ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΟΜΟΛΟΓΟΥΝ ούτε στον εαυτό τους μάλλον, έχει όμως κανείς την αίσθηση ότι κάποιοι από τους πλέον ένθερμους ακόλουθους του πρωθυπουργού, από εκείνους και εκείνες που μοιάζουν να έχουν «παντρευτεί» άνευ όρων αυτή την κυβέρνηση και να έχουν αποδώσει στον ίδιο μια αίσθηση πεπρωμένου, κλονίστηκαν, λιγάκι έστω, εντός τους από το προχθεσινό άναρθρο σχεδόν ξέσπασμά του κατά την κορύφωση του γνωστού επεισοδίου με την Ολλανδή δημοσιογράφο.
Τι κι αν πήγαν να ρίξουν όλο το φταίξιμο σ’ αυτή την ιδιοσυγκρασιακή κυρία με το επιδεικτικό λουκ και τους κακούς τρόπους; Τι κι αν της απέδωσαν χυδαίους χαρακτηρισμούς που δεν συνάδουν στην αστική ανατροφή και στη φιλελεύθερη προδιάθεσή τους (μόνο το «παστρικιά» δεν είδα από όλο το vintage μισογυνικό ρεπερτόριο); Τι κι αν έπεισαν ακόμα και το εαυτό τους ότι «και λίγα της είπε», η καρδούλα τους το ξέρει.
Εντελώς αντικειμενικά και με όρους δημόσιας εικόνας, δεν ήταν αντίδραση αυτή ψύχραιμου και προετοιμασμένου ηγέτη. Στην καλύτερη περίπτωση ήταν σαν άσκηση αυτοσχεδιασμού που έμοιαζε να λειτουργεί με κάποιον τρόπο στις πρόβες ή στον καθρέπτη, την ώρα της παράστασης όμως τίποτα δεν πήγε σωστά. Ούτε το timing, ούτε η εκφορά, ούτε τίποτα. Αυτό δεν αλλάζει όσο κι αν οι εθνεγερτικοί τόνοι που αναδύθηκαν εν εξάλλω από μέσα του βρήκαν υποτίθεται ανταπόκριση στα πατριωτικά ένστικτα του κοινού.
Δεν είναι ζήτημα ευπρέπειας, κάθε άλλο. Ζήτημα ουσίας είναι και ευκαιρίας που χάθηκε. Το μόνο που κατάφερε με τον τρόπο της ήταν να υποβαθμίσει και να θέσει υπό αμφισβήτηση ένα ζήτημα υπαρκτό που μας εκθέτει διεθνώς αλλά εμείς αποφεύγουμε να αναγνωρίσουμε ακόμα και την ύπαρξή του.
Κι εκείνη όμως, τι διάολο; Σα να ήταν βαλτή μέσω της δικής της ξεκούδουνης παράστασης για να κάψει ένα τόσο σοβαρό ζήτημα όσο αυτό των βίαιων (και παράνομων, σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο) επαναπροωθήσεων (pushbacks) προσφύγων για τις οποίες διαβάζουμε τακτικά σε διάφορα επιφανή και mainstream διεθνή μέσα, εδώ όμως ομερτά και σιλάνς.
Ήταν εντελώς αχαρακτήριστος και αντιδημοσιογραφικός και άκυρος ο τρόπος που το έθεσε χωρίς να κάνει καν κάποιο ερώτημα, αποδίδοντας μόνο χαρακτηρισμούς στον ερωτώμενο, λες και ήταν μέλος σε κάποιο προεκλογικό πάνελ όπου έχουν εγκαταλειφθεί προ πολλού οι αβρότητες και η αντιπαράθεση στοιχειών και απλώς ο ένας υποψήφιος κατηγορεί τον άλλον ως κατά συρροή ψεύτη.
Δεν είναι ζήτημα ευπρέπειας, κάθε άλλο. Ζήτημα ουσίας είναι και ευκαιρίας που χάθηκε. Το μόνο που κατάφερε με τον τρόπο της ήταν να υποβαθμίσει και να θέσει υπό αμφισβήτηση ένα ζήτημα υπαρκτό που μας εκθέτει διεθνώς αλλά εμείς αποφεύγουμε να αναγνωρίσουμε ακόμα και την ύπαρξή του.
Μια από τις πιο γλαφυρές λεπτομέρειες πάντως, ένα από τα απολαυστικά στιγμιότυπα αυτής της απρόσμενα επεισοδιακής συνέντευξης τύπου, ήταν η έκφραση του Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, ο οποίος καθόταν ακριβώς δίπλα στην Ίνγκεμποργκ Μπέγκελ την ώρα που εκείνη πήρε το μικρόφωνο για να εγκαλέσει τον Έλληνα πρωθυπουργό. Ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπό του, στο βλέμμα του ουσιαστικά, αφού μόνο τα μάτια αφήνει ακάλυπτα η μάσκα, αποκαλύπτει πληθώρα αλληλοσυγκρουόμενων συναισθημάτων καθώς στρέφει το κεφάλι και κοιτάζει τη δημοσιογράφο πλάι του με ένα μίγμα σύγχυσης, τρόμου, δέους και γνήσιας και αγνής έκπληξης.
Σα να διαταράχτηκε βίαια κι από το πουθενά η συνήθης εθιμοτυπική νιρβάνα, σα να βρέθηκε ξαφνικά στην πρώτη γραμμή μιας αντιπαράθεσης για την οποία δεν τον είχε προειδοποιήσει κανείς ότι μπορεί να συμβεί.