ΚΑΠΟΤΕ ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ η «Φτερού» ήταν ιδιότητα, αστικός θρύλος, εξωτικός κινηματογραφικός χαρακτήρας που διασάλευε τα όρια ανάμεσα στον κομπάρσο και τον γκεστ σταρ, ρόλος που τον υποδύονταν κατά καιρούς διάφορα πρόσωπα όπως οι πελεκάνοι που διαδέχονταν τον (αυθεντικό) «Πέτρο» στη Μύκονο.
Αργότερα συνειδητοποίησα ότι παρά την κραυγαλέα συμβολοποίηση και την αφαίρεση που κουβαλούσε αυτή η προσφώνηση, στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα συγκεκριμένο άτομο με συγκεκριμένη υπόσταση και συγκεκριμένο ονοματεπώνυμο: Ανδρέας Νομικός.
Τα τελευταία χρόνια δεν πολυπήγαινα στο λεγόμενο ιστορικό κέντρο της πόλης, όπου ήταν πάντα ο φυσικός χώρος του ή το οικείο του σκηνικό (είχε σπουδάσει ηθοποιός) και μαθαίνοντας για τον θάνατό του ομολογώ ότι η πρώτη μου αντίδραση ήταν: «μα, ζούσε ακόμα;». Όχι επειδή ήταν τόσο ηλικιωμένος (ήταν 84 ετών) αλλά υποθέτω επειδή στο μυαλό μου εκπροσωπούσε μια Αθήνα και μια κατάσταση που έχει χαθεί από τα τέλη ήδη του περασμένου αιώνα και θα ήταν φυσιολογικό ίσως να τον είχε πάρει μαζί της.
Το εμπορικό τρίγωνο ήταν αλλιώς, η Ομόνοια ήταν αλλιώς, το Σύνταγμα ήταν αλλιώς, τα ήθη ήταν αλλιώς και οι κάτοικοι της πόλης είχαν την κοινή αίσθηση ότι αποτελούν μέλη ενός θιάσου που έδινε κάθε μέρα την ίδια παράσταση με κάποιες παραλλαγές και κάποιους αυτοσχεδιασμούς κατά περίσταση.
«Ας έχει χάρη που είναι καλός στη δουλειά του» λέει στην ταινία «Μικροί και μεγάλοι εν δράσει» η αισθητικός / φυσιοθεραπεύτρια Μαίρη Αρώνη για τον βοηθό της τον Φίφη, τον οποίο υποδυόταν για μια ακόμη φορά ο συχωρεμένος Σταύρος Παράβας, στην κληρονομιά του οποίου (λες και τα έγραφε ο ίδιος τα σενάρια) έχει χρεωθεί το στερεότυπο του κραγμένου ομοφυλοφίλου που επικρατούσε για δεκαετίες στο βιομηχανικό σινεμά και στην κοινωνία.
Δηλαδή αν δεν ήταν καλός στη δουλειά του ή στον ρόλο του γλαφυρού διασκεδαστή –στα σκέρτσα του οποίου πρόβαλλε η κοινωνία των «κανονικών» τις ανασφάλειες και τις υστερίες της– τι θα γινόταν; Θα τον εκτελούσαμε; Θα τον στέλναμε εξορία, φυλακή, τρελάδικο;
Ο Ανδρέας Νομικός εμφανίστηκε σε καμιά τριανταριά ταινίες υποδυόμενος όχι έναν χαρακτήρα μυθοπλασίας, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό (as himself όπως θα αναφερόταν σε αγγλικούς τίτλους τέλους) σα να παίζει σε σινεμά βεριτέ ή σε ντοκιμαντέρ με θέμα χαρακτηριστικές / εξωτικές φιγούρες του κέντρου της πόλης. Φτερά και πούπουλα όχι ως μεταφορά, αλλά ως είδος πρώτης ανάγκης για το ξεσκόνισμα υλικών πάσης φύσεως.
Το εμπορικό τρίγωνο ήταν αλλιώς, η Ομόνοια ήταν αλλιώς, το Σύνταγμα ήταν αλλιώς, τα ήθη ήταν αλλιώς και οι κάτοικοι της πόλης είχαν την κοινή αίσθηση ότι αποτελούν μέλη ενός θιάσου που έδινε κάθε μέρα την ίδια παράσταση με κάποιες παραλλαγές και κάποιους αυτοσχεδιασμούς κατά περίσταση.
Στη σελίδα του στο facebook, ο εθνικός θησαυρός που λέγεται Άγγελος Παπαδημητρίου θυμήθηκε προχθές μια τέτοια σκηνή από τις αρχές της δεκαετίας του ’70 όταν είχε βρεθεί σε μια από τις καθημερινές παραστάσεις της θρυλικής, όπως λέμε πλέον, «Φτερούς»:
«Την ίδια εποχή στην Κλαυθμώνος, στο μεγάλο κτήριο του ναυτικού, η σχεδόν πολεμική του ιαχή «φτεράάάά» (το πιό κοντινό που μπορώ να φανταστω στό «αέράάάάάά» του ‘40) ξεσηκώνει τους ναύτες οι οποίοι βγαίνουν στα παράθυρα του κτηρίου κι αρχίζουν όλοι μαζί να ουρλιάζουν σ΄ ενα ξέφρενο κέφι ό,τι μπορείτε να φανταστείτε (ξεχώριζαν μερικές λέξεις όπως σύκααααα ή μωρήήή ... ανάμεσα στα ουουουουου !!!!). Ο Ανδρέας ατάραχος στέκεται στη μέση της πλατείας κοιτάζει θεατρικά το ρολόι του και μέσα σ΄ αυτόν τον ορυμαγδό ξεχωρίζει η φωνή του που καλύπτει τα πάντα (όπως η φωνή της Κάλλας τη χορωδία και την ορχήστρα): "Δώδεκα παρά είκοσι ! Οι τίμιες βγήκαν στα μπαλκόνια τους!"»