Ο πιο ποιητικός από τους κλέφτες, ο συνειδητοποιημένος φιλόσοφος της άλλης πλευράς του φεγγαριού, δεν έγραψε ποτέ για να εξωραΐσει αυτό που η κοινή γλώσσα αποκαλεί αποτρόπαια πράξη: την κλοπή, τον φόνο, την προδοσία και την πορνεία. Απλώς θέλησε να αποκαλύψει την αυτόνομη ηθική του εγκλήματος, μακριά από τις κοινές συνιστώσες της εφήμερης παρανομίας, και, αφού το μετατρέψει σε οντολογική αρχή, να ορίσει τους αρμούς της κοσμογονικής δυναμικής του.
Βαδίζοντας στα χνάρια των μεγάλων maudits, έχοντας μελετήσει σε βάθος τον Βιγιόν και τον Ντεκάρτ, ο Ζαν Ζενέ έφτιαξε μια χαλκέντερη ηθική και αισθητική με βάση τις αρχές του εγκλήματος (πεμπτουσία της εξαθλίωσης, κανονιστικότητα της προδοσίας, αναγκαιότητα της ενοχής), ενώ παράλληλα καθιέρωσε ως βασικό πρώτο κινούν ακίνητο τον ερωτισμό, κυρίως ομοφυλοφιλικό και παρενδυτικό, με βασικό του κέντρο όχι το πνεύμα αλλά τη σάρκα.
Όρισε, μάλιστα, ως βασικές κατηγορίες της όλες τις εξαχρειώσεις και τις παραμορφώσεις της: μονόχειρους εραστές, ψείρες που λάμνουν σαν κοσμήματα πάνω στο δέρμα, «το έλκος που σμιλεύει και ζωγραφίζει τη σάρκα», στολίδια όπως ένας φιόγκος «όχι από κορδέλα αλλά από άντερο βοδιού, δεμένο σε πρόστυχο σχήμα», εν ολίγοις κάθε εσωτερικό ή εξωτερικό σωματικό μέλος που μπορεί να κονιορτοποιείται και να εξαθλιώνεται, συνθέτοντας τη δική του ποιητική, καταστατική αρχή.
Μέσα από τις πραγματικές ιστορίες που περιγράφει ο Ζενέ ο αναγνώστης μαθαίνει πως ο ίδιος βρέθηκε από ορφανός γιος μιας πόρνης, πλην όμως άριστος μαθητής, να ζει στις περιθωριακές κοινότητες, κλέβοντας και πουλώντας τη σάρκα του στους άνδρες των λιμανιών ή των παράνομων κυκλωμάτων στα πανέμορφα μέρη της Ανδαλουσίας, της Βενετίας και της Αμβέρσας.
Στο κέντρο αυτού του αρχιτεκτονικά σχεδιασμένου σύμπαντος, το οποίο ο ίδιος παραλληλίζει με αυτό ενός παλατιού ‒και έκανε ακόμα και τον σκληροπυρηνικό Σαρτρ να αναγνωρίσει το μεγαλείο του‒, ο Ζενέ οριοθέτησε το δικό του, σε αναλογία με τον Ντεκάρτ, σολιψιστικό σύμπαν:
«Είμαι ολομόναχος στον κόσμο και δεν είμαι σίγουρος πως δεν είμαι ο βασιλιάς ‒ίσως και η νεράιδα‒ αυτών των λουλουδιών», γράφει στο αυτοβιογραφικό Ημερολόγιο ενός κλέφτη, αναφερόμενος στα ποταπά σπαρτά (genêts) απ’ όπου προέρχεται το επώνυμό του.«Σαν περνώ από μπροστά τους, μου αποδίδουν τιμές, υποκλίνονται χωρίς να υποκλίνονται στην πραγματικότητα, αλλά με αναγνωρίζουν. Ξέρουν πως είμαι ο ζωντανός, αεικίνητος, σβέλτος εκπρόσωπός του, ο νικητής του ανέμου. Είναι το φυσικό μου έμβλημα, όμως μέσα απ’ αυτά έχω κι εγώ ρίζες σε τούτο το χώμα της Γαλλίας που έχει τραφεί με τα κονιορτοποιημένα κόκαλα των παιδιών, των εφήβων που σοδόμισε, κατακρεούργησε κι έκαψε ο Ζιλ ντε Ρε».
Οριοθετώντας, δηλαδή, εξαρχής τη θέση του ανάμεσα στους ταπεινούς και τους εγκληματίες, προαναγγέλλει ότι, μαζί με τους «κατάδικους της ράτσας του», θα βρει και θα κατοικίσει αυτόν τον νέο κόσμο από την αρχή μέχρι το τέλος, φροντίζοντας να τιμά πάντα τους απαράβατους κανόνες της διαρκούς προδοσίας, της προστυχιάς και φαντασμαγορικής εκδίκησης και οδύνης (π.χ. ξοδεύοντας τα λεφτά που του δίνει ένας έγκλειστος φίλος και, φυσικά, προδίδοντας κατ’ εξακολούθηση τους εραστές του).
Στόχος του, άλλωστε, είναι να απαλλαγεί από τις εύθραυστες ανθρώπινες αμφισημίες που καταστρατηγούν την αλήθεια του πούρου εγκληματία, κόντρα στον φαρισαϊσμό του ενάρετου και του καλού.
Η απροκάλυπτη, χωρίς δικαιολογίες και ενοχές εγκληματική δράση που εξαγνίζεται ακριβώς μέσα από τη βάρβαρη, ατόφια αλήθεια της, καθώς, ως κατεξοχήν θεμελιωτής της, ο Ζενέ δεν έχει, όπως λέει, χαρά ή θλίψη, αλλά πραγματική περηφάνια. Η ελαφρότητα δεν ταιριάζει στους αυθεντικούς εγκληματίες ακριβώς γιατί είναι ύψιστη η αποστολή τους και μύχιος ο σκοπός. Το έγκλημα, κάτι που φαινόταν να ασπάζεται απόλυτα και ο Ντοστογιέφσκι, έχει μια μύχια δύναμη που είναι τελικά θρησκευτική ‒ και τα θρησκευτικά θέματα, όπως λέει και ο Ζενέ, «δημιουργούν την Αφροδίτη, τον Ερμή, την Παρθένο Μαρία».
Και ως θεϊκός εκπρόσωπος των απανταχού περιθωριακών και καταφρονεμένων επί της γης ο ίδιος ξέρει και λέει ότι «οι φτωχοί είμαι εγώ». Εξού και δεν περιγράφει γεγονότα και εγκλήματα που τον έστειλαν στη φυλακή ως κάποιο είδος μακρινής ανάμνησης αλλά εκείνη τη στιγμή που διαπράττονται, από το κελί με μια παροντική δυναμική που μοιάζει με αυτή του ιεραπόστολου, ο οποίος δεν θέλει να είναι «νεκρό γράμμα» αλλά αυτός που αφουγκράζεται κάθε στιγμή του πόνου, λαχταρώντας «τον ήχο του κανονιού, τις σάλπιγγες του θανάτου, έτσι ώστε να μπορώ να έχω μια φυσαλίδα σιωπής που θ’ αναδημιουργείται χωρίς σταματημό».
Όπλο του είναι οι καλολαξεμένες λέξεις που δίνουν «μελωδία σε αυτό που είναι βουβό» και γίνονται τα στιβαρά εργαλεία για τη θεμελίωση αυτού του πλάνου «που συνιστά το ανθρώπινο είδος» και έχει σκοπό να το ταρακουνήσει αναφορικά με τις προκαταλήψεις και τις αδυναμίες του. Μάλιστα, κάθε φορά που αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα της αποστολής του, ο Ζενέ αλλάζει ύφος και απευθύνεται στους αναγνώστες του σε δεύτερο πληθυντικό, ξέροντας ότι όχι μόνο στέκεται απέναντί τους αλλά και ότι είναι με τους άλλους (το αντίθετο του «όμοιε μου, αδελφέ του Μποντλέρ»). Με άλλα λόγια, ότι είναι διαρκώς σε πόλεμο.
Όλα αυτά τα γράφει ο ίδιος στην αριστουργηματική αυτοβιογραφία του που αποτέλεσε την αντι-βίβλο ποιητών και φιλοσόφων, οι οποίοι είδαν στην ωμή πλην όμως απόλυτα ποιητική και συνειδητοποιημένη πένα του τον θεμελιωτή της νέας οντολογίας του Κακού, διόλου θεωρητικής και απόλυτα πραγματωμένης στις πιο αδιανόητες σκοτεινές εκφάνσεις της, που μετέτρεψαν το αυτοβιογραφικό Ημερολόγιο ενός Κλέφτη σε κλασικό ανάγνωσμα πρώτης γραμμής. Δεν είναι τυχαίο ότι στα ελληνικά το βιβλίο είχε μεταφραστεί από έναν κατεξοχήν θεωρητικό αυτής της έκφρασης όπως ο Δημήτρης Δημητριάδης, στη θρυλική λευκή σειρά του Εξάντα, και ενώ ήταν για χρόνια εξαντλημένο τώρα κυκλοφορεί, επιτέλους, και πάλι, μέσα από την ολοζώντανη και δυναμική απόδοση της Ρίτας Κολαΐτη και τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Μέσα από τις πραγματικές ιστορίες που περιγράφει ο Ζενέ ο αναγνώστης μαθαίνει πως ο ίδιος βρέθηκε από ορφανός γιος μιας πόρνης, πλην όμως άριστος μαθητής, να ζει στις περιθωριακές κοινότητες, κλέβοντας και πουλώντας τη σάρκα του στους άνδρες των λιμανιών ή των παράνομων κυκλωμάτων στα πανέμορφα μέρη της Ανδαλουσίας, της Βενετίας και της Αμβέρσας, έχοντας στο μυαλό του την αντίστιξη μεταξύ της ασχήμιας της πράξης και της ομορφιάς του φυσικού ταμπλό βιβάν.
Οι κλοπές και οι καταδίκες εναλλάσσονται έτσι με μια σειρά από μετακινήσεις και διωγμούς σε διαφορετικά, πανέμορφα, η αλήθεια είναι, τοπία που τον οδηγούν στις πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης, κάποια στιγμή στην Ελλάδα, την οποία βρίσκει «μισοχαλασμένη», και μετά πίσω στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Γαλλία.
Σε όλες τις περιγραφές που αφορούν τους μοιραίους του έρωτες με νταβατζήδες, στιβαρούς εγκληματίες, όπως ο Στιλιτάνο, που ο ίδιος, ως ερωτευμένος δοξολογεί, ουσιαστικός πρωταγωνιστής είναι ο ομοφυλοφιλικός έρωτας που ξεκινά από τα περίτεχνα ταγκό και τους χορούς των καταδιωγμένων στρατιωτών και φτάνει σε όλα τα στάδια της παρενδυσίας που δοκιμάζει ο ίδιος ως μόνιμος εραστής των μεταμορφώσεων ‒ το έχουμε δει και στις Δούλες. Ευτυχώς, δεν εφησυχάζει ποτέ και παραμένει πάντα σε εγρήγορση για την παραμικρή λεπτομέρεια που μπορεί να μετατρέψει την κοσμολογική, πλεονεκτική του θέση σε υψηλή τέχνη, συνεπή οντολογία και Αισθητική.
«Η εξαθλίωση είναι πηγή θαυμάτων», γράφει σε κάποιο σημείο του βιβλίου και διατηρεί την ψυχραιμία που απαιτεί η επίγνωση αυτής της αποστολής, καθώς έχει δει τα πράγματα φανερωμένα στην απολυτότητά τους. Χωρίς διάθεση εξωραϊσμού, έτσι, ομολογεί πως έχει διακρίνει και δει «το χάρισμα που ύμνησα, κι αυτό ακριβώς θα φεγγοβολά στα βιβλία μου με μια λάμψη τόσο δυνατή όσο και η περηφάνια, ο ηρωισμός, η τόλμη. Δεν γύρεψα δικαιολογίες. Μήτε και υπεράσπιση. Θέλησα απλώς να έχουν κι αυτά το δικαίωμα στη δόξα των Λέξεων. Και τούτο το εγχείρημα κάθε άλλο παρά μάταιο θα ήταν για μένα».
Του οφείλουμε τον κόσμο ιδωμένο αλλιώς τώρα και για πάντα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.