτομαι αυτό; Γιατί ακριβώς στον ίδιο χώρο, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, υπήρχε ένα χθαμαλό ύψωμα μ’ έναν πλάτανο, κάτω από τον οποίο οι δήμιοι έστηναν όρθιους τους παλουκωμένους, με το παλούκι να τους διαπερνά διαμπερώς, ώστε χάριν της σκιάς να επιζήσουν και να βασανιστούν περισσότερο χρόνο, απαγορεύοντας σε οποιονδήποτε να τους πλησιάσει. Μόνο σε μερικές γραίες οθωμανίδες επέτρεπαν καμιά φορά να τους πλησιάσουν και να τους δώσουν να πιουν λίγο νερό, πράγμα που τους οδηγούσε σε ταχύρρυθμο, άρα λυτρωτικό θάνατο. Δηλαδή, οι γριές έκαναν ένα ψυχικό για να συγχωρεθεί η ψυχή τους. Καταλαβαίνετε πόσο γονιμοποιείται η σχέση σου με την πόλη μέσα στο φαντασιακό όταν ξέρεις τέτοιες ιστορίες που συνδέονται με τόπους της, αφού, κατά το γνωστό, νους ορά και νους ακούει. Όλοι μέσα σε ένα μυαλό κατοικούμε και μ’ αυτό χτίζουμε και τη σχέση μας με την πόλη.
Αντίστοιχα, πόσοι από τους χιλιάδες διαβάτες που περνούν καθημερινά μπροστά από τον ναό του Αγίου Αθανασίου στην Εγνατία, καμιά οχτακοσαριά μέτρα παρακάτω, μπορούν να διανοηθούν πόσο μαρτυρικό έχει υπάρξει αυτό το κτίσμα; Ως αντίποινα για την εξέγερση της Χαλκιδικής, οι Τούρκοι φυλάκισαν τον Μάιο του 1821 μέσα στον ναό περισσότερα από εκατό γυναικόπαιδα και γέρους. Τους κλείδωσαν και τους παράτησαν. Οι άνθρωποι πέθαναν από την πείνα, όχι όμως και οι αρουραίοι της γειτονιάς, που όρμησαν κι έκαναν γερό τσιμπούσι με τις σαπισμένες σάρκες τους. Φανταστείτε πως όταν κάποια στιγμή οι Τούρκοι άνοιξαν τις πόρτες και τα παράθυρα, η μπόχα της πτωματίλας ήταν τόσο ανυπόφορη, που οι περίοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για μέρες πολλές.
Θα με ρωτήσετε τώρα: και τι να την κάνω αυτήν τη γνώση της μικροϊστορίας της πόλης; Πώς να τη διαχειριστώ εγώ, ο απλός χρήστης της πόλης, που περνάω μπροστά από το Άσυλο του Παιδιού ή τον ναό του Αγίου Αθανασίου για να πάω να ψωνίσω κάνα κινέζικο ρουχαλάκι από τον Βαρδάρη; Η απάντησή μου είναι: πάρε την πληροφορία και επεξεργάσου την όπως εσύ καταλαβαίνεις. Δεν υπάρχουν οδηγίες χρήσης της, αλλά και να υπήρχαν, δεν θα μου άρεσε καθόλου να τις αναμεταδώσω. Κι αν δεν την αντέχεις και δεν έχεις τι να την κάνεις την πληροφορία, πέταξέ την από το μυαλό, ξεφορτώσου την. Μα πρώτα, υποδέξου την.
— Αναφέρετε, σχετικά με τον ναό της Αχειροποιήτου, ότι κανένας άλλος ναός, ούτε καν η Αγία Σοφία, δεν αποτέλεσε κιβωτό τόσων προσφύγων επί μια δεκαετία. Υπάρχουν σημεία που μπορεί να υποδηλώνουν την προσφυγική ιστορία του τόπου, την οποία μπορεί να αγνοούμε;
Από το λοιμοκαθαρτήριο στην Καλαμαριά, όπου οι πρόσφυγες οδηγούνταν για απεντόμωση και απολύμανση, δεν έχει απομείνει παρά η φερώνυμη στάση των αστικών λεωφορείων. Ζήτημα είναι αν επιζούν καμιά δεκαριά σπιτάκια σε πρώην προσφυγογειτονιές, όπως η Καλαμαριά, η Τούμπα, η Ευαγγελίστρια. Τα κτιστά απομεινάρια, συνεπώς, που να μπορείς να σκοντάψεις πάνω τους, είναι ελάχιστα. Όμως, όπως υπονόησα και πριν, την απουσία του υλικού ενθυμήματος μπορούν να την υπεραναπληρώσουν δημιουργικά τα σενάρια του μυαλού μας, όταν δεξιωθούν στο software τους τα κατάλληλα data.
Ένα τέτοιο παράδειγμα για την παρουσία του προσφυγικού στοιχείου στην πόλη κατά τον εικοστό αιώνα είναι ο ναός της Αχειροποιήτου. Κιβωτός προσφύγων: Στα 1916 βρίσκουν καταφύγιο σε αυτόν Σέρβοι πρόσφυγες πολέμου, έπειτα Έλληνες από την ανατολική Μακεδονία και Θράκη, λόγω της βουλγαρικής κατοχής, έπειτα πυροπαθείς του 1917 και, τέλος, Μικρασιάτες πρόσφυγες στα 1922. Επειδή μετά το 1912, στην απελευθέρωση της πόλης, ο ναός προοριζόταν να γίνει Βυζαντινό Μουσείο, δεν λειτουργούσε για λατρευτικούς σκοπούς, οπότε ήταν διαθέσιμος για την προσωρινή στέγαση κάθε κατατρεγμένου. Σώζονται εξαιρετικές φωτογραφικές αποτυπώσεις, με τους πρόσφυγες μέσα εκεί να έχουν στήσει το πρόχειρο σπιτικό τους, κρεμώντας πανιά με σκοινιά για να ορίσουν το τσαρδί τους. Έχουμε μαρτυρίες για το πώς ο χώρος μύριζε τηγανητό κρεμμύδι και τηγανητή ντομάτα, Μικρασιάτες γαρ. Άλλοι είχανε στήσει πάγκο μέσα στον ναό και πουλάγανε ζαρζαβάτια. Ένας πλήρης μικρόκοσμος δηλαδή. Και τι έχει απομείνει από όλο αυτό το σκηνικό; Μόνο ένα σημάδι σε μια κολόνα του ναού. Είναι ένα σημάδι που χαράχτηκε από τα σχοινιά, από τα οποία κρεμούσαν τα πανιά που όριζαν το «σπιτικό» τους. Και το χάραγμα «Ζω» στη βάση μιας κολόνας, ίσως από πρόσφυγα. Μα δεν είναι συναρπαστικά απομεινάρια αυτά; Δεν σας ανατινάζουν το μυαλό; Δεν εκλύουν άπειρες ιστορίες; Δεν στοιχειώνουν τη σχέση ενός ανθρώπου με την πόλη του; Δεν διαστέλλουν αυτήν τη χαμηλοτάβανη πόλη;
— Ξέρουμε να «περπατάμε» την πόλη μας «αλλιώς»; Ή είμαστε απλοί περαστικοί, χάνοντας όσα μπορεί αυτή να μας προσφέρει; Ποια τα μυστικά ενός οδοιπορικού που σου δίνει την ευκαιρία να την ανακαλύπτεις ξανά και ξανά;
Την πόλη, για να την περπατήσεις και να τη ζήσεις, πρέπει πρώτα να την επινοήσεις, να τη σκηνοθετήσεις. Κι ύστερα να περιπλανηθείς σε αυτήν, να ψιλοαλητέψεις, αφού η λέξη «αλητεία» κατάγεται από την αρχαία «αλάομαι», δηλαδή περιπλανιέμαι. Να πάρεις τα δεδομένα από την ιστορία της, να τα μηρυκάσεις και με αυτά να πλάσεις μικροϊστορίες γι’ αυτήν. Να την αντιμετωπίσεις ως σκηνικό μέσα στο οποίο δρας κι εσύ, με το όποιο σενάριο σού αναλογεί. Τότε βλέπεις τον εαυτό σου ως ψηφίδα μιας μεγάλης αφήγησης, δηλαδή μπαίνεις σε ρόλο.
Αν η δημιουργία των πόλεων είναι μία από τις υψηλότερες, η σπουδαιότερη κατ’ εμέ, επινόηση του ανθρώπου, τότε και η ουσιαστική χρήση της από τον κάτοικο απαιτεί επινόηση αυτής της χρήσης. Ο καθείς και η πόλη του δηλαδή. Αν διασχίσεις την πόλη σου σαν να είναι ξένη και αμεταχείριστη και όχι δεδομένη και αυτονόητη, αν συμπεριφερθείς ως φιλοπερίεργος περιπατητής δηλαδή, μπορεί να αρχίσεις να χτίζεις μια προσωπική σχέση με αυτήν. Δεν είναι εξεταστέα ύλη η πόλη για να αρκείσαι στις εγκυκλοπαιδικές πληροφορίες γι’ αυτήν. Είναι ένα παλλόμενο κήτος που πρέπει να του παραδοθείς, να το αφήσεις να σε καταπιεί για τα καλά, ώστε να βρεθείς στα έγκατά της, μόνος και μονάχος σου. Με το «Οδοιπορικό Θεσσαλονίκης» περιγράφω το πώς κατάπιε εμένα. Εύχομαι το βιβλίο να γίνει η αφορμή, αλλά και η αιτία, για να καταπιεί κι άλλους. Αυτή η πόλη, όλες οι πόλεις.