Το «Βλαδιβοστόκ» του Κώστα Βραχνού είναι ένα διόλου αξέχαστο ταξίδι με τον Υπερσιβηρικό μαζί με τριάντα τρεις ακόμα αφηγήσεις με άξονα την ιλαροτραγωδία του επουσιώδους. Αδιέξοδα και αλύτρωτα μικροδράματα χωρίς στιβαρούς πάσχοντες, βουβοί από έκπληξη, αμηχανία και απορία ήρωες.
Είναι το δεύτερο βιβλίο του με σύντομες, ευτράπελες ιστορίες, μετά το «Πρώτα ο Θεός». Με δύο δίγλωσσες ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του, ένα βιβλίο φιλοσοφίας ("Το μυστήριο ως πρόβλημα"), μεταφράσεις και μεγάλο αριθμό δοκιμίων, αν τον ρωτήσει κάποιος τι θα ήθελε να νιώσει ο αναγνώστης διαβάζοντας τα βιβλία του, θα απαντήσει χωρίς δισταγμό, «μα, να γελάσει».
— Γιατί γράφεις, εκτός από το να μας κάνεις να γελάσουμε;
Καταρχάς, παίρνω ως αυτονόητο πως όταν λέμε «γράφω», εννοούμε κατά βάση «δημοσιεύω». Έτσι δεν είναι; Στην ενασχόληση με τη γραφή συνυπάρχουν αρμονικά πολλές ανάγκες, από υψηλές έως ακατονόμαστες, τις οποίες ο έντιμος συγγραφέας δεν διστάζει να ομολογήσει. Και γιατί να μην το κάνει, όταν ξέρει πως το μόνο που έχει σημασία είναι η τελική ποιότητα του έργου του και όχι τα υλικά ή η τεχνική που χρησιμοποίησε. Τις ανακαλύψεις μας δείχνουμε, όχι τις αναζητήσεις μας, οι οποίες, ούτως ή άλλως, διαφαίνονται σε κάθε μας βήμα.
Για να είναι το τελικό αποτέλεσμα καλό σημαίνει πως η πρώτη ύλη, τα λοιπά υλικά και η τεχνική ήταν καλά. Γράφω, δηλαδή δημοσιεύω αυτά που γράφω, προφανώς όχι μόνο για να «εκτονωθώ», αφού κάτι τέτοιο επιτελείται τέλεια και με το ημερολόγιο. Γράφω για να δω επακριβώς τι μου συμβαίνει, για να οργανώσω το έσω χάος, για να κατανοήσω διά του λόγου κάπως τον έξω κόσμο, για να δώσω την ερμηνευτική, παραμυθητική ή αισθητική βερσιόν μου, για να πραΰνω τις ενστάσεις μου, για να με αγαπήσουν και να με εκτιμήσουν, γιατί με διασκεδάζει τρομερά και γιατί αισθάνομαι πως κάτι κάνω, πως βρήκα αυτό που μου ταιριάζει. Κυρίως, όμως, γιατί χαίρομαι σαν μικρό παιδί.
Το χιούμορ δεν είναι ψυχική διάθεση, είναι κοσμοθεωρητική προδιάθεση. Προϋποθέτει στοιχειώδη μεταφυσική επίγνωση της θνητότητας, της συμπτωματικότητας, της ευθραυστότητας, της βραχυβιότητας, της ριζικής ανεπάρκειας. Η έλλειψή του δεν είναι απλώς μια στερητική κατάσταση, σαν φασολάκια χωρίς φέτα, ας πούμε, είναι μια άκρως σοβαρή πάθηση, κάτι σαν υπερτροφία του εγώ.
— Εκτός από διήγημα, γράφεις ποίηση και δοκίμιο, είναι ένα παιχνίδι, ας το πούμε, κι έτσι περνάς από το ένα είδος στο άλλο;
Τα λογοτεχνικά είδη είναι διακριτοί τρόποι για να πούμε ό,τι έχουμε να πούμε, τα ίδια και τα ίδια δηλαδή, ή, αν προτιμάς, το ένα και μοναδικό πράγμα που μας τρώει. Προσωπικά, εκφράζομαι σε τρία είδη: σύντομη αφήγηση, ποίηση και φιλοσοφικό δοκίμιο, που είναι και τα είδη τα οποία κατά κύριο λόγο διαβάζω, ειδικά το τρίτο. Παίζω και ευχαριστιέμαι σε τρεις παιχνιδότοπους, για να το πω αλλιώς.
Για το πρώτο μιλήσαμε κάπως. Στην ποίηση κάνω το απόλυτο χατίρι της φαντασίας μου. Εκεί παίζω, ξανοίγομαι και συγκινούμαι περισσότερο. Με το δοκίμιο τα πράγματα αλλάζουν. Εκεί προέχει ο εναργής, πάλλων και τεκμηριωμένος συλλογισμός. Παίρνω το σοβαρό μου ύφος και πασχίζω να πω κάτι ενδιαφέρον.
Δυστυχώς, το δοκίμιο ‒όχι μόνο στην Ελλάδα‒ αποτελεί ένα είδος που απειλείται σχεδόν με αφανισμό. Το διασώζουν προσώρας και το αναβαθμίζουν λαμπρές περιπτώσεις, όπως είναι, ας πούμε, ο Βρασίδας Καραλής, άλλος ένας μεγάλος Έλληνας ευεργέτης της διασποράς. Στην εποχή και τη χώρα της ήσσονος προσπάθειας και του ανώριμου συναισθηματισμού είναι αναμενόμενο να απαξιώνεται ένα είδος που θεμελιώνεται πάνω στην εμβριθή μελέτη και στον ψύχραιμο στοχασμό.
Χάρη, λοιπόν, στην «Ευθύνη» του αγαπημένου Κώστα Τσιρόπουλου και, ακολούθως, στη «Νέα Ευθύνη» και σήμερα στο «Φρέαρ» του φίλου Δημήτρη Αγγελή, έχω ένα αναπάντεχο βήμα να λέω τις απόψεις μου, να κοινοποιώ ορισμένες κοινοποιήσιμες εμμονές μου, να πραγματώνω ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικο-πολιτικής μου διάστασης. Βέβαια, ωραίο το γράψιμο και τα εκφραστικά είδη, δε λέω, αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται με το διάβασμα.
— Στα σύντομα αυτά διηγήματα του «Βλαδιβοστόκ» υπάρχει πάντα ένα πρόσωπο, αυτό που γράφει την ιστορία του κατ’ ουσίαν, την οποία εσύ παρατηρείς, που ζει ένα μικρό ή μεγάλο δράμα στο όριο του κωμικοτραγικού, του ωμού, λίγο σαν καρέ ταινίας, ένα καρέ ακινησίας. Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι, σύστησέ μου τους.
Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών μου στέκουν ή περιφέρονται σαν κομπάρσοι στο κέντρο μιας πραγματικότητας οριακά ή αδιάφορα πραγματικής. Παρά, υποτίθεται, το ανεπανάληπτο του ανθρώπινου προσώπου και την απόλυτη αξία της ανθρώπινης ζωής, φαντάζουν όλοι τους εντελώς παραβλέψιμοι και αντικαταστάσιμοι, οι δε βίοι τους ανούσιοι και θλιβεροί.
Μεταξύ μας, σάμπως αυτό δεν ισχύει από μια άποψη για όλους μας; Το δράμα, αλλά και η ειρωνεία, προκύπτει όταν ο κομπάρσος αισθανθεί πρωταγωνιστής.
Προσπαθώ, λοιπόν, να φτιάξω αληθοφανή σύμπαντα ασημαντότητας, τα οποία να καθρεφτίζουν και να υπενθυμίζουν την ανθρώπινη ασημαντότητα. Κι αυτό το προσπαθώ, όπως λέει σε μια συνέντευξη ο μέγας Buzzati, μέσω ενός γλωσσικού ιδιώματος απλού, στρωτού, σχεδόν υπηρεσιακού, δίνοντας τη μέγιστη δυνατή ρεαλιστική υπόσταση στη φανταστική επινόηση.
— Από τις ιστορίες σου απουσιάζει η επικαιρότητα.
Μα η επικαιρότητα δεν είναι επίκαιρη! Καθώς έχει χαθεί η συνέχεια του χρόνου και οι μύθοι που τον συνέχουν, το παρόν βιώνεται αγωνιωδώς και πάντοτε ως έκτακτο. Όλο κρίση και κρίση. Ποια περίοδος της Ιστορίας δεν υπήρξε μεταβατική; Μήπως η ίδια η ζωή δεν είναι κάτι σαν μεταβατική περίοδος; Και σε ποια εποχή από τον Γκιλγκαμές και δώθε δεν γίνεται λόγος για παρακμή;
Η αποκοπή από την αίσθηση της ακολουθίας και τα μεταφυσικά ερμηνευτικά σχήματα κάθε παράδοσης έχει επιφέρει μια βαθιά ανθρωπολογική αλλοίωση που εκφράζεται στη σημερινή σχέση με την κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα. Το αισθητήριο και το κριτήριο της κοινωνίας ολοένα αμβλύνονται και στρεβλώνονται. Ποτέ οι άνθρωποι δεν μάθαιναν τόσο πολλά τόσο εύκολα και γρήγορα και ποτέ δεν ήξεραν και δεν κατανοούσαν τόσο λίγα και τόσο εσφαλμένα. Η «δημοκρατική» τυραννία των κοινωνικών δικτύων, σε συνδυασμό με τη φαυλότητα του Τύπου και την έλλειψη καλλιέργειας των δημοσιογράφων, ήρθε να αποτελειώσει την κατάσταση.
Φυσικά, παρακολουθώ ανελλιπώς τις ιστορικές εξελίξεις που μας έλαχαν και προσπαθώ να κατανοήσω με ψυχραιμία ό,τι κατανοήσω. Ωστόσο, στη γραφή με ενδιαφέρει μάλλον η ενδοϊστορία παρά η ιστορία. Και με ενδιαφέρει όχι ως ψυχολογία αλλά ως περιπτωσιολογία του ανθρωπολογικού φάσματος και θαύματος. Κάπου κατά βάθος μοιράζομαι με τον Iονέσκο την πεποίθηση πως το ότι ανήκουμε σε μια ορισμένη ιστορική στιγμή δεν εκφράζει και δεν περιέχει παρά το λιγότερο σημαντικό μέρος του εαυτού μας.
— Ποιο είναι το σημαντικότερο κομμάτι του δικού σου εαυτού και τι θέση έχει στην αφήγηση;
Είναι το οντολογικό υπόστρωμα, ο υπαρξιακός άξονας, ο μεταφυσικός πυρήνας του όντος, η περιοχή όπου κάθε άνθρωπος συνδέεται με την εξωφρενικότητα της ύπαρξης, με το ανορθολογικό βάθος του είναι, περιοχή όπου γεννιέται η όποια συνείδηση και αναπτύσσεται η όποια πνευματικότητα. Από την ποιότητα αυτού του πυρήνα εξαρτάται το σύνολο των ιστορικών αντανακλαστικών και των ατόμων και των λαών. Μας αρέσει δεν μας αρέσει, στη θεολογία πρέπει να ανατρέξουμε αν θέλουμε να δούμε την πολιτική σκέψη και την κοινωνική συμπεριφορά.
Προσωπικά, με ενδιαφέρει πρωτίστως το πώς συνδέεται κανείς με το μυστήριο, αν το αναγνωρίζει καταρχάς, αν κλονίζεται, αν καταπλήσσεται, αν ιλιγγιά, αν ταπεινώνεται, γενικώς, τι θέση παίρνει απέναντι στον κόσμο. Αν, επί παραδείγματι, παθαίνει «εαυτίτιδα» και αίσθηση σπουδαιότητας ή πρωταγωνισμού. Αν πιστεύει ότι πρωταγωνιστεί σε βιντεοκλίπ ή αν πασχίζει διακριτικά να εξασφαλίσει ένα νόημα. Αν λησμονεί πόσο λίγα γνωρίζουμε και πόσο λίγα μπορούμε. Αν υιοθετεί μια στάση δικαιωματισμού, ηθικού πλεονεκτήματος, διαμαρτυρίας και αγανάκτησης ή αν αισθάνεται γελοιότητα, ευθύνη, ευγνωμοσύνη ή κωλοφαρδία.
Αυτή η θεματική, η αυτοεικόνα στο κοσμοείδωλο, με έμφαση στις γελοιογραφικές της εκδοχές, νομίζω πως αποτελεί μια σταθερά στην αφήγησή μου.
— Πρωταγωνιστεί και η καταγωγή σου, η Μεσσηνία, η Καλαμάτα. Πόση σημασία έχει ο τόπος καταγωγής, η γενέτειρα;
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Καλαμάτα. Είτε το θέλουμε είτε όχι, φέρουμε πολύ βαθιά εντός μας τον τόπο όπου γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε. Προσωπικά, το θέλω πολύ: είμαι και νιώθω Καλαματιανός, Μεσσήνιος, Πελοποννήσιος, Νότιος, πώς το λένε; Όταν περνάω τη Λαμία, αισθάνομαι ότι αλλάζω ευχάριστα χώρα. Έχει πολλή πλάκα όλο αυτό.
Έχω υπέροχες παιδικές αναμνήσεις από την πόλη και λατρεία για τους γονείς μου που μένουν «κάτω». Επίσης, το μεσσηνιακό ταμπεραμέντο, η πελοποννησιακότητα εν γένει, είναι μια μορφή δομικού χαρακτηριστικού. Συνεπώς, το εντόπιο στοιχείο με κατακλύζει και δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από τις ιστορίες μου.
Θεωρώ τύχη και προνόμιο για ένα παιδί να ζήσει στην επαρχία. Και σιγά σιγά να την αγαπήσει και να την ενσωματώσει ως θησαυρό. Σε καμία περίπτωση να μην της προσάψει τις όποιες κακοδαιμονίες του. Διότι έρχεται η στιγμή που απογαλακτίζεσαι. Και κανένας δεν σε δένει με αλυσίδα σε κάποιο μέρος της επαρχίας. Πάντως, αν το καλοσκεφτούμε, όλοι επαρχιώτες είμαστε, η γη δεν είναι η πρωτεύουσα του σύμπαντος.
— Ποια η σχέση του «Βλαδιβοστόκ» με το «Πρώτα ο Θεός»;
Το «Βλαδιβοστόκ» συνεχίζει, τρόπον τινά, το «Πρώτα ο Θεός». Μόλο που εδώ έχει αμβλυνθεί το ύφος, απουσιάζει σχεδόν ο αφηγητής και ο ήρωας είναι και δεν είναι παρών. Θέλησα να συνθέσω αδιέξοδα και αλύτρωτα μικροδράματα χωρίς στιβαρούς πάσχοντες. Να ρωτάς τους ήρωες τι τους συμβαίνει, γιατί πνίγονται, και να μην ξέρουν να σου πουν. Να μπαινοβγαίνουν στην πραγματικότητα, να στερούνται της στοιχειώδους ενσυναίσθησης, να μη συμβαίνει τίποτα το αξιοσημείωτο, κι αυτό με κάποιον κουλό τρόπο να ερεθίζει κάποιο υπαρξιστικό νεύρο στον αναγνώστη.
Να, μάλλον, τι με δαιμονίζει τελικά, το μη θαυμάζειν. Η απάθεια μπροστά στο έκτακτο παράδοξο, μα προπαντός μπροστά στο απόλυτα θαυμαστό που είναι ο κόσμος. Η παντελής εξοικείωση με το μη αναγώγιμο στον λόγο. Η απουσία μεταφυσικού αισθητηρίου. Η τέλεια λήθη του Θαύματος, που καθιστά κωμικά τα ανθρώπινα όντα, καρικατούρες. Κι όσο πιο πολύ αμφισβητείται, περιφρονείται ή λησμονείται το Θαύμα, τόσο πιο αστείο καθίσταται το ον, με αποκορύφωμα τον άνθρωπο που παίρνει εντελώς στα σοβαρά τον εαυτό του ή πιστεύει πως ορίζει τα πράγματα.
Ως εκ τούτου, η γελοιογραφία είναι ο υπέρτατος ρεαλισμός, διότι συνδυάζει τη δραματική μοναδικότητα του συγκεκριμένου με την απελπιστική ομοιογένεια του γενικού. Υπενθυμίζει εκείνο που τείνουμε να ξεχνάμε. Το «Βλαδιβοστόκ» διαπερνάται από μια τέτοια προβληματική.
— Τι είναι αυτό που σ’ αρέσει να παρατηρείς στους ανθρώπους;
Μ’ αρέσει να παρακολουθώ με ποιον τρόπο οι άνθρωποι αναζητούν το υποτιθέμενο νόημα της ζωής ή ένα νόημα στη ζωή της. Την αγωνία τους που δεν το βρίσκουν και την ασφάλειά τους όταν νιώθουν ότι το βρήκαν. Βασικά, μ’ αρέσει να παρακολουθώ τους καρπούς της ματαίωσης ή της πλήρωσής τους. Επίσης, μ’ αρέσει να παρατηρώ όλη τη διαδρομή του ποταμού από τις πηγές της εξατομίκευσης και της διαφοροποίησης μέχρι τις εκβολές στον ωκεανό της ομοιότητας.
— Αυτά τα μικροδράματα, τις εντάσεις, τις μεγάλες κρίσεις, ακόμα και την ανοησία, την παρακολουθείς και στα κοινωνικά δίκτυα; Σε ενδιαφέρουν;
Ούτε μου αρέσουν ούτε με ενδιαφέρουν. Για να είμαι ειλικρινής, θεωρώ τη συμβολή τους από αρνητική έως καταστροφική τόσο σε επίπεδο ατομικό όσο και σε επίπεδο συλλογικό. Ας αφήσουμε τα γνωστά περί ορθής ή εσφαλμένης χρήσης ενός ουδέτερου μέσου κ.λπ. Ας δούμε τη μεγάλη εικόνα, το σαρωτικό μαζικό φαινόμενο και την εφιαλτική δυναμική του. Την παγκόσμια φρενίτιδα.
Εξαιρώ, αλλά κι αυτό εν μέρει, την αυστηρώς επαγγελματική χρήση, την παρουσίαση ή προώθηση της δουλειάς. Πολλά θα μπορούσα να πω, ότι δεν έχουν καμία σχέση με την επικοινωνία, ότι στρεβλώνουν την έννοια της ελευθερίας, ότι μαγαρίζουν τον ελεύθερο χρόνο, ότι υποβαθμίζουν τις διαπροσωπικές σχέσεις, ότι προάγουν το κουτσομπολιό, το ξεκατίνιασμα, το μπανιστήρι, τον ναρκισσισμό, τον φθόνο, την αμάθεια κ.ο.κ. Καθότι υπήρξα παιδί που ξεροστάλιαζε στο θυροτηλέφωνο να κατέβουν οι φίλοι του να παίξουν, για μένα αυτό που επείγει είναι να βρισκόμαστε όσο το δυνατόν πιο συχνά και όσο το δυνατόν πιο κοντά με τους ανθρώπους.
— Πιστεύεις ότι αυτή η μέθοδος επικοινωνίας ‒γιατί είναι ένας τρόπος, και μάλιστα πολύ αποτελεσματικός πολλές φορές‒ μας προσδίδει και μια ταυτότητα, αυτή που ποθούμε να έχουμε;
Το να διεκδικείς εμμονικά μια ταυτότητα ή το να ταυτίζεσαι υπερήφανα μαζί της το βρίσκω θλιβερό. Όχι επειδή δεν φτιάχνουμε οικειοθελώς το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου μας ούτε επειδή δεν υπάρχουν μοιραία ή παραμόνιμα χαρακτηριστικά, αλλά επειδή αυτό που χαρακτηρίζει έναν άνθρωπο πάντοτε τον υπερβαίνει. Το να ταυτίζεσαι αποκλειστικά με μία μόνο ιδιότητα, π.χ. οι μανάδες με τη μητρότητα, οι άρρενες με την αρρενωπότητα, οι ομοφυλόφιλοι με την ομοφυλοφιλία, οι συγγραφείς με το συγγραφιλίκι, οι αριστεροί με την αριστεροσύνη κ.ο.κ., συνιστά μια μορφή αυτοπεριορισμού και αυτοπαγίδευσης.
Αν από νομικής απόψεως διασφαλίζονταν πλήρως το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενδεχομένως οι κάθε λογής αυτοχαρακτηρισμοί να αποτελούσαν γραφικότητες. Τι μας νοιάζει τι πιστεύεις φωναχτά ότι είσαι; Είσαι ό,τι είσαι, ένα καημένο ανθρώπινο ον όπως όλοι μας, συνήθως με περισσότερη ή λιγότερη ελευθερία απ’ όση φαντάζεσαι, ευανάγνωστο, αυταπόδεικτο, ενσάρκωση των δυνατοτήτων, των ιδεών, των παθών και των ιδεωδών σου. Σημασία έχει η ανυπόκριτη αποδοχή, το μεγάλο Ναι. Λέει κάπου ο Μπόρχες πως αν κάποιος θέλει ένα πράγμα ενάντια σε κάποιο άλλο, είναι γιατί δεν το θέλει πραγματικά.
— Τι είναι για σένα το χιούμορ;
Το χιούμορ δεν είναι ψυχική διάθεση, είναι κοσμοθεωρητική προδιάθεση. Προϋποθέτει στοιχειώδη μεταφυσική επίγνωση της θνητότητας, της συμπτωματικότητας, της ευθραυστότητας, της βραχυβιότητας, της ριζικής ανεπάρκειας. Η έλλειψή του δεν είναι απλώς μια στερητική κατάσταση, σαν φασολάκια χωρίς φέτα, ας πούμε, είναι μια άκρως σοβαρή πάθηση, κάτι σαν υπερτροφία του εγώ. Πεισματική άρνηση αποδοχής του πασιφανούς, μη συμμόρφωση με τους εγκόσμιους νόμους, αίσθηση εξαίρεσης ή αποστολής, μια μορφή παράνοιας δηλαδή.
Θα μου πεις: καλά, όλοι οι άνθρωποι θα ’πρεπε να παράγουν γέλιο; Σε καμία περίπτωση. Όλοι, όμως, θα ’πρεπε να γελούν. Λέει ο Tόμας Καρλάιλ: «Ο άνθρωπος που δεν μπορεί να γελάσει είναι άξιος όχι μόνο για προδοσίες, δολοπλοκίες και καταστροφές, αλλά ολόκληρη η ζωή του είναι δολοπλοκία και καταστροφή».
— Πες μου μια ιστορία.
Θα σου πω δύο. Μία πολύ σύντομη και μία σύντομη. Στην ουσία πρόκειται για περίεργα στιγμιότυπα ή παράδοξες καταστάσεις της καθημερινότητας που, αν δεν έχεις το αντίστοιχο όργανο, δεν τις αναγνωρίζεις. Ούτε τις προκαλείς.
Αυγουστιάτικο βράδυ σε γνωστό καφέ του Κολωνακίου, ευκατάστατος αλκοολικός θαμώνας σηκώνεται ατάραχος και κατουράει στην πέργκολα, χωρίς να τον πάρει χαμπάρι κανένας από τους πελάτες. Κάνει ότι κοιτάζει το κινητό του ή ότι ψάχνει κάτι. Μες στο ημίφως και στη ζέστη, κανείς δεν τον παρατηρεί. Την τινάζει καλά καλά και γυρίζει στο τραπέζι του να συνεχίσει το ποτό του. Ούτε γάτα ούτε ζημιά.
Ένα άλλο βράδυ, πριν από αρκετά χρόνια, βρίσκομαι, Χριστούγεννα, καλεσμένος σε διάσημη οικία στην Πλάκα. Μπουφές καταπληκτικός, εκλεκτά ποτά, σπέσιαλ περιποίηση, το σπίτι γεμάτο συγγραφείς κάποιας ηλικίας, που συζητούν σοβαρά θέματα, σχολιάζουν την επικαιρότητα κ.λπ. κ.λπ. Πιάνω κουβέντα με τη βαριεστημένη σύζυγο ενός πρέσβη-συγγραφέα, ο οποίος μιλάει στο βάθος χειρονομώντας και γελώντας δυνατά. Κάποια στιγμή, η σύζυγος αρχίζει να μου λέει πόσο άσχημα έζησε πλάι στον πρέσβη-συγγραφέα, πόσο υπέφερε και έπληττε στους διάφορους εξωτικούς προορισμούς του συζύγου της, πόσο τον σιχαίνεται εν τέλει. «Κοίτα τον, γελάει ο μαλάκας» έλεγε και ξανάλεγε, δείχνοντάς τον με περιφρονητικό βλέμμα. Φαντάζεσαι τον ενθουσιασμό μου! Αποκορύφωμα: μετά από λίγο πλησιάζει ο πρέσβης-συγγραφέας εκεί που καθόμασταν. «Τι κάνετε εσείς εδώ; Τα λέτε; Άντε, γεια μας»! ‒ «Εις υγείαν κύριε..., και του χρόνου!» εγώ.