ΕΥΤΥΧΩΣ, Η ΚΑΡΟΛΙΝ ΕΜΚΕ, μία από τις σημαντικότερες Γερμανίδες διανοούμενες, δεν μασάει τα λόγια της: καταφέρεται με δριμύτητα εναντίον όλων όσοι αναπαράγουν τη ρητορική του μίσους, την ίδια στιγμή που φροντίζει να μας επαναφέρει στην τάξη, καλώντας μας να αποφεύγουμε την υιοθέτηση των ίδιων στρατηγικών αντεπίθεσης.
Με απτά παραδείγματα είτε από τη γερμανική δημόσια σφαίρα ‒όπως το γνωστό περιστατικό της επίθεσης σε πούλμαν που μετέφερε πρόσφυγες‒ είτε από την αμερικανική και ευρωπαϊκή επικαιρότητα αλλά και με ουσιαστικό φιλοσοφικό υπόβαθρο, αναλαμβάνει με το άκρως παρεμβατικό και σημαντικό βιβλίο της Εναντίον του Μίσους να μας θυμίσει σε τι συνίσταται η ρητορική του μίσους και πώς μπορούμε να την κατανοήσουμε αλλά και να αντιπαρέλθουμε την παράδοξη λογική της.
Σύμφωνα με τη συγγραφέα, διόλου δεν ωφελεί να απαντάμε με ένα κρεσέντο αντίστοιχα επιθετικών επιχειρημάτων και δράσεων, αλλά, αντίθετα, αφού αναλύσουμε τους λόγους της πάντοτε παράλογης έκρηξης και οργής, να παρεμβαίνουμε ‒ και φυσικά να είμαστε σε εγρήγορση στην περίπτωση όχι μόνο ενδεχόμενων επιθέσεων αλλά και της κατασκευής της ρητορικής ενός λόγου που χτίζεται σταδιακά και με σχολαστική προσοχή, γι’ αυτό και είναι πολύ πιο ύπουλος.
Έχοντας και η ίδια η Έμκε υποστεί πολλάκις επιθέσεις ως ακτιβίστρια δημοσιογράφος και ομοφυλόφιλη για τον τρόπο, όπως λέει, που αγαπά, που σκέπτεται και γράφει, μπορεί να καταθέσει τη δική της εμπειρία, επισημαίνοντας ωστόσο ότι υπάρχουν πολλοί, λιγότερο «προνομιούχοι» από την ίδια, οι οποίοι δέχονται επιθέσεις απλώς και μόνο για την εμφάνιση ή το χρώμα του δέρματός τους.
Και εδώ ακριβώς έγκειται η πρωτοτυπία του βιβλίου της διακεκριμένης αυτής δημοσιογράφου και συγγραφέως, η οποία έχει σπουδάσει φιλοσοφία, πολιτικές επιστήμες και ιστορία με τον Γιούργκεν Χάμπερμας στη Φρανκφούρτη, όπου έχει υποστηρίξει τη διδακτορική της διατριβή υπό την εποπτεία του Άλεξ Χόνετ, στο ότι όχι μόνο μας καλεί στη δράση αλλά επιπλέον μας κάνει να αναρωτηθούμε σχετικά με όλους αυτούς τις ύποπτους μηχανισμούς κατασκευής γεγονότων έκτακτης ανάγκης που προβάλλονται από δήθεν πνευματικά κέντρα υπό τον μανδύα της «ανησυχίας», λες και, όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «η ανησυχία δεν έχει τη δύναμη να βυθίζει κάποιον στο σκότος, να του στερεί κάθε σταθερότητα και σιγουριά, κάθε έννοια ευτυχίας και ευμάρειας, όπως γράφει ο Γκαίτε στον Φάουστ».
Εν προκειμένω, δεν μιλάμε μόνο για οργισμένους ρατσιστές ή για τους λεγόμενους «ψεκασμένους» αλλά για φιλήσυχους και «ανήσυχους» πολίτες με τους οποίους συντάσσονται όλοι οι δήθεν ουδέτεροι παρατηρητές που στρέφουν αλλού το κεφάλι, όταν έρχονται αντιμέτωποι με αντίστοιχα φαινόμενα, και φροντίζουν με κάθε τρόπο να εξωραΐζουν την αποστασιοποίησή τους, νομιμοποιώντας φυσικά τον υφέρποντα ρατσισμό.
Είναι οι ίδιοι που συνήθως αντιμετωπίζουν τους ξένους ως αόρατους, τους πάσχοντες ως θύματα που πήγαιναν γυρεύοντας, τους διαφορετικούς ως παράφρονες. Αυτοί που μπορεί να μην προέβησαν ποτέ σε πράξεις βίας αλλά παρέμειναν θεατές σε βίαια περιστατικά, δικαιολογώντας από μέσα τους τα διάφορα ξεσπάσματα του μίσους, τα οποία, σημειωτέον, δεν έχουν ποτέ σαφή αιτία πρόκλησης:
«Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μίσος. Ούτε με άσκηση φυσικής βίας. Και κανείς απ’ όσους τηρούν αυτήν τη στάση δεν θεωρεί τον εαυτό του μέλος μιας κοινότητας που στέκεται στον δρόμο και βγάζει φωνές αγανάκτησης. Με τη βουβή ανοχή ή τη συνωμοτική αποδοχή, όμως, μεγαλώνει ο ζωτικός χώρος εντός του οποίου άνθρωποι που διαφέρουν παύουν να αισθάνονται σίγουροι, παραδεκτοί, αποδεκτοί. Δημιουργούνται ζώνες μη κατοικήσιμες και προσπελάσιμες για πολλούς. Κυρίως εκεί όπου άνθρωποι με διαφορετική πίστη, διαφορετικές προτιμήσεις και διαφορετική εμφάνιση γίνονται αόρατοι και παραβλέπονται, λες και είναι δίχως αίμα και σάρκα, λες και δεν έχουν σκιά», επισημαίνει με περισσή ακρίβεια η Έμκε.
Ωστόσο «το μίσος δεν δημιουργείται εκ του μηδενός» αλλά μέσα από συγκεκριμένους μηχανισμούς αναπαραγωγής ‒ίντερνετ, δημόσια φόρα, talk shows, στίχους μουσικής‒, δηλαδή μέσα από «συγκεκριμένα συμφραζόμενα, εντός των οποίων νοηματοδοτείται και εκ των οποίων συγκροτείται». Πάντοτε κάποιος άλλος φταίει, κάποιος παραμονεύει για να μας κάνει κακό, και συνήθως είναι ο αδύναμος, το ουσιαστικό θύμα των ιστορικών συγκυριών και καταστάσεων, ο «ανώμαλος», ο «λαθρομετανάστης», ο «άπιστος», ο «ξένος», ο οποίος μετατρέπεται συλλήβδην σε εχθρό.
Έχοντας και η ίδια η Έμκε υποστεί πολλάκις τέτοιες επιθέσεις ως ακτιβίστρια δημοσιογράφος και ομοφυλόφιλη για τον τρόπο, όπως λέει, που αγαπά, που σκέπτεται και γράφει (είναι γνωστό και το μυθιστόρημα της,«Ο δικός μας πόθος» εμπνευσμένο από τον ομοφυλοφυλικό έρωτα, επίσης από εκδόσεις Πόλις), μπορεί να καταθέσει τη δική της εμπειρία, επισημαίνοντας ωστόσο ότι υπάρχουν πολλοί, λιγότερο «προνομιούχοι» από την ίδια, οι οποίοι δέχονται επιθέσεις απλώς και μόνο για την εμφάνιση ή το χρώμα του δέρματός τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Αφροαμερικανοί, με τραγικές περιπτώσεις όπως ο Τζορτζ Φλόιντ αλλά και ο Έρικ Γκάρνερ, στον οποίο η Έμκε αναφέρεται εκτενώς, οι εκπρόσωποι διαφορετικών θρησκειών, οι γκέι και, φυσικά, οι τρανς, οι οποίοι μάχονται ακόμα να καταχωρίσουν τα εξασφαλισμένα από τα διάφορα ευρωπαϊκά συντάγματα δικαιώματά τους. Όλοι αυτοί, με άλλα λόγια, που δύσκολα γίνονται αποδεκτοί μόνο και μόνο επειδή είναι διαφορετικοί και καταλήγουν να χρίζονται «εχθροί», σύμφωνα με διάφορα ρητά και άρρητα νομοθετήματα, υπόγειες χειρονομίες, διοικητικές ντιρεκτίβες ή αισθητικές φόρμες που εκφράζονται μέσα από μουσικές και ταινίες.
«Μέσω αυτών συγκεκριμένα πρόσωπα κρίνονται αποδεκτά, κατάλληλα, σημαντικά, και άλλα υποδεέστερα, ξένα και εχθρικά», εξηγεί η συγγραφέας.
Υποκείμενα αυτών των ενεργειών είναι συνήθως οι προασπιστές της εκάστοτε «ομοιογένειας» ή «καθαρότητας», οι οποίοι επιμένουν είτε σε αρχέγονα φύλα ‒αμιγώς αρσενικά ή θηλυκά‒ είτε σε καθαρές φυλές και έθνη, αγνοώντας προφανώς την υπενθύμιση του Μπένεντικτ Άντερσον μέσω των Φαντασιακών Κοινοτήτων, πως όλες οι κοινότητες είναι κατά βάση φαντασιακές και πως, φυσικά, δεν υπάρχουν στην ιστορία έθνη που να μην είναι μεικτά.
Απέναντι σε αυτούς τους διαχωρισμούς των φύλων ή των εθνών, ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους, η συγγραφέας μάς θυμίζει το παράδειγμα από την αρχαία γραμματική, το οποίο επικαλείται συχνά ο Μέντελσον, της χρήσης των αρχαιοελληνικών συνδέσμων «μεν» και «δε», που μπορεί να επιδράσει θετικά στη σκέψη μας, καθώς συνιστά την καλύτερη απάντηση στα δίπολα με τη συμφιλιωτική του χρήση: «Είναι ο μεν κόσμος στον οποίο γεννήθηκες, είναι και ο δε κόσμος στον οποίο επιλέγεις να ζεις». Τα πράγματα, επομένως, δεν είναι «είτε… είτε» αλλά «μεν και δε».
Ευτυχώς, όπως τονίζει η συγγραφέας, μπορούμε ακόμα να απολαμβάνουμε την καθησυχαστική «ύπαρξη πολιτισμικής ή θρησκευτικής και σεξουαλικής διαφορετικότητας εντός κοσμικού κράτους», που είναι η μόνη συγκολλητική δύναμη για μια ανοιχτή και ελεύθερη κοινωνία. Αυτήν οφείλουμε να προασπιστούμε με κάθε τρόπο, φροντίζοντας να ανατρέχουμε πού και πού, εφόσον η λήθη ενδέχεται να αποτρέπει την εξέλιξη, στις αμαρτωλές ιστορίες του παρελθόντος, όπως το Άουσβιτς, και να συνεχίζουμε να υποστηρίζουμε σταθερές όπως η κοσμικότητα και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όσο για το πώς πρέπει να δράσουμε, η ίδια συνιστά ψυχραιμία, αμφισβήτηση των εδραιωμένων αντιλήψεων, άσκηση στην ενσυναίσθηση και στον σεβασμό της διαφορετικής γνώμης αλλά και υποστήριξη, τόσο σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο, της πολυμορφίας. Κυρίως, όμως, θεωρεί πως είναι επιβεβλημένη η καθημερινή εξάσκηση στην κατά Φουκό τέχνη της παρρησίας που τελικά τερματίζει όλες τις συσχετίσεις, τις εννοιολογικές και συμβολικές διαστρεβλώσεις που επιμένουν να στήνουν κάποιες κοινωνικές ομάδες κυριολεκτικά στον τοίχο ‒ ενίοτε να τις θέτουν και κάτω από την μπότα ενός αμείλικτου φασίστα.
Με άλλα λόγια, μας καλεί σε διαρκή επανεξέταση και επαναπροσδιορισμό όλων των υφιστάμενων εννοιών και αντιλήψεων μέσα από άλλες μορφές λόγου γιατί μόνο έτσι μπορούμε να παίρνουμε δύναμη ώστε να προχωρούμε. Και γιατί τελικά μόνο έτσι μπορούμε να γίνουμε όχι μόνο καλύτεροι, με λιγότερο μίσος, αλλά και πιο ευτυχείς: «Κοινωνική αντίσταση εναντίον του μίσους σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, και επανακατάληψη του πεδίου της φαντασίας. Στις πείσμονες στρατηγικές εναντίον της αγανάκτησης και περιφρόνησης ανήκουν ‒κι αυτό ίσως εκπλήξει αν προσμετρήσουμε όσα αναφέρθηκαν πρωτύτερα‒ και ιστορίες ευτυχίας». Γιατί δεν υπάρχουν μόνο το δικαίωμα και η υποχρέωση στη συμμετοχή αλλά κυρίως το δικαίωμα του να μπορεί φαντάζεται κανείς την ευτυχία. Και αυτό είναι, ίσως, το σημαντικότερο: η κατάκτηση της πολιτικής τρυφερότητας ως απάντηση στο μίσος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Το νέο τεύχος της LiFO δωρεάν στην πόρτα σας με ένα κλικ.