Τη λένε Πάρβιν, είναι 31 ετών, ψυχολόγος και κατάγεται από την πόλη Ραστ του Ιράν. Πέντε χρόνια πριν αναγκάστηκε, λέει, να πάρει τον δρόμο της προσφυγιάς όταν οι συγγενείς της, που επέμεναν να χειραγωγήσουν τη ζωή της, περιορίζοντας και τις λιγοστές ελευθερίες που μπορούσε να έχει ως γυναίκα σε ένα θεοκρατικό καθεστώς, έφτασαν να σκοτώσουν τη μητέρα της επειδή την υποστήριζε.
Όταν κατάλαβε ότι ούτε οι αρχές ήταν διατεθειμένες να την προστατέψουν, η φυγή έγινε μονόδρομος, γρήγορα ωστόσο συνειδητοποίησε ότι το «πέρασμα στην Ευρώπη» ήταν δυσκολότερο από όσο φανταζόταν.
Μέσα στο 2020 προσπάθησε επτά φορές να περάσει τα ελληνοτουρκικά σύνορα, τόσο από τον Έβρο όσο και διά θαλάσσης. Τη μία δεν τα πέρασε ποτέ –στις συνοριακές ταραχές τον Φεβρουάριο του ’20–, τις άλλες έξι συνελήφθη και επαναπροωθήθηκε βίαια πίσω στην Τουρκία μαζί με άλλους πρόσφυγες, μια εξ αυτών μάλιστα ενώ βρισκόταν ήδη 200 χλμ. μέσα στο ελληνικό έδαφος.
Σε καμία περίπτωση δεν της επιτράπηκε να υποβάλει αίτημα για άσυλο, να επικοινωνήσει με δικηγόρο ή να ασκήσει οποιοδήποτε νόμιμο δικαίωμά της – οι πρόσφυγες που επαναπροωθούνται δεν καταγράφονται πουθενά, επισήμως δεν υπάρχουν καν και σύμφωνα με όλες τις σχετικές μαρτυρίες, μαζί και τη δική της, οι τοποθεσίες και οι χώροι (από κρατητήρια αστυνομικών τμημάτων μέχρι κοντέινερ) όπου κρατούνται για λίγες ώρες ή μέρες κρατούνται μυστικά, τους στερούν δε ακόμα και το φαγητό.
Αντί όμως τα εμπόδια που έβαζαν στον δρόμο της να την αποθαρρύνουν, την πεισμάτωσαν περισσότερο: Η όγδοη φορά αποδείχτηκε τυχερή και σήμερα πια βρίσκεται στη Γερμανία όπου έχει ήδη υποβάλει αίτηση για άσυλο.
Η Πάρβιν υποστηρίζει ότι, τις τελευταίες δύο φορές που απελάθηκε, στην επιχείρηση συμμετείχαν και ένστολοι που δεν μιλούσαν ελληνικά, βεβαιώνει επίσης και εκείνη, με τη σειρά της, ότι η άσκηση βίας προς εκφοβισμό και «παραδειγματισμό» είναι συνηθισμένη πρακτική στα pushbacks, όπως συνηθισμένο είναι να κατάσχουν ή να καταστρέφουν ό,τι βρίσκουν πάνω στους υπό επαναπροώθηση πρόσφυγες, από προσωπικά έγγραφα μέχρι κινητά.
Σε όλα τα παραπάνω περιστατικά επαναπροωθήσεων, η γενναία αυτή γυναίκα διεκδίκησε με σθένος τα δικαιώματά της και ως απάντηση υπέστη συχνά βία, λεκτική και σωματική, συνοδεία απειλών από τους άνδρες που τη συλλάμβαναν και που είχαν καλυμμένα τα πρόσωπα και τα διακριτικά τους, καθώς καταγγέλλει, έχει μάλιστα δημοσιεύσει και φωτογραφίες από τραύματα στο σώμα της που φαίνεται να προκλήθηκαν από βασανισμό.
Υποστηρίζει ότι, τις τελευταίες δύο φορές που απελάθηκε, στην επιχείρηση συμμετείχαν και ένστολοι που δεν μιλούσαν ελληνικά, βεβαιώνει επίσης και εκείνη, με τη σειρά της, ότι η άσκηση βίας προς εκφοβισμό και «παραδειγματισμό» είναι συνηθισμένη πρακτική στα pushbacks, όπως συνηθισμένο είναι να κατάσχουν ή να καταστρέφουν ό,τι βρίσκουν πάνω στους υπό επαναπροώθηση πρόσφυγες, από προσωπικά έγγραφα μέχρι κινητά. Τα τελευταία είναι ο πρώτος στόχος ώστε και η επικοινωνία να είναι αδύνατη και ντοκουμέντα να μην υπάρχουν.
Κατάφερε, παρά ταύτα, τις τρεις πρώτες φορές να κρύψει το κινητό της και να διασώσει κάποιο οπτικοακουστικό υλικό. Βάσει αυτού η Forensic Architecture ερεύνησε και δημοσιοποίησε την ιστορία της, η οποία παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όχι μόνο διότι είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις που ένα θύμα επαναπροώθησης τολμά να μιλήσει δημόσια δείχνοντας το πρόσωπό του αλλά και επειδή με τη συνδρομή της HumanRights360, της F.A. και του Ευρωπαϊκού Κέντρου Συνταγματικών και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ECCHR) πήγε την υπόθεσή της στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (UNHRC).
Η Επιτροπή αναμένεται να ζητήσει τον λόγο από τις ελληνικές αρχές, οι οποίες εξακολουθούν, βεβαίως, να διαψεύδουν κατηγορηματικά ότι ακολουθούν τέτοιες πρακτικές.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια περίοδο που η βάρβαρη, οργουελική πρακτική των pushbacks στην ελληνοτουρκική μεθόριο και τα άλλα «ευαίσθητα» χερσαία και θαλάσσια σύνορα της Ε.Ε. –από την κεντρική Μεσόγειο μέχρι τα σύνορα Λευκορωσίας-Πολωνίας– για την οποία «φωνάζουν» χρόνια τώρα πλήθος οργανώσεις και φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων απασχολεί πλέον μεγάλα διεθνή ΜΜΕ, διεθνή δικαστήρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και τα ίδια τα ανώτατα θεσμικά όργανα της Ε.Ε.
Στα «καθ’ ημάς», προσφυγές για παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων από το ελληνικό λιμενικό έχουν ήδη κατατεθεί τόσο στην Εισαγγελία του Αρείου Πάγου όσο και στο Δικαστήριο της Ε.Ε., με τη Frontex να φέρεται επίσης ως εμπλεκόμενη σε κάποιες περιπτώσεις.
Η Πάρβιν διηγείται την ιστορία της
«Το μόνο που ζητώ είναι δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια… είναι καιρός πια και να μπει ένα τέλος σε αυτές τις παράνομες όσο και απάνθρωπες πρακτικές». Με τα λόγια αυτά έκλεισε την εισήγησή της η Πάρβιν, κεντρικό πρόσωπο στη χτεσινή διαδικτυακή συνέντευξη Τύπου στην οποία συμμετείχαν οι Ελένη Τάκου, αναπληρώτρια διευθύντρια της HumanRights360, Χάναα Χακίκι, νομική σύμβουλος του ECCHR, Στέφανος Λεβίδης, ερευνητής της Forensic Architecture, Κωστής Τσιτσελίκης, καθηγητής Διεθνούς Δικαίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, και Nils Muižnieks, διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος της Διεθνούς Αμνηστίας και πρώην Επίτροπος Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Συμβουλίου της Ευρώπης.
«Οι συνεχείς αναφορές που λαμβάνουμε, σε αντίθεση με τη σιγή και άρνηση των αρμοδίων φορέων και αρχών, μαρτυρούν ότι το φαινόμενο των επαναπροωθήσεων/παράνομων απελάσεων παραμένει ιδιαίτερα έντονο… Οι πρακτικές αυτές, που τεκμηριώνονται από τις μαρτυρίες που έχουμε επανειλημμένα καταθέσει, αναδεικνύουν μία συνεχή, συστηματική και αδιάλειπτη πρακτική παράνομων επαναπροωθήσεων.
Ακόμη χειρότερα, εμφανίζονται ποικίλες πρακτικές και μοτίβα, ενώ τα περιστατικά συνοδεύονται και από άλλες παραβιάσεις δικαιωμάτων όπως σωματική και λεκτική βία, απαγωγή και παράνομη κράτηση, άρνηση ενημέρωσης για δικαιώματα κ.λπ. που εκθέτουν ανεπανόρθωτα την Πολιτεία και πλήττουν το κράτος δικαίου. Οι προσφυγές ενώπιον διεθνών οργάνων αποτελούν μία ευκαιρία να δοθεί ένα τέλος σε όλο αυτό», είπε μεταξύ άλλων η Ελένη Τάκου, επισημαίνοντας, επιπλέον, τον κίνδυνο «κανονικοποίησης» των pushbacks στον δημόσιο λόγο και τη μετατροπή της Ελλάδας σε «εργαστήριο» άσκησης τέτοιων πολιτικών, με τον «υβριδικό πόλεμο» που είχαμε αρχές του χειμώνα στα σύνορα Λευκορωσίας-Πολωνίας, όπου χιλιάδες πρόσφυγες προσπάθησαν να περάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος, να παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με όσα συνέβησαν στον Έβρο τον Φεβρουάριο του ’20, ακόμα και στη φρασεολογία περί «εισβολής» που χρησιμοποιήθηκε εκατέρωθεν.
Η Χάναα Χακίκι αφού εξήρε το θάρρος και την αποφασιστικότητα της Πάρβιν εστίασε στη νομική πλευρά του θέματος, στις ενέργειες που έχουν γίνει και αυτές που πρόκειται να ακολουθήσουν. Μίλησε για κατάχρηση εξουσίας, καταπάτηση εθνικών και διεθνών νόμων και συνθηκών, παράνομες απελάσεις με συνοπτικές διαδικασίες, άσκηση βίας, ακόμα και βασανιστήρια, τόνισε επίσης ότι οι πρόσφυγες που υφίστανται αυτές τις πρακτικές εκτίθενται σε ακόμα μεγαλύτερους κινδύνους όπως τελική απέλαση στη χώρα προέλευσης όπου συνήθως δεν είναι καλοδεχούμενοι και απειλούνται με σύλληψη, φυλάκιση ή και εκτέλεση. Επειδή δε οι περισσότεροι, μην έχοντας πού να επιστρέψουν, επιμένουν να συνεχίσουν το ταξίδι τους, εκτίθενται σε επιπλέον κακουχίες, τραυματισμούς ή ακόμα και στον θάνατο.
Ο Στέφανος Λεβίδης παρουσίασε αναλυτικά τα στοιχεία που κατέθεσε η Πάρβιν στη Forensic Architecture μέσω των οποίων κατέστη δυνατή η χαρτογράφηση των διαδρομών που ακολούθησαν οι παράνομες επαναπροωθήσεις, τις τοποθεσίες όπου κρατήθηκε κλπ. Επεσήμανε ότι τόσο η F.A. και η HumanRights360 όσο και άλλες οργανώσεις που ασχολούνται με το αντικείμενο έχουν δημοσιεύσει επανειλημμένα αναφορές για τέτοια περιστατικά με μεθοδολογίες επαλήθευσης που κάθε φορά επιβεβαιώνονται, εξήρε δε τη σημασία του οπτικοακουστικού υλικού που διέσωσε η Πάρβιν εφόσον η πρόσβαση στην ελληνοτουρκική μεθόριο (αλλά και σε κάποια νησιωτικά ΚΥΤ) είναι σχεδόν αδύνατη σε ακτιβιστές οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων καθότι στρατιωτικοποιημένη ζώνη. Ιδιαίτερη σημασία έδωσε και στη μαρτυρία της για την παρουσία ξένων ένστολων σε αυτές τις επιχειρήσεις καθώς, εφόσον ισχύει, «δείχνει» ευθέως τη Frontex.
Επαναπροωθήσεις στον ποταμό Έβρο
Ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης αναφέρθηκε στην «πολιτική κουλτούρα της λογοκρισίας και του ψεύδους» που καλλιεργείται, κουλτούρα η οποία δημιουργεί «ένα στρεβλό πολιτικό παράδειγμα που υπονομεύει το κράτος δικαίου σε Ελλάδα και ΕΕ»: «Δεν είναι δυνατόν το επίσημο κράτος να λειτουργεί ως παρακράτος ακολουθώντας μαφιόζικες πρακτικές αυτοδικίας που παραπέμπουν σε σκοτεινές εποχές και ανώμαλες πολιτικές καταστάσεις», είπε χαρακτηριστικά, εκφράζοντας την ανησυχία του όχι μόνο για το ηθικό αλλά και για το πολιτικό παράδειγμα που δίνουν τέτοιες ενέργειες: «Να μη συνηθίσουμε την όψη του τέρατος».
Ο Nils Muižnieks μίλησε για «ευφημισμό» όσον αφορά τον όρο «επαναπροωθήσεις», καθώς «οι πρόσφυγες δεν απωθούνται ευγενικά αλλά βίαια», κατηγόρησε δε τις ελληνικές αρχές ότι αντί να αναλάβουν τις ευθύνες τους επιμένουν να αρνούνται την πραγματικότητα, αντιδρώντας οργισμένα σε όσους αμφισβητούν τα λεγόμενά τους. Είπε ότι έχουν αυξηθεί η βία και οι τραυματισμοί προσφύγων που απελαύνονται, «μερικοί καταλήγουν ακόμα και με σπασμένα χέρια ή πόδια», ανέφερε επίσης ότι pushbacks δεν συμβαίνουν μόνο στα σύνορα αλλά και στο εσωτερικό της χώρας, πράγμα που σημαίνει ότι προς τούτο συνεργάζονται πολλές διαφορετικές υπηρεσίες και άρα καμία κυβέρνηση δεν μπορεί να επικαλεστεί άγνοια.
«Δυστυχώς το βαρύ κλίμα στην Ε.Ε. ενισχύει το αίσθημα ατιμωρησίας και την ανοχή τέτοιων φαινομένων στην Ελλάδα και τις άλλες παραμεθόριες χώρες… Υπάρχει μια κλιμάκωση της βίας κατά των προσφύγων στο όνομα της προστασίας των ευρωπαϊκών συνόρων και αυτό που χρειάζεται είναι μια αλλαγή πολιτικής και ένα διαφορετικό αφήγημα», κατέληξε.