ΚΑΤ' ΑΡΧΑΣ μερικές απαραίτητες διευκρινίσεις: δεν γνωρίζω την κυρία Κουτσελίνη. Την εκπομπή της, αν την πετύχω στο ζάπινγκ, θα κοντοσταθώ. Δεν έλκομαι από τη θεματολογία της (πολύς πόνος), αναγνωρίζω, όμως, ότι η ομάδα της τρέχει και γνωρίζω κόσμο που πίνει νερό στο όνομά της. Έχει κάνει πολλά καλά, λένε. Κάποτε, μάλιστα, κι αθόρυβα. Μπράβο της. Επίσης, δίνει την αίσθηση έξυπνου ανθρώπου. Έξυπνου γενικά, έξυπνου και τηλεοπτικά. Κι αυτό σημαντικό.
Για να είμαι ειλικρινής την επομένη της δολοφονίας του Γιώργου Καραϊβάζ, παρακολούθησα με αληθινό ενδιαφέρον την εκπομπή –για το ρεπορτάζ, για τις πληροφορίες, γι’ αυτό το τρομερό που είχε συμβεί τέλος πάντων. Κυρίως, γιατί ο δολοφονημένος δημοσιογράφος ήταν μέρος του πάνελ αυτής της εκπομπής. Δεν κατάφερα να δω πολύ, ένιωσα φουλ άβολα με τα τραγούδια και τη συνέντευξη της μητέρας του, αλλά δεν θα χρεώσω την εκπομπή γι’ αυτό.
Ενδεχομένως να είναι μία τηλεοπτική γλώσσα που αγνοώ, ένας κώδικας διαφορετικός που δεν «πιάνω». Δεν είναι κακό αυτό. Με λίγα λόγια δεν έχω κάτι προσωπικό με την παρουσιάστρια και συντονίστρια της εκπομπής.
Ωστόσο, στο τέλος της προηγούμενης εβδομάδας κάπως πισωπάτησα, μήπως τώρα τελευταία δεν καταλαβαίνω καλά.
Ξαναλέω: δεν είναι κακό να μην τα καταλαβαίνουμε όλα. Για παράδειγμα, δεν κατάλαβα τη συνέντευξη του κυρίου Γιάννη Λιγνάδη, αδελφού του υπόδικου, πρώην διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, Δημήτρη Λιγνάδη.
Επειδή, ακριβώς δεν κατάλαβα, είδα το βίντεο της συνέντευξης τρεις φορές, επιστρέφοντας άλλες τόσες στα σημεία που θεωρούσα ότι εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω. Και για να είμαι απολύτως σίγουρη ότι φταίω εγώ –που δεν καταλαβαίνω- ξεκίνησα να σημειώνω τις απορίες μου, ψυχρά, χωρίς κανένα αίσθημα, μόνο λογική, τίποτα άλλο.
Για εισαγωγή, ο δημοσιογράφος που παίρνει τη συνέντευξη, ενημερώνει τους τηλεθεατές ότι αυτή γίνεται στο πατρικό σπίτι των αδελφών Λιγνάδη. «Αδέλφια μεν με το Δημήτρη, αλλά τόσο διαφορετικοί μεταξύ σας», ακούγεται η πρώτη πάσα – ερώτηση και εκεί γίνεται σαφές αυτό που έγινε βασικός τίτλος μετά σε αρκετά ενημερωτικά sites: «Ναι, αυτό είναι αλήθεια, δεν μοιάζαμε ούτε καν φυσιογνωμικά. Ούτε ως χαρακτήρες, παρ’ όλα αυτά ήμασταν πολύ αγαπημένοι. Δεν είχαμε κοινές παρέες, δεν ήμασταν φίλοι, δεν εκμυστηρευόμασταν τα θέματά μας». Σαφές.
«Προσπαθώ να διατηρήσω την ψυχραιμία μου και τη νηφαλιότητά μου από την πρώτη στιγμή. Η τραγωδία είναι μέσα στη ζωή. Δεν είναι κάτι που συμβαίνει στους άλλους. Συμβαίνει και στα καλύτερα σπίτια, που λένε. Και συνήθως αρέσκεται να εμφανίζεται σε ανθρώπους που η ζωή τους έχουν πάρει κάποιο ύψος. Ίσως η περίπτωση του αδελφού μου να είναι μία από τις πιο κλασικές περιπτώσεις. Κανονικά δεν θα έπρεπε να μας κάνει εντύπωση». Μικρή παύση, για να γίνει και αυτό σαφές: ποια τραγωδία ακριβώς βρήκε τον υπόδικο; Εκτός και αν αυτός είναι ο τρόπος του κυρίου Γιάννη Λιγνάδη, ως φιλολόγου μάλιστα, να ερμηνεύει, να αποκωδικοποιεί και να αφομοιώνει το πλήγμα στην οικογένειά του.
Ειδάλλως, «τραγωδία» είναι ο βιασμός για τα θύματα. Και δη για τα ανήλικα, βάσει πάντα της σχηματισθείσας δικογραφίας.
Με γνήσια απορία και ενώ παύει να μου είναι σαφές πλέον το μεγαλύτερο μέρος της συνέντευξης, παραθέτω κάποια αποσπάσματά της. Μαζί με το βίντεο της 19λεπτης αυτής κουβέντας.
Απόσπασμα 1: «Κανονικά δε θα ‘πρεπε να μας κάνει εντύπωση πώς κάποιος μπορεί να υψωθεί και ξαφνικά, μέσα σε μία στιγμή να κατακρημνιστεί. Η καταστροφή πολλές φορές κρύβει μία ευεργεσία, αν καταφέρει κανείς να την εντοπίσει και να την αξιοποιήσει. Στόχος είναι κανείς να επιβιώνει της καταστροφής του…»
Απόσπασμα 2: «Ο θαυμασμός μου και η αναγνώριση της αξίας του αδελφού μου ως καλλιτέχνη, γιατί γι’ αυτή την αναγνώριση μιλάω, δεν έχει σβήσει. Πολλές φορές ανακαλύπτει κανείς ότι γνωρίζει τους γονείς του, αφού έχουν φύγει. Το έζησα αυτό με τον πατέρα μου. Τον γνώρισα μετά θάνατον. Και ο αδελφός μου καταξιώθηκε ως καλλιτέχνης, δεν καταξιώθηκε ως άνθρωπος»
Απόσπασμα 3: «Ό,τι και να ήτανε ο αδερφός, ό,τι και να είναι, εγώ έχω την προσωπική μου άποψη, την προσωπική μου τοποθέτηση και εν πάση περιπτώσει η αγάπη είναι δεδομένη. Σαν την αγάπη της Αντιγόνης για τον αδερφό της τον Πολυνείκη».
Απόσπασμα 4: «Η διαδικασία της σύλληψης του αδερφού μου ήταν μία θεατρική πράξη, μία παρωδία για να μην πω κωμωδία. Στην πραγματικότητα δεν έγινε σύλληψη. Υπήρχε μία ψευδής πληροφορία ότι τον αναζητούσε η αστυνομία. Ο αδερφός είχε πάει ο ίδιος στη ΓΑΔΑ για να παραδοθεί, ήμουν και εγώ εκεί μαζί με τον δικηγόρο του. Την ίδια μέρα εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και έγινε το γνωστό show…έπρεπε να φανεί ότι είχε γίνει μία μεγαλειώδης σύλληψη».
Απόσπασμα 5: «Η ιστορία ήταν προσχεδιασμένη και οργανωμένη, όπως και η επίθεση που θα δεχότανε. Το περίμενε και το περίμενα. Η πλεκτάνη εργαλειοποίησε το Metoo -ήταν η κατάλληλη συγκυρία για να εκδηλωθεί- και εργαλειοποίησε την γενετήσια πολιτεία του αδερφού μου, η οποία δε διαφέρει από την πολιτεία πολλών καλλιτεχνών και πολλών λογοτεχνών».
Ας σταματήσουμε εδώ με τα αποσπάσματα της συνέντευξης. Μπορεί να την παρακολουθήσει κανείς στο βίντεο εδώ >>>
Αν μάλιστα είναι ένας καλοπροαίρετος, αντικειμενικός, ενήμερος τηλεθεατής, θα αναγνωρίσει το δικαίωμα του κυρίου Γιάννη Λιγνάδη στη συντριβή, στην απόγνωση, στην προσπάθεια αποστασιοποίησης, αλλά και αρωγής στο μέλος της οικογένειας που το όνομά του ενεπλάκη σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα σεξουαλικής βίας της τελευταίας 30ετίας.
Ας μη σταθούμε, ούτε στον κάπως ποιητικό λόγο ούτε στη διάθεση φιλοτέχνησης της προσωπογραφίας του «ανθρώπου Λιγνάδη», ακόμη κι όταν ο αδελφός του πεισματικά αναφέρεται στον καλλιτέχνη.
Ας σταθούμε στο «γιατί τώρα;» αυτής της συνέντευξης. Στο γιατί δεν παρακολουθούμε τον αντίλογο του δημοσιογράφου, όταν γίνεται λόγος για «σύλληψη – παρωδία» ή ακόμη χειρότερα για «σκευωρούς» και για «γενετήσια πολιτεία πολλών καλλιτεχνών και λογοτεχνών».
Ας σταθούμε και στην αντίδραση παρουσιάστριας (και πάνελ) μετά τη συνέντευξη. Θερμά τα συγχαρητήρια για την αποκλειστικότητα. Θερμά τα μπράβο και οι αστεϊσμοί για ένα θέμα που ακόμη είναι νωπό για την ελληνική κοινωνία, το θέατρο και τον ευρύτερο χώρο του θεάματος. Καμία απορία, κανένα νεύρο, κανένα αίμα στο κεφάλι για όσα προκλητικά ακούστηκαν. Μετά από ένα "αιματηρό" 20λεπτο στον "αέρα", καμία διαχείριση, καμία δεύτερη σκέψη, απολύτως τίποτα!
Και εκεί που σταδιακά σχεδόν πείθεσαι ότι όλο αυτό που ζήσαμε το προηγούμενο διάστημα δεν ήταν κάτι που μας ταρακούνησε συθέμελα, δεν ήταν κάτι που ξεριζώθηκε με πόνο, ντροπή και θάρρος, στα τελευταία μόλις λεπτά της εκπομπής «σώζει» την παρτίδα ο δημοσιογράφος, Πέτρος Κουσουλός, προλαβαίνοντας να πει κάποια από αυτά που έπρεπε να ειπωθούν.
Το σημειώνω ξανά: δεν γνωρίζω προσωπικά κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν βγάζω συμπεράσματα για τη δουλειά κανενός, καθώς γνωρίζω πολύ καλά τα του οίκου μου και δεν του χαρίζομαι ούτε λόγω δεοντολογίας ούτε καν λόγω συναδελφικής αλληλεγγύης. Καταλαβαίνω ότι κάποια αυγά σπάνε μέχρι ενός σημείου και οι συνάδελφοι κάνουν ό,τι μπορούν γι’ αυτό.
Αλλά δεν μπορώ και να μην μαντεύω τους συνειρμούς του θύματος ενός τέτοιου σεξουαλικού παραβάτη, όταν ακούει για «τραγωδία», για «σκευωρία» (τη στιγμή που έστω και αργά βρέθηκε σκληρό πορνογραφικό υλικό στο σπίτι του ηθοποιού και πρώην παράγοντα), για «γενετήσια πολιτεία» και αλλά τέτοια στρογγυλεμένα και εξιδανικευμένα.
Και όσο κι αν δεν καταλαβαίνω εγώ, πολύ φοβάμαι και κάπως λυπάμαι, ότι καταλαβαίνει όλος ο υπόλοιπος κόσμος που βλέπει καθόλου αγαθές προθέσεις πίσω από τέτοιες κουβέντες. Και που θυμώνει πολύ και ολόσωστα με τα «ρεπορτάζ φυλακής διασήμων». Άλλωστε, ο κόσμος ξέρει καλύτερα από εμάς: δεν υπάρχει «δεν κατάλαβες καλά» σε κάτι που νιώθεις απολύτως λάθος.