Ο κόσμος αλλάζει, η γλώσσα οφείλει να ακολουθεί. Πολλές λέξεις που παλιότερα χρησιμοποιούσαμε χωρίς ενοχή στο λεξιλόγιό μας είναι κακοποιητικές, υποτιμητικές και στιγματίζουν, δεν είναι ορθό να τις χρησιμοποιούμε. Απευθυνθήκαμε σε ειδικούς, ανθρώπους που γνωρίζουν από πρώτο χέρι τις αλλαγές, τι είναι επιτρεπτό και τι όχι, και φτιάξαμε ένα λεξικό της νέας καθημερινότητας με όσα πετάμε, όσα αλλάζουν και όσα επιτρέπεται να χρησιμοποιούμε αντ’ αυτών.
ΛΟΑΤΚΙ+
Το αναπτυσσόμενο πεδίο των gender studies έχει εισαγάγει τα τελευταία χρόνια μια σειρά από όρους που χρησιμοποιούνται πλέον ευρέως για να περιγράψουν εμπειρίες και χαρακτηριστικά που σχετίζονται με τον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου. Η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα, ως μια μειονότητα που υφίσταται συνεχώς διακρίσεις και κακοποιητικές συμπεριφορές, έχει αναγνωρίσει τους παρακάτω όρους ως ορθούς, κόντρα σε άλλους που αποτελούν ετερο/cis-σεξιστική ορολογία (δηλαδή λέξεις ή φράσεις που ευτελίζουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα). Ωστόσο είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η γλώσσα που χρησιμοποιείται σχετικά με τα ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας εξελίσσεται και αναπροσαρμόζεται διαρκώς, σε συνδυασμό με τις προκλήσεις που εκ των πραγμάτων θέτει η ελληνική γλώσσα, ενώ το βίωμα κάθε ατόμου παίζει καθοριστικό ρόλο στον αυτοπροσδιορισμό του (όπως συμβαίνει π.χ. με τον παρωχημένο όρο «τρανσέξουαλ»). Σαφώς δεν πρόκειται για «νέες» εμπειρίες και ταυτότητες αλλά για καταστάσεις που ως τώρα δεν αναγνωρίζονταν και δεν ήταν ορατές. Παράλληλα, χαρακτηρισμοί όπως «queer», που παλαιότερα είχαν ξεκάθαρα κακοποιητική χροιά, έχουν πλέον επανακτηθεί από την κοινότητα και νοηματοδοτούν εντελώς διαφορετικές καταστάσεις.
ΛΟΑΤΚΙ+: Αρκτικόλεξο που προκύπτει από τις λέξεις λεσβίες, ομοφυλόφιλοι, αμφιφυλόφιλοι, τρανς, κουίρ, ίντερσεξ. Το «+» στο τέλος χρησιμοποιείται για να συμπεριλάβει όλες τις υπόλοιπες ταυτότητες.
Σεξουαλικός προσανατολισμός: Η ρομαντική ή/και σεξουαλική έλξη που βιώνει ένα άτομο για άλλα άτομα. Δεν είμαι απαραίτητο η ρομαντική και η σεξουαλική έλξη να ταυτίζονται.
Πανσέξουαλ (pansexual): Άτομο το οποίο αισθάνεται συναισθηματική ή/και σεξουαλική έλξη προς άτομα όλων των πιθανών ταυτοτήτων φύλου.
Βιολογικά χαρακτηριστικά του φύλου: Διακρίνονται σε πρωτογενή (εσωτερικά και εξωτερικά αναπαραγωγικά όργανα, επίπεδα ορμονών φύλου, φυλετικά χρωμοσώματα) και δευτερογενή (ανάπτυξη στήθους, τριχοφυΐα, κατανομή μυϊκής μάζας και λίπους στο σώμα κ.ά.).
Φύλο (sex): Με βάση το σύνολο των πρωτογενών χαρακτηριστικών φύλου ενός ατόμου, αυτό κατηγοριοποιείται ως αρσενικό (ΧΥ χρωμοσώματα, πέος, όρχεις, υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης) ή ως θηλυκό (ΧΧ χρωμοσώματα, μήτρα, ωοθήκες, κλειτορίδα, υψηλότερα επίπεδα οιστρογόνων). Με βάση αυτή την κατηγοριοποίηση αποδίδεται στο άτομο ένα φύλο, το οποίο καταχωρίζεται και στα επίσημα έγγραφα, π.χ. το πιστοποιητικό γέννησης.
Ίντερσεξ (intersex): Άτομο του οποίου τα χαρακτηριστικά φύλου δεν ανήκουν αυστηρά στην αρσενική ή θηλυκή κατηγορία ή ανήκουν και στις δύο ταυτόχρονα. Όρος-ομπρέλα που αντιπροσωπεύει ένα φάσμα βιολογικών διαφοροποιήσεων σε σχέση με το φύλο. Τα ίντερσεξ άτομα μπορούν να έχουν οποιονδήποτε σεξουαλικό προσανατολισμό, ταυτότητα ή έκφραση φύλου.
Ταυτότητα φύλου: Ο ατομικός και εσωτερικός τρόπος με τον οποίο βιώνει κάθε άτομο το φύλο του. Το φύλο ενός ατόμου μπορεί να είναι το ίδιο με αυτό που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση ή να διαφέρει από αυτό (ονομάζεται και «κοινωνικό φύλο/gender»).
Έκφραση φύλου: Περιλαμβάνει συμπεριφορές και χαρακτηριστικά μέσα από τα οποία ένα άτομο εκφράζει το φύλο του, όπως το χτένισμα, το ντύσιμο, ο τρόπος με τον οποίο μιλάει και κινείται κ.λπ. Τα χαρακτηριστικά αυτά συνήθως γίνονται αντιληπτά ως αρρενωπά, θηλυκά ή ανδρόγυνα, με βάση τα πρότυπα και τις νόρμες κάθε κοινωνίας τη δεδομένη χρονική περίοδο.
Σις (cisgender/cis): Άτομο του οποίου η ταυτότητα φύλου δεν διαφέρει από το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση. Το αντίθετο του τρανς.
Τρανς (transgender): Άτομο του οποίου η ταυτότητα φύλου δεν συμβαδίζει με το φύλο που του αποδόθηκε κατά τη γέννηση. Τα τρανς άτομα μπορεί να βρίσκονται εντός του διπόλου άνδρας-γυναίκα ή και όχι. Στα ελληνικά χρησιμοποιείται και ο όρος «διεμφυλικός».
Τρανσέξουαλ (transsexual): Όρος που χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν από και για τα τρανς άτομα που προβαίνουν σε ιατρικές διαδικασίες φυλομετάβασης. Δεν χρησιμοποιείται πλέον λόγω στιγματισμού, ωστόσο υπάρχουν τρανς άτομα, κυρίως μεγαλύτερης ηλικίας, τα οποία επιθυμούν να αυτοπροσδιορίζονται έτσι.
Non-binary (μη δυϊκό): Περιγράφει τις ταυτότητες φύλου που δεν οριοθετούνται εντός του διπόλου άνδρας-γυναίκα και καλύπτει ένα φάσμα εμπειριών φύλου. Δεν είναι απαραίτητο ότι όλα τα non-binary άτομα αντιλαμβάνονται το φύλο τους με τον ίδιο τρόπο.
Φυλομετάβαση: Οι διαδικασίες που μπορεί να ακολουθήσει ένα τρανς άτομο για να εκφράσει καλύτερα την ταυτότητα φύλου του. Μπορεί να περιλαμβάνει μερικά ή όλα τα ακόλουθα βήματα: το να μιλήσει στην οικογένεια, στο φιλικό και στο εργασιακό του περιβάλλον, το να χρησιμοποιεί ένα διαφορετικό όνομα και νέες αντωνυμίες, το να αλλάξει το ντύσιμό του, το όνομα ή/και το φύλο στα νομικά του έγγραφα, το να προβεί σε ορμονοθεραπεία ή/και σε έναν ή περισσότερους τύπους χειρουργικών επεμβάσεων.
Επέμβαση επαναπροσδιορισμού φύλου: Αναφέρεται σε ένα σύνολο χειρουργικών επεμβάσεων που χρησιμοποιούνται για να αλλάξουν σωματικά χαρακτηριστικά τα οποία δεν αλλάζουν –εντελώς– με την ορμονοθεραπεία ή με άλλες μη ιατρικές παρεμβάσεις.
Νομική αναγνώριση ταυτότητας φύλου: Η διαδικασία για να αλλάξει ένα άτομο το όνομα και το φύλο στα επίσημα έγγραφά του, όπως το πιστοποιητικό γέννησής του, η ταυτότητα, το διαβατήριο κ.ά.
Κουίρ (queer): Πολύπλοκος όρος με πολλαπλές ερμηνείες. Στο παρελθόν χρησιμοποιούνταν υποτιμητικά προς τα άτομα με ομόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό, αλλά σταδιακά, από τη δεκαετία του 1980, υιοθετήθηκε από ακτιβιστές/ακτιβίστριες και θεωρητικούς ως θετικός και συγκρουσιακός αυτοχαρακτηρισμός σε μια προσπάθεια να προκαλέσουν τις κοινωνικές νόρμες σχετικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό, την ταυτότητα φύλου ή/και άλλες μορφές κανονικότητας. Χρησιμοποιείται συχνά από άτομα που δεν αποδέχονται τις παραδοσιακές έννοιες των φύλων και της σεξουαλικότητας και δεν ταυτίζονται/καλύπτονται με κάποιον από τους υπόλοιπους όρους του ακρωνυμίου ΛΟΑΤΙ+, αλλά και ως όρος ομπρέλα για όλα τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα.
Coming out: Η φράση προέρχεται από την έκφραση «coming out of the closet» (βγαίνω από την ντουλάπα) και σηματοδοτεί τη γνωστοποίηση, με τη θέλησή του, του σεξουαλικού προσανατολισμού ή/και της ταυτότητας φύλου ενός ατόμου στο περιβάλλον του. Για παράδειγμα, η αποκάλυψη ενός έφηβου ατόμου στους γονείς του ότι είναι γκέι ή η αποκάλυψη ενός τρανς ατόμου στον/στην επαγγελματία ψυχικής υγείας της ταυτότητας φύλου του.
Outing: Το outing διαφέρει από το coming out, καθώς σημαίνει την αποκάλυψη της ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητας ενός ατόμου παρά τη θέλησή του, από τρίτο άτομο που προβαίνει στην αποκάλυψη αυτή είτε εκούσια, γνωρίζοντας ότι δεν έχει τη συναίνεση του ατόμου που αφορά, είτε ακούσια, κάνοντας λάθος ή μπερδεύοντας τις πληροφορίες.
Ομοφοβία, αμφιφοβία, τρανσφοβία: Οι αρνητικές στάσεις και προκαταλήψεις της κοινωνίας που αφορούν τον μη ετερόφυλο σεξουαλικό προσανατολισμό και τις μη ετεροκανονικές ταυτότητες φύλου (τρανς ταυτότητες). Όταν στρέφονται από το ίδιο το άτομο ενάντια στον εαυτό του ονομάζονται εσωτερικευμένη ομοφοβία, αμφιφοβία και τρανσφοβία. Ο όρος ομοφοβία δημιουργήθηκε από τον George Weinberg το 1969 για να αναφερθεί στην εχθρότητα απέναντι στους ομοφυλόφιλους και τον τρόμο που νιώθει ένα άτομο όταν βρίσκεται κοντά σε ομοφυλόφιλους.
Ετεροκανονικότητα: Η πεποίθηση ότι η ετεροφυλοφιλία είναι ο μοναδικός φυσιολογικός και αποδεκτός σεξουαλικός προσανατολισμός. Περιγράφει την κοινωνικά επιβαλλόμενη δυαδικότητα του φύλου.
Το παραπάνω λεξικό προέρχεται από το βιβλίο «Συμπερίληψη & Ανθεκτικότητα: Βασικές αρχές ψυχοκοινωνικής στήριξης σε θέματα σεξουαλικού προσανατολισμού, ταυτότητας, έκφρασης και χαρακτηριστικών φύλου» (εκδ. Gutenberg) που έχουν επιμεληθεί οι ψυχολόγοι, διδάσκουσες σε Πάντειο και ΠΑΔΑ, ιδρύτριες του Οrlando LGBT+ και επιστημονικά υπεύθυνες της Γραμμής Ψυχολογικής Στήριξης 11528-Δίπλα Σου, Νάνσυ Παπαθανασίου & Έλενα-Όλγα Χρηστίδη. Υλικό έχει αντληθεί και από κεφάλαιο που έχει συγγράψει ο ψυχολόγος Φίλιππος Παγάνης. Ευχαριστούμε θερμά για την παραχώρηση.
Ψυχική υγεία
«Αλλάζουν συνέχεια τα πράγματα στην ψυχιατρική, αλλάζουν συχνά και οι εκφράσεις που χρησιμοποιούμε, έτσι στον καθημερινό μας λόγο αποφεύγουμε όρους όπως “ψύχωση” και “νεύρωση”, που είναι πιο ψυχαναλυτικοί» λέει ο Γιώργος Φλούδας, ψυχίατρος. «Ωστόσο, οι λέξεις “νεύρωση” και “νευρωτικός” χρησιμοποιούνται περισσότερο κοινωνικά και όχι ιδιαίτερα ψυχιατρικά.
Η λέξη “ψύχωση” χρησιμοποιείται ως όρος για να περιγράψει πιο σοβαρές καταστάσεις, π.χ. “ψυχωτικά συμπτώματα”, αλλά μιλάς πια με τη διάγνωση. Ο όρος “ψυχωτικός” χρησιμοποιείται για βαριά συμπτώματα σχιζοφρένειας ή στη μανιοκατάθλιψη, όπου ένας άνθρωπος χάνει την επαφή του με την πραγματικότητα, όταν αυτό που λέει ή αισθάνεται δεν ισχύει.
Οι λέξεις έχουν τη σημασία που τους δίνουμε, άρα δεν είναι μόνο φορείς νοημάτων αλλά δημιουργούν και νοήματα. Έτσι, οποιαδήποτε λέξη μπορεί να γίνει κακοποιητική όταν χρησιμοποιείται με στόχο την κακοποίηση. Όταν ένας άνθρωπος θέλει να επιτεθεί σε κάποιον και χρησιμοποιεί κάποιους ψυχιατρικούς όρους, αναφερόμενος στην υποτιθέμενη ψυχολογική ή διανοητική του κατάσταση, αυτό είναι κακοποιητικό. Ο όρος “σχιζοφρενής” είναι ένας κακοποιητικός όρος, όταν χρησιμοποιείται με αντίστοιχη πρόθεση. Ή ο όρος “υστερικός”.
Εξαρτάται πάντα από το τι θέλει να πει κανείς, κάθε λέξη περιγράφει αυτό που έχει στο μυαλό του ο καθένας. Αν έχει κακή πρόθεση και θέλει να επιτεθεί, να βρίσει, μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιαδήποτε λέξη με υβριστικό τρόπο.
Η λέξη “σχιζοφρενής” αναφέρεται σε κάποιον που έχει σχιζοφρένεια και μπορεί να προκαλέσει στιγματισμό, οπότε την αποφεύγουμε. Η σχιζοφρένεια είναι μια πάθηση ψυχιατρική, από τις πιο επείγουσες παθολογικές καταστάσεις, και οι άνθρωποι που πάσχουν από αυτήν ταλαιπωρούνται πάρα πολύ. Γενικά, ένας άνθρωπος που πάσχει ψυχικά στιγματίζεται πάρα πολύ εύκολα κοινωνικά, οπότε τις λέξεις που αναφέρονται σε ψυχικά νοσήματα τις αποφεύγουμε».
«Μια λέξη που για οποιονδήποτε λόγο χρησιμοποιείται για να στιγματίσει κάποιον είναι προβληματική. Ό,τι στιγματίζει είναι incorrect», προσθέτει ο Νεκτάριος Κράνος, ψυχίατρος. «Οποιαδήποτε λέξη αναφέρεται σε πρόβλημα υγείας κάποιου θεωρείται προσωπικό δεδομένο, οπότε δεν χρησιμοποιείται ποτέ. Δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις κάποιον με όρους ιατρικούς, γιατί το νόσημά του δεν είναι η ταυτότητά του. Αυτός είναι ένας γενικός κανόνας που ισχύει στην Ελλάδα εδώ και καιρό.
Αν απευθύνεσαι σε έναν άνθρωπο που έχει ένα ψυχιατρικό πρόβλημα, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να τον χαρακτηρίσεις με αυτό. Ο ορθός όρος είναι “ψυχικά ασθενής” ή “ψυχιατρικά ασθενής”. Επίσης, δεν μπορείς να αποδίδεις έναν ψυχιατρικό όρο σε κάποιον, αν δεν είσαι γιατρός. Αλλά ακόμα και αν έχει διαγνωστεί, και ισχύει ο όρος που του αποδίδεται, ούτε ο γιατρός δεν έχει το δικαίωμα να τον αποκαλέσει δημόσια έτσι.
Μερικές λέξεις μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε μεταφορικά, ας πούμε λες παρανοϊκό κάποιον που έχει έναν τρόπο σκέψης παράλογο π.χ. Αν όμως είναι άρρωστος, δεν μπορείς να χρησιμοποιήσεις αυτήν τη λέξη. Επίσης, είναι προτιμότερο να μιλάμε περιφραστικά παρά με επιθετικούς προσδιορισμούς».
Η «διαστροφή» είναι μια λέξη που χρησιμοποιούνταν στην ψυχιατρική πιο παλιά, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και κακοποιητικά, οπότε αποφεύγουμε τη χρήση της. Η μεταφορική χρήση της λέξης «τρελός» δεν είναι απαγορευτική, αλλά αν αποκαλέσεις τρελό κάποιον που έχει ψυχικό νόσημα, εκεί γίνεται incorrect. Αυτό που εκατό χρόνια πριν αποκαλούσαμε «τρέλα», στην ψυχιατρική δεν υφίσταται πλέον, ούτως ή άλλως. Η λέξη «μουρλός» είναι σλανγκ και μπορείς να τη χρησιμοποιείς ίσως σε φιλικό επίπεδο, αλλά, από την άλλη, γιατί να θες να αποκαλέσεις κάποιον τρελό ή μουρλό; Επειδή κάποια χαρακτηριστικά συμπεριφοράς ή σκέψης του ξεφεύγουν από τη νόρμα; Ο ορθός τρόπος, όταν δεν χρησιμοποιείς τις λέξεις μεταφορικά, είναι «άνθρωπος με ψυχολογικές δυσκολίες» ή «άνθρωπος με ψυχολογικά προβλήματα».
Αυτό που συμβαίνει τώρα με τη ΛΟΑΤΚΙ+ ορολογία η ψυχιατρική το πέρασε πενήντα χρόνια πριν. Άλλαξε τους όρους πολύ έγκαιρα, με αποτέλεσμα πολλοί παλιοί να έχουν χάσει το νόημά τους. Η λέξη «τρελοκομείο» έχει σταματήσει να χρησιμοποιείται από το 1950, έγινε «ψυχιατρείο», οπότε σήμερα είτε χρησιμοποιείται χάριν αστεϊσμού είτε δεν παραπέμπει πουθενά, γιατί έχει φύγει από την τρέχουσα περιγραφή.
Το «νοητικά καθυστερημένος» ήταν μια κλασική ιατρική περιγραφή, αλλά επειδή έχει στιγματιστεί πολύ ως όρος, πλέον λες «νοητική και αναπτυξιακή διαταραχή», ή «ψυχική αδυναμία», ή ότι πρόκειται για άτομο με διαταραχές επικοινωνίας, για εκείνους που μπορεί να έχουν περιορισμένο λεξιλόγιο. To «καθυστερημένος», ακόμα και όταν το έλεγε ο γιατρός, έφερε στίγμα, άρα έπρεπε να πεις τη λέξη με περιφραστικούς ή νέους τρόπους. Πλέον έχει καταργηθεί εντελώς και μιλάμε για «άνθρωπο με γενική νοητική δυσλειτουργία» ή για «άνθρωπο με νοητική αδυναμία».
«Ανορεκτικός» είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται κοινωνικά και στιγματιστικά για κάποιον υπερβολικά αδύνατο. Η anorexia nervosa (η νευρογενής ανορεξία) λέγεται πια ψυχογενής ανορεξία, γιατί είναι καθαρά ψυχολογικές οι αιτίες της. O όρος nervosa (νευρολογική) παρέπεμπε σε κάποιου είδους νευρολογική βλάβη και δεν χρησιμοποιείται πλέον.
Η υστερική προσωπικότητα που λέγαμε παλιά λέγεται «άνθρωπος με ιστριονική διαταραχή προσωπικότητας».
Δεν μιλάμε για «νευρωτικούς» αλλά για ανθρώπους που έχουν άγχος, κατάθλιψη, κ.λπ.
Λες λέμε «αλκοολικός» αλλά άνθρωπος που έχει διαταραχή χρήσης ουσιών ή είναι εξαρτημένος από το αλκοόλ.
Δεν λέμε «ναρκομανής», «πρεζάκι», «χασικλής», «χαπάκιας», λέμε «εξαρτημένος από ουσίες», «ουσιοεξαρτημένος».
«Ψυχάκιας» είναι μια λέξη που υποτίθεται ότι παραπέμπει σε κάποιου είδους ψυχική διαταραχή, αλλά είναι τελείως στιγματιστική λέξη.
Τη λέξη «δυσλεκτικός» δεν τη χρησιμοποιείς πια, αντ’ αυτής χρησιμοποιείς την έκφραση «μαθησιακές διαταραχές» ή «μαθησιακές δυσκολίες» ‒ η δυσλεξία προκαλεί στίγμα.
Δεν λες «ψευδός», «τραυλός», λες άτομο με φωνολογικές διαταραχές.
Η κατάθλιψη, όπως και η διπολική διαταραχή, δεν στιγματίζουν, οπότε χρησιμοποιούνται. Επίσης, καμία φοβία δεν έχει στιγματιστεί.
Αναπηρία
Στη Βρετανία της δεκαετίας του ’70 εμφανίζεται η θεωρία του κοινωνικού μοντέλου και θέτει τα ζητήματα της καταπίεσης και της κοινωνικής περιθωριοποίησης που βιώνουν τα ανάπηρα άτομα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η Ένωση Ατόμων με Κινητικές Βλάβες κατά του Διαχωρισμού (Union of Physically Impaired Against Segregation), γνωστή και ως UPIAS, αμφισβήτησε τότε τον ορισμό του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και επικεντρώθηκε στον αντίκτυπο του περιορισμού που έθετε η κοινωνία στα άτομα τα οποία δεν συμβάδιζαν με την πλειονότητα. Το 1990, ο ανάπηρος ακτιβιστής, κοινωνιολόγος, ακαδημαϊκός και θεμελιωτής των σπουδών για την αναπηρία Μάικλ Όλιβερ αναφέρει στο βιβλίο του Αναπηρία και Πολιτική ότι «το ατομικό μοντέλο αναπηρίας αφενός τοποθετεί το “πρόβλημα” εντός του ατόμου και αφετέρου θεωρεί ότι οι αιτίες αυτού του προβλήματος οφείλονται στους λειτουργικούς περιορισμούς ή στα ψυχολογικά ελλείμματα που υποτίθεται ότι προκύπτουν από την αναπηρία. Τα δύο αυτά σημεία ενισχύονται από τη “θεωρία της προσωπικής τραγωδίας” κατά την οποία η αναπηρία γίνεται κατανοητή ως τρομερά ατυχές συμβάν που πλήττει τα άτυχα άτομα».
Ο Ανδρέας Κουζέλης, με τη βοήθεια του οποίου φτιάξαμε το παρακάτω λεξικό, είναι κοινωνιολόγος, συγγραφέας, ακτιβιστής και μέλος της συλλογικότητας «Κίνηση Χειραφέτησης Αναπήρων - Μηδενική ανοχή», πρότυπο της οποίας είναι το κοινωνικό μοντέλο.
ΑμεΑ: Το 2001, στο αναθεωρημένο Σύνταγμα της Ελλάδας καθιερώνεται ο όρος «άτομα με αναπηρίες» και αντικαθιστά το «άτομα με ειδικές ανάγκες». Ωστόσο το ακρωνύμιο δεν είναι αποδεκτό και δεν χρησιμοποιείται από τους ακτιβιστές.
Ανάπηρος-η-ο: «Αυτοπροσδιοριζόμαστε έτσι και όχι ως “άτομα με αναπηρίες”, γιατί η αναπηρία μας είναι ταυτότητα και όχι κατάσταση. Όπως δεν λέμε άτομο με προσφυγιά αλλά πρόσφυγας, όπως δεν λέμε άτομο με θηλυκότητα αλλά γυναίκα ή θηλυκότητα, όπως δεν λέμε άτομο με ΛΟΑΤΚΙ+ προσανατολισμό αλλά ΛΟΑΤΚΙ+ άτομο, έτσι κι εμείς δεν είμαστε “με” κάτι».
Αρτιμελής: «Απροσδιόριστη έννοια. Για εμάς δεν υπάρχουν αρτιμελείς και μη αρτιμελείς αλλά ανάπηροι-ες-α και μη ανάπηροι-ες-α».
Βλάβη: «Ξεχωρίζουμε την αναπηρία από τη βλάβη. Δηλαδή είμαστε ανάπηροι γιατί αυτό που φέρει το σώμα μας το θεωρούμε βλάβη, αλλά η κοινωνία επιτελεστικά μετατρέπει τη βλάβη μας σε αναπηρία. Κατά το κοινωνικό μοντέλο, στο οποίο πιστεύουμε και είναι το μόνο που εκφράζει την αξιοπρέπειά μας, δεν φταίει η βλάβη μας που δεν μπορούμε να συμμετέχουμε ισότιμα στην κοινωνία και στην κοινότητα, φταίει το ότι αυτές δεν προσαρμόζονται σε όλα τα σώματα έτσι ώστε να μπορούμε να ενσωματωθούμε σε αυτές. Για παράδειγμα, δεν ευθύνεται ο χρήστης αμαξιδίου που δεν μπορεί να δουλέψει, φταίνε οι σκάλες, ο εργασιακός χώρος που δεν έχει τις υποδομές έτσι ώστε να ενσωματώσει την όποια βλάβη του. Η αναπηρία χαρακτηρίζει τα σώματά μας λόγω της ιατρικοποίησης του σώματος, είναι πρόβλημα καθαρά πολιτικό από τη στιγμή το σώμα οφείλει να είναι “άρτιο”, έτσι ώστε να λειτουργεί ως μηχανή παραγωγής».
Διαφορετικότητα: Υπάρχει κάτι που είναι έτσι και όλα τα άλλα με βάση αυτό είναι αλλιώς; «Όχι. Άρα διαφέρουμε από τι; Δεν υπάρχει διαφορετικότητα για εμάς, αλλά ποικιλομορφία».
(Άτομα με) Ειδικές ανάγκες: Μη αποδεκτός όρος που χρησιμοποιείται λανθασμένα μέχρι σήμερα στον δημόσιο λόγο. «Κρύβει μέσα του φόβο και ρατσισμό. Όποιος φοβάται να πει τα πράγματα με το όνομά τους βγάζει ευχολόγια, ενισχύει τις διακρίσεις. Δεν υπάρχουν ειδικές ανάγκες, υπάρχουν γενικές ανάγκες και τις έχουμε όλοι, όλες και όλα, άρα, αν θέλουμε να δομήσουμε μια κοινωνία η οποία θα σχετίζεται με την ποικιλομορφία, καλό είναι να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους».
(Άτομα με) Ειδικές ικανότητες: «Εκφράζεται και εκφράζει μόνο φιλάνθρωπους που δεν θέλουν να χρησιμοποιήσουν τη γλώσσα και προτιμούν να χρυσώνουν το χάπι. Ποια είναι η ειδική ικανότητα που έχουμε εμείς και δεν την έχει κανένας άλλος; Ένας στοιχειωδώς σκεπτόμενος άνθρωπος καταλαβαίνει ότι πρόκειται περί γελοιώδους όρου που δεν βοηθάει σε τίποτα».
Έμεινε ανάπηρος (μετά από κάποιο ατύχημα/τραυματισμό): «Δεν έμεινε, είναι ανάπηρος, παραπληγικός ή τετραπληγικός. Απέκτησε αναπηρία σύμφωνα με το ιατρικό μοντέλο. Μάλιστα, υπάρχουν και οι περιπτώσεις της σύντομης και κατά συνθήκη αναπηρίας, αφού, όταν κάποιος σπάσει το χέρι του ή το πόδι του και τα βάλει σε γύψο, όταν κάποιος τραυματιστεί προσωρινά, δεν μπορεί να κυκλοφορήσει με την ίδια ευκολία όπως όταν κυκλοφορούσε ως μη ανάπηρος, επομένως έρχεται σε κατάσταση αναπηρίας».
Καροτσάκι: Αντί αυτού χρησιμοποιούμε τη λέξη αμαξίδιο. «Το καρότσι είναι ένα εργαλείο για πράγματα που δεν μπορούν να το χρησιμοποιήσουν μόνα τους, βάζουμε σε αυτό τα ψώνια του σούπερ-μάρκετ ή το χρησιμοποιούμε για τα μωρά που δεν έχουν βούληση να το κινήσουν για ευνόητους λόγους. Το αμαξίδιο δέχεται μέσα του την αυτοτέλεια του ατόμου που το χρησιμοποιεί, ακόμα κι αν το άτομο έχει βαριά βλάβη και δεν μπορεί να το χρησιμοποιήσει, δεν παύει να είναι αυτόβουλο».
Καθηλωμένος σε αμαξίδιο: Μη αποδεκτή φράση. «Το αμαξίδιο είναι ένα μέσο που σε πάει από το σημείο α στο σημείο β. Παρότι έχει επικρατήσει στην ελληνική πραγματικότητα, πράγμα που δείχνει πόσο συντηρητική είναι η ελληνική κοινωνία σε θέματα λεκτικού προσδιορισμού, κανένα άτομο που χρησιμοποιεί αμαξίδιο δεν είναι καθηλωμένο, γιατί πολύ απλά μετακινείται».
Κωφάλαλος: Χρησιμοποιούμε το κωφοί-ές-ά, «γιατί έχουν τη δική τους διάλεκτο, τη νοηματική. Μιλάμε για αισθητηριακές βλάβες, στις οποίες ανήκουν και οι τυφλοί-ές-ά, που όμως χρησιμοποιούν και τον όρο “προβλήματα όρασης”. Εμείς λέμε οπτικές βλάβες, όπως κινητικές βλάβες».
Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα / Αυτό το ξέρει και η κουτσή Μαρία: «Δεν είναι μόνο η ορολογία, ο συνδυασμός των λέξεων και το ταίριασμα των ρημάτων, είναι και η χρήση και η χροιά στερεοτυπικών φράσεων που αναπαράγουν την αρνητική εικόνα απέναντι στους ανάπηρους και συντηρούν παγιωμένες αντιλήψεις. Έπειτα, συνηθίζεται το “η δικαιοσύνη είναι τυφλή”, μόνο που δεν είναι τυφλή, είναι άδικη. Ή το “η Ευρώπη είναι καθυστερημένη”, ενώ είναι βαθιά συντηρητική. Υπάρχει πλήθος λέξεων και προτάσεων που χρησιμοποιούν την ορολογία της αναπηρίας, διαιωνίζοντας τον μύθο της αναπηρικής δυστυχίας και του αναπηρικού φόβου, και αναπαράγονται από το σύνολο, από τη βάση μέχρι τις ανώτερες εξουσίες. Έχουμε ακούσει από τα μέλη της Βουλής να χρησιμοποιούν τέτοιες στερεοτυπικές προτάσεις.
Είναι βαθιά η κουλτούρα του στιγματιστικού λόγου. Αν το κοινωνικό μοντέλο εφαρμοστεί, δεν θα υπάρχει λόγος να χρησιμοποιούνται αυτές οι προσβλητικές φράσεις, δεν θα μπορέσει να προχωρήσει μια κοινωνία κουβαλώντας τες. Θα μου πείτε, οι λέξεις θα αλλάξουν τον κόσμο; Θα σας απαντήσω πως ναι γιατί είναι ζωντανοί οργανισμοί που εκπαιδεύουν συνειδήσεις και γενιές, με αυτές κοινωνικοποιούμαστε και το πώς τις χρησιμοποιούμε έχει άμεση σχέση με το πώς εκπαιδεύουμε μια κοινωνία να είναι συμπεριληπτική».
Φυλή και καταγωγή
Οι λέξεις έχουν το νόημα που τους δίνουμε. Όταν αναφερόμαστε στην εθνικότητα κάποιου για να προσδιορίσουμε την καταγωγή του είναι οk, αλλά δεν επιτρέπεται να μιλήσουμε υποτιμητικά για κάποιον, χρησιμοποιώντας τον τόπο καταγωγής του ή τη φυλή του. Η υποτιμητική χρήση κάποιου όρου είναι αυτή που στιγματίζει έναν άνθρωπο ή μια συμπεριφορά.
Χρησιμοποιούμε τις λέξεις «τσιγγάνος» και «Ρομά» και ποτέ τη λέξη «γύφτος» για να χαρακτηρίσουμε ανθρώπους τσιγγάνικης καταγωγής.
«Ο όρος Ρομά αποτελεί αυτοπροσδιορισμό» λέει o Βασίλης Πάντζος, πρόεδρος της Πανελλαδικής Συνομοσπονδίας Ελλήνων Ρομά «Ελλάν Πασσέ». «Είναι δηλαδή ο όρος που χρησιμοποιούμε στη δική μας γλώσσα, τη ρομανί, για να περιγράψουμε τους εαυτούς μας. Οποιοσδήποτε άλλος όρος, όπως γύφτοι, τσιγγάνοι, αθίγγανοι κ.λπ. είναι ετεροπροσδιορισμοί. Είναι δηλαδή οι όροι που χρησιμοποίησε η κυρίαρχη ομάδα για να μας περιγράψει και οι οποίοι έχουν διαχρονικά επικρατήσει.
Στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο Ρομά το 1971 στο Λονδίνο, περίοδος κατά την οποία άρχισε να αναπτύσσεται το κίνημα των Ρομά στην Ευρώπη, μία από τις πρώτες διεκδικήσεις του κινήματος ήταν η καθολική αποδοχή του όρου Ρομά. Τότε ήταν που για πρώτη φορά διεκδικήσαμε οι ίδιοι πώς θα λεγόμαστε, ζητώντας αυτό να γίνει σεβαστό από όλους και να σταματήσουν να μας αποκαλούν οι μη Ρομά όπως οι ίδιοι επιλέγουν. Πράγματι, ο όρος Ρομά έχει γίνει αποδεκτός από όλους τους διεθνείς οργανισμούς σήμερα και από την Ε.Ε. και στη συνέχεια από τα κράτη μέλη της.
Ο επίσημος όρος που χρησιμοποιεί και θα πρέπει να χρησιμοποιεί πάντα η πολιτεία είναι ο όρος Ρομά. Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι ο όρος Ρομά είναι όρος ομπρέλα που περιλαμβάνει περισσότερες ομάδες του πληθυσμού –κοινότητες–, με διαφορετικά χαρακτηριστικά και διαφορετικό βαθμό ένταξης. Οι Ρομά δεν είναι μία ενιαία ομάδα.
Η χρήση του όρου Ρομά θα πρέπει να γίνεται πάντα με σεβασμό στο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού. Αυτό σημαίνει ότι όταν ένας άνθρωπος για οποιονδήποτε λόγο δεν αποδέχεται τον όρο Ρομά και επιθυμεί να αυτοπροσδιορίζεται ως τσιγγάνος ή ακόμα σε κάποιες περιπτώσεις ως γύφτος, αυτό θα πρέπει να γίνεται σεβαστό.
Γιατί όμως κάποιοι Ρομά επιλέγουν να αυτοπροσδιορίζονται ως τσιγγάνοι ή γύφτοι; Στις κοινότητες των Ρομά έχουν διαχρονικά επικρατήσει οι σχέσεις εξουσίας της κυρίαρχης ομάδας η οποία επιλέγει πώς θα λεγόμαστε, πώς θα ζούμε, ενώ είναι οι μη Ρομά που γράφουν βιβλία για τους Ρομά, για την ιστορία τους και τον πολιτισμό τους. Έτσι όταν έχεις μάθει και έχεις αποδεχτεί να σε αποκαλούν μία ζωή τσιγγάνο ή γύφτο, δεν επιθυμείς αυτό να αλλάξει ή στην καλύτερη περίπτωση εξακολουθείς να χρησιμοποιείς αυτόν τον ετεροπροσδιορισμό που ίσως να έχει και κάποια υποτιμητική χροιά, με σκοπό να του προσδώσεις τη θετική χροιά που επιθυμείς και που πιστεύεις ότι πρέπει να έχει. Ένας άλλος λόγος που κάποιοι δεν αποδέχονται τον όρο Ρομά και επιμένουν στο όρο τσιγγάνος είναι γιατί με αυτόν τον τρόπο επιθυμούν να διαχωρίσουν την ταυτότητά τους από αυτήν των βαλκάνιων Ρομά που πρωτοστάτησαν στο πρώτο παγκόσμιο συνέδριο Ρομά, χαρακτηρίζοντας τους Ρομά όλου του κόσμου ως ένα έθνος χωρίς κράτος, πράγμα στο οποίο μία μερίδα Ελλήνων Ρομά εναντιώθηκε και φοβούμενοι μήπως χαρακτηριστούν κάτι άλλο πέρα από Έλληνες και ιδίως φοβούμενοι μήπως χαρακτηριστούν ως εθνοτική μειονότητα (οι Ρομά έχουν ιστορική παρουσία στον ελλαδικό χώρο τουλάχιστον 1.000 χρόνια) συνέχισαν να χρησιμοποιούν τον όρο Έλληνες τσιγγάνοι. Η παραπάνω σκέψη όμως δεν ευσταθεί διότι αφενός στην Ελλάδα δεν τίθεται θέμα περί αναγνώρισης εθνοτικής μειονότητας ούτε από την πλευρά της πολιτείας, ούτε από την ίδια την κοινότητα των Ρομά, ενώ από την άλλη πλευρά η αναγνώριση οποιασδήποτε μειονότητας δεν στηρίζεται στη χρήση του ενός ή του άλλου όρου, ούτε αναγνώριση εθνοτικής μειονότητας σημαίνει ότι μία ομάδα του πληθυσμού παύει πλέον να είναι Έλληνες. Μία ομάδα δηλαδή μπορεί να χαρακτηριστεί μειονότητα όχι λόγω του όρου που χρησιμοποιεί ως αυτοπροσδιορισμό, αλλά για άλλους λόγους. Τέλος, η έμφαση που μία ομάδα του πληθυσμού των Ρομά δίνει στον όρο Έλληνες Τσιγγάνοι μπορεί να εκπορεύεται ακόμα και από εθνικιστικά αισθήματα.
Καταλήγουμε στο ότι ο όρος Ρομά είναι ο επίσημα αποδεκτός διότι είναι ο αυτοπροσδιορισμός μας. Είναι ο όρος που οι ίδιοι επιλέξαμε για τον εαυτό μας και οποιοσδήποτε άλλος όρος μπορεί να είναι υποτιμητικός έως και ρατσιστικός υπό την προϋπόθεση ότι δεν συνιστά αυτοπροσδιορισμό.
Ο όρος τσιγγάνος μπορεί να χρησιμοποιείται από αρκετούς Ρομά ως αυτοπροσδιορισμός, αλλά και από μεγάλο μέρος της κυρίαρχης ομάδας χωρίς να έχει απαραίτητα αρνητική χροιά γι' αυτό και θεωρείται σε μεγάλο βαθμό αποδεκτός (αλλά όχι επίσημος). Η δε χρήση του όρου γύφτος σχεδόν πάντα χρησιμοποιείται με αρνητική και υποτιμητική χροιά γι' αυτό και δεν θα πρέπει να γίνεται αποδεκτός. Ο όρος αθίγγανος από την άλλη σημαίνει τον ανέγγιχτο και έχει εξ ορισμού την πιο υποτιμητική χροιά και δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να χρησιμοποιείται».
«Το Αφροέλληνας είναι μια λέξη που έχει επικρατήσει τα τελευταία χρόνια και μάλιστα ο Gerome έχει κάνει το Afro-Greco brand» λέει ο MC Yinka, μουσικός. «Είναι δανεισμένος όρος ή επηρεασμένος από το “Αφροαμερικανός”, από την Αφροαμερικάνικη κουλτούρα. Η λέξη αυτή διαχωρίζει τους μετανάστες αφρικανικής καταγωγής από τους άλλους μετανάστες κι αυτό είναι λίγο προβληματικό. Σκουρόχρωμοι δεν είναι μόνο οι Αφρικανοί, είναι και οι Ασιάτες και οι Αυστραλοί.
Δεν χρησιμοποιούμε τη λέξη “έγχρωμος”, είναι τελείως φάουλ, είναι μια αμήχανη έκφραση. Μπορεί να μην είναι προσβλητικό να τη χρησιμοποιείς, αλλά δεν είναι καλή λέξη.
«Το “μαύρος” είναι ορθός δόκιμος όρος», λέει η Idra Kayne, μουσικός, «εξάλλου μιλάμε για μαύρη φυλή». Όπως μιλάμε και για λευκή φυλή. «Είναι λάθος όμως τα υποκοριστικά “μαυρούλα/-λης”, “μαυρούκος/-κα”, γιατί εμπεριέχουν ενοχές». «Επίσης, είναι λάθος να αναφέρεσαι σε έναν μαύρο με το όνομα κάποιου που είναι στην επικαιρότητα. Δεν λέμε ποτέ “έλα, ρε Αντετοκούνμπο” σε κάποιον μαύρο, είναι ρατσιστικό», εξηγεί ο MC Yinka. «Είναι ξεκάθαρο ότι δεν λες κάποιον Πίου, Ρίβερς…
Το “νέγρος/-α” δεν το λέμε, είναι αχρείαστος όρος. Ο Νέγρος του Μοριά έχει επιλέξει τη λέξη ως λογοπαίγνιο, για να τονίσει την αντίθεση. Το έχει στηρίξει με όλη τη στάση του και είναι μια εξαίρεση στον κανόνα. Tο “νέγρος” είναι μια λέξη που προέρχεται από το “negro”, είναι το μαύρο χρώμα στα ισπανικά και στα πορτογαλικά, δεν είναι τόσο υποτιμητικό όσο το αμερικάνικο “nigger”, που σημαίνει αράπης και είναι μια προσβλητική λέξη, ωστόσο καλό είναι να μην τη χρησιμοποιούμε. Όπως δεν χρησιμοποιούμε ποτέ το “nigga” που χρησιμοποιούν οι Αφροαμερικάνοι μεταξύ τους, γιατί μόνο αυτοί επιτρέπεται να χρησιμοποιούν.
Το “αράπης” είναι εντελώς υποτιμητικό, δεν το χρησιμοποιείς ούτε για πλάκα, ούτε ως υποκοριστικό ‒ ούτε αραπάκι ούτε αραπιά λες. Μπορεί στην ελληνική κουλτούρα να υπάρχουν τραγούδια με τον όρο, όπως το κομμάτι του Ζαμπέτα, αλλά είναι εντελώς λάθος σήμερα. Από τη δεκαετία του ’50 και του ’60 έχουν αλλάξει εντελώς τα πράγματα. Ούτε για σάτιρα δεν μπορείς να χρησιμοποιείς τέτοιες λέξεις πλέον, είναι αυτονόητο».
«Αράπης/αραπίνα είναι το αντίστοιχο του N word» λέει η Idra Kayne. «Μειωτικός, υβριστικός, υποτιμητικός όρος για τη μαύρη φυλή. Δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιείται ούτε σε τραγούδια, ούτε σε ανέκδοτα. Όλες οι χώρες της Δύσης το έχουν λύσει κοινωνικά το ζήτημα και καταδικάζεται άμεσα η χρήση του όρου, όπου παρατηρείται. Δυστυχώς, εμείς όχι ακόμα, μάλιστα κάνουμε αστεία με αυτό ή βρίζουμε, αν και ο πιο διάσημος Έλληνας είναι μαύρος. Το λες και υποκρισία ή άγνοια. Κανονικά, θα έπρεπε να είναι ποινικά κολάσιμος όρος και να καταδικάζεται σε κάθειρξη όποιος τον χρησιμοποιεί».
«Επίσης, η αναφορά στους ανθρώπους άλλης φυλής ως “αυτοί”, “αυτοί το έχουν”, “αυτές έχουν μεγάλο κώλο”, “αυτοί έχουν μεγάλα πέη”, “αυτοί έχουν τον ρυθμό”, όλα τα στερεότυπα, ακόμα και ως φιλοφρόνηση, τα αποφεύγουμε γιατί δεν είναι ορθά», συμπληρώνει ο MC Yinka. «Με το “εμείς” και το “εσείς” τα τσουβαλιάζεις όλα και αυτό δεν είναι σωστό, ακόμα κι αν ό,τι που λες ισχύει. Πρέπει να μιλάς για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, γιατί είναι διαφορετική οντότητα. Αναφέρεσαι ατομικά στον καθένα και όχι σε σχέση με τη φυλετική του ταυτότητα».
Γυναίκες
Εν αρχή ην ο λόγος, μάθαμε να παπαγαλίζουμε, παιδιά ακόμη από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, αγνοώντας φυσικά τι πραγματικά συμβαίνει όταν ο Λόγος γίνεται σάρκα και τελικά κατοικεί ανάμεσά μας. Στις μέρες μας, ο διχαστικός λόγος και οι έμφυλες προεκτάσεις του είναι αυτές που μας απασχολούν και μας αναγκάζουν να το ρίξουμε ξανά στο διάβασμα, στις διορθώσεις, στις αναθεωρήσεις και τελικά στην αποδόμησή του.
Κυρίως ο κακοποιητικός λόγος είναι αυτός που μας διαλύει, ειδικά όταν απευθύνεται σε γυναίκες, θηλυκότητες και μειονότητες, αλλά εφόσον γνωρίζουμε το «πού» κατευθύνεται, οφείλουμε να ξέρουμε και από «ποιον» εκπορεύεται και από «τι» εμπνέεται.
Ας πούμε, υπάρχουν διάφοροι, άπειροι χαρακτηρισμοί με τους οποίους μπορείς να «στολίσεις» μια γυναίκα και συνήθως για τους περισσότερους υπάρχει ένα ισοδύναμο, μη κακοποιητικό συνώνυμο, αν υποθέσουμε ότι μας ενδιαφέρει αν όχι η πολιτική ορθότητα, τουλάχιστον τα αισθήματα της θηλυκότητας που αφορά ο χαρακτηρισμός.
Ναι, η «κοντή» είναι μια πραγματικότητα, αλλά γιατί να την αποκαλέσεις κοντή, αν η πρόθεσή σου δεν είναι κακή; Γιατί να εμπνευστείς από ένα χαρακτηριστικό της εξωτερικής της εμφάνισης για να παραγάγεις έναν χαρακτηρισμό; Ποιος σου το υπαγορεύει, αν όχι το πατριαρχικό πλαίσιο αναφοράς και δραστηριοποίησής σου; Και σε τελική ανάλυση, αν η εξωτερική εμφάνιση είναι το θέμα, η ελληνική γλώσσα είναι αρκούντως πλούσια (όχι τόσο όσο διατείνονται οι γλωσσολόγοι, αλλά, τέλος πάντων, είναι) για να ειπωθούν τα πάντα, χωρίς να χρειαστεί να πονέσει κανείς.
Αν πάλι το θέμα είναι ένα συγκεκριμένο επάγγελμα-λειτούργημα, το οποίο μέσα στα χρόνια προσέλκυσε πάμπολλα παρατσούκλια, συνήθως υποτιμητική, ή απολύτως απαξιωτική ή και χυδαία συμπεριφορά και γλαφυρές περιφραστικές περιγραφές, και πάλι το κίνημα της πολιτικής ορθότητας έδωσε τη σολομώντεια λύση.
Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους: το ντροπιαστικό «πουτάνα» δεν ήταν λιγότερο αμήχανο και ελλιπές από το αστυνομικής υφής πατριαρχικότατο «πόρνη» ή το αρχαιοπρεπές και βιβλικό «ιερόδουλη». Ο χαρακτηρισμός ήταν ταυτόχρονα επώδυνος, ελλειμματικός και προβληματικός, καθώς, εκτός του ότι απαξίωνε το επάγγελμα και την προσωπικότητα της γυναίκας στην οποία απευθυνόταν, δεν έδινε λεπτομέρειες για το αν αφορούσε συνειδητοποιημένη επαγγελματία ή θύμα trafficking.
Ο όρος «σεξεργάτρια», τον οποίο πολλοί χλευάζουν ως «αριστερόφαντο», μπορεί να είναι ένας νεόκοπος όρος, ωστόσο είναι πολιτικά ορθός, οριακά θετικού προσήμου, καθώς περιγράφει επακριβώς όχι μόνο την επαγγελματική ιδιότητα αλλά και την ταξική συνείδηση της γυναίκας, ενδεχομένως και τη συνδικαλιστική ή ακτιβιστική δράση της στο πλαίσιο του εργασιακού της αντικειμένου. Επίσης ‒γεγονός πολύ σημαντικό‒ διαχωρίζει την εργαζόμενη από την όμηρο, τη σεξουαλική σκλάβα, την εκδιδόμενη διά της βίας και παρά τη θέλησή της από οργανωμένα κυκλώματα πορνείας.
Και καλά, για τα «χοντρή», «κοντή», «πουτάνα» κάπως συνεννοηθήκαμε και βρήκαμε κώδικα επικοινωνίας, επινοήσαμε και «μιλήσαμε» αυτή την soft language, η οποία πιλάτευε τον George Carlin, stand up κωμικό εξόχως ζορισμένο από την πολιτική ορθότητα.
Με τα άλλα, όμως, τι γίνεται; Ποια άλλα; Όλα αυτά που δεν έχουν αρσενικό γένος, που προορίζονται μόνο για γυναίκες και μόνο στόχο έχουν το συλλογικό έμφυλο τραύμα. Όλες εκείνες τις λέξεις που γεννήθηκαν αποκλειστικά γένους θηλυκού και προσήμου ατιμωτικού; Από τα πιο ήπια –«γλωσσού», «σιγανοπαπαδιά», «κατίνα»‒ μέχρι τα πιο οδυνηρά –«παλιοθήλυκο», «γύναιο», «ξέκωλο»‒, ακούγοντάς τα και λέγοντάς τα, το μόνο σίγουρο είναι ότι εκστομίζονται για να πλήξουν γυναίκα.
Όταν κάποιος μιλά για «αντροχωρίστρα» είναι απολύτως βέβαιο ότι ισοδύναμο αρσενικού γένους δεν υπάρχει. Ούτε φυσικά για το απολύτως σαφές, δηλωτικό της βρομιάς και της χαμηλότατης προέλευσης, κυριολεκτικά και μεταφορικά, «πατσαβούρα».
Αυτό λέμε. Απολύτως κυριολεκτικά. Και αυτό είναι που πρέπει να αλλάξει σε αυτή την αναζήτηση μιας μεταγλώσσας, όταν αποφασίζουμε να απευθυνθούμε σε γυναίκες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.