ΛIΓΟ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ ΤΕΛΟΣ αυτού του ντοκιμαντέρ που φέρει τον εμφατικό, πλην όμως ψύχραιμο και ξεκάθαρο όσον αφορά τις προθέσεις του, τίτλο «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κόσμπι», ο δημιουργός του θέτει στους συνεντευξιαζόμενους (κάποιες εκ των οποίων συγκαταλέγονται ανάμεσα στις πάνω από 60 γυναίκες που έχουν βγει μέσα στα χρόνια να καταγγείλουν τον διάσημο κωμικό ότι τις νάρκωσε και τις βίασε) αλλά και στους θεατές ένα κοινότοπο πλέον, ίσως και ψευδές ερώτημα, που όμως κυριαρχεί επίμονα τα τελευταία χρόνια και όλοι το έχουμε σκεφτεί, από μέσα μας ή δημοσίως:
«Μπορούμε να διαχωρίσουμε την τέχνη από τον καλλιτέχνη, το έργο από τον δημιουργό; Και τι συμβαίνει όταν το ίνδαλμά σου δεν είναι ο άνθρωπος που νόμιζες ότι είναι; Κι αν τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα και η προσφορά του είναι τέτοια που άλλαξαν τον κόσμο;»
Αν δεν κατανοήσει κανείς πόσο αγαπητός και πόσο δημοφιλής και πόσο «έγκριτος» ήταν ο Κόσμπι, δύσκολα θα κατανοήσει πώς ολόκληρο σύστημα έκανε για τόσο πολύ καιρό τα στραβά μάτια στις φρικαλέες ιδιωτικές πρακτικές του, παρότι οι καταγγελίες είχαν ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’60 ακόμα.
Στη χώρα μας ο Μπιλ Κόσμπι έγινε διάσημος, όπως και στον υπόλοιπο πλανήτη, στα μέσα της δεκαετίας του ’80 ως ο τηλεοπτικός πάτερ φαμίλιας της οικογένειας Χάξταμπλ στην κωμική σειρά The Cosby Show («Μπιλ Κόσμπι» λεγόταν στο πρόγραμμα της ελληνικής τηλεόρασης) που ξεκίνησε το 1984 και τελείωσε το 1992, κατά σύμπτωση την ίδια εβδομάδα που ξέσπασαν στο Λος Άντζελες οι ταραχές μετά τον άγριο ξυλοδαρμό του Ρόντνεϊ Κινγκ από την αστυνομία.
Πριν όμως γίνει οικουμενικός (θυμάμαι κυκλοφορούσε και στα ελληνικά το «παιδαγωγικό» μπεστ σέλερ του με τίτλο «Καημένε Μπαμπά» από τις εκδόσεις Bell), ο Μπιλ Κόσμπι ήταν ήδη, μεταξύ άλλων επιτευγμάτων που φανέρωναν μια εξαιρετικά χαρισματική, πολυδιάστατη αλλά και αιχμηρά υπολογιστική προσωπικότητα, ο εθνικός «μπαμπάς της Αμερικής». Και μάλιστα ολόκληρης και όχι μόνο της μαύρης (παρά τη μακρά και γενναιόδωρη προσφορά του στους αγώνες για την ισοτιμία και τα πολιτικά δικαιώματα), μέσα από τις πολλαπλές και συχνά ιδιοφυείς εμφανίσεις του σε παιδικές εκπομπές, δραστηριότητα που σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες ιδιότητές του –δημοφιλέστατος κωμικός, πρωτοπόρος του συντακτικού της stand up κωμωδίας, ο πρώτος μαύρος που έγινε σταρ σειρών δράσης όπως το I,Spy, ινστρούχτορας της μαύρης ανέλιξης με πλούσιο φιλανθρωπικό έργο– έμοιαζε να βρίσκεται πανταχού παρούσα στην κουλτούρα.
Στη διάρκεια των τεσσάρων ωριαίων επεισοδίων που αποτελούν το ντοκιμαντέρ, το οποίο έκανε πρεμιέρα προχθές στις πλατφόρμες, ο δημιουργός του, Καμάου Μπελ, γνωστός κωμικός και οικοδεσπότης της σειράς ντοκιμαντέρ του CNN «United Shades of America», καταγράφει με τη βοήθεια του πλούσιου αρχειακού υλικού τη διαδρομή του Κόσμπι στα διάφορα επίπεδα της καταξίωσης και της φήμης.
Κι αν δεν κατανοήσει κανείς πόσο αγαπητός και πόσο δημοφιλής και πόσο «έγκριτος» ήταν ο Κόσμπι, δύσκολα θα κατανοήσει πώς ολόκληρο σύστημα έκανε για τόσο πολύ καιρό τα στραβά μάτια στις φρικαλέες ιδιωτικές πρακτικές του, παρότι οι καταγγελίες είχαν ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’60 ακόμα. Έπρεπε όμως να φτάσουμε στα μέσα της προηγούμενης για να περάσει η υπόθεση στη δικαιοσύνη.
Πώς απαντούν όμως στο ερώτημα που θέτει ο Μπελ οι άνθρωποι – πρώην συνεργάτες του, εκπρόσωποι των τεχνών, επιφανείς προσωπικότητες της διανόησης, δημοσιογράφοι, κριτικοί, αλλά και κάποιες από τις γυναίκες που κακοποίησε μέσα στις δεκαετίες – που δέχτηκαν να μιλήσουν στην ταινία του; Τι εκπροσωπεί πλέον ο Μπιλ Κόσμπι γι’ αυτούς; Ιδού μερικές απαντήσεις:
«Ο Μπιλ Κόσμπι ήταν ένας μάστορας της τέχνης του, είτε μιλάμε για υποκριτική, είτε για κωμωδία, είτε για βιασμό»
«Ένας κατά συρροή βιαστής που είχε κάποτε μια δημοφιλή εκπομπή»
«Πάντα θα έχω αγάπη για τον ίδιο και το έργο του, δεν είμαι ο τύπος που θα εγκαταλείψει κάποιον, όποιες κι αν είναι οι περιστάσεις»
«Εν τέλει, ο Κόσμπι είναι ένας καταλύτης για την κατανόηση του αμερικανικού πειράματος»
«Το τέλος του βιβλίου του είναι μια σκισμένη σελίδα»
Μια από τις γυναίκες που έπεσαν θύματά του τον περιγράφει στην ταινία ως «έναν ιδιαίτερα ευφυή και κακόβουλο νάρκισσο, που υπολόγιζε από την πρώτη στιγμή πότε και πώς θα σε ρουφήξει σαν ηλεκτρική σκούπα».
Κι αν μένει στον θεατή μια συγκεκριμένη ιδέα για τον Μπιλ Κόσμπι, μετά από αυτό το ντοκιμαντέρ, είναι αυτή ενός ατόμου που διαρκώς επιζητούσε και πετύχαινε να ελέγχει και να κυριαρχεί στους άλλους, κατορθώνοντας να έχει το ακαταλόγιστο ακόμα και στις πιο ειδεχθείς πράξεις του. Κι αυτό είναι σίγουρα κάτι για το οποίο πρέπει να μιλήσουμε, όσο εξακολουθεί όχι μόνο να υφίσταται αλλά και να θριαμβεύει αναίσχυντη η κουλτούρα του βιασμού και όσο το σύστημα εξακολουθεί να συγκαλύπτει τέτοιου είδους εγκληματικές παθογένειες.