ΤΙΣ ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ του πρώτου lockdown, τότε που ακόμα δεν ξέραμε τι ακριβώς ήταν το κακό χτικιό που μας είχε βρει, πόσο θα κρατούσε και πώς θα βγαίναμε από αυτή την υπόθεση, θυμάμαι τον εαυτό μου να χαζεύει DJ sets για ώρες στο YouTube και να σκέφτεται αν το clubbing θα επανερχόταν ποτέ, κι αν επανερχόταν, πώς θα ήταν, πώς θα εξελισσόταν, πώς θα άλλαζε η ουσία του, πώς θα νιώθαμε γι’ αυτό. Η εκ των πραγμάτων παύση της νυχτερινής ζωής ήταν η συνέπεια της πανδημίας που εμένα προσωπικά με ενόχλησε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο.
Έχοντας, τα τελευταία δέκα χρόνια τουλάχιστον, συνδέσει το clubbing με μια προσωπική, τεράστια ανάγκη για εκτόνωση και προσωρινή φυγή από μια φρενήρη καθημερινότητα και ένα αρκετά αγχωτικό επάγγελμα, το σώμα μου ένιωθε ξαφνικά πως δεν έβρισκε τρόπο να αποσυμπιεστεί. Θυμάμαι να πιάνω τον εαυτό μου, ένα βράδυ καθημερινής του Απριλίου 2020, έχοντας μόλις παρακολουθήσει την ταινία «Soul Kitchen» του Φατίχ Ακίν, να βάζω στ’ ακουστικά ένα EP του Solomun, κομμάτια του οποίου έντυναν την ταινία, να βγαίνω στο μπαλκόνι για να καπνίσω και να χορεύω για περίπου 20 λεπτά, όσο διαρκούσαν τα τρία tracks του EP, νιώθοντας πως έχω διακτινιστεί σε ένα underground venue του Αμβούργου. Μόνος μου. Και μετά ύπνο.
Το μάγκωμα που ένιωσα, ενάμιση περίπου χρόνο μετά, όταν βρέθηκα για πρώτη φορά σε κλειστό χώρο, χωρίς μάσκα, όπου γινόταν ένα μεγάλο πάρτι «επιστροφής», πίστευα ότι θα ήταν πολύ πιο έντονο. Κι όμως, παρά τα όσα είχαν μεσολαβήσει, παρά την αλλαγή σε κάθε έκφραση κοινωνικοποίησης –που ακόμα μας ταλαιπωρεί–, το μάγκωμα εξανεμίστηκε μετά τα πρώτα λεπτά. Σαν ο οργανισμός να φέρει έντονη μνήμη από αυτό που σημαίνει το clubbing για μένα και, παρά τις μικρο-αγοραφοβικές εκρήξεις που ανέκαθεν με ταλαιπωρούσαν, να αρνείται να ξεχάσει. Κάπως σαν το ποδήλατο.
Δεδομένων των παγκόσμιων κρίσεων που έχει αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα τα τελευταία χρόνια, το κόνσεπτ της συγκέντρωσης, διά ζώσης, στον ίδιο χώρο, την ίδια προγραμματισμένη στιγμή, δεκάδων, εκατοντάδων ή και χιλιάδων ανθρώπων που έχουν μια κοινή ανάγκη και κοινές προτιμήσεις φαντάζει, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, και εν όψει της δυστοπίας που θα ζήσουμε τα επόμενα χρόνια, σαν μια πράξη αντίστασης.
Είναι γεγονός πως η πανδημία υπήρξε ένα σημείο καμπής για την club life έτσι όπως τη γνωρίζουμε. Αυτή η βίαιη, ευτυχώς προσωρινή παύση κάθε είδους μαζικού συγχρωτισμού, μαζί με τη στοχοποίησή του από τους υγειονομικούς και όλα τα παρελκόμενα (εμβόλια, πιστοποιητικά, Covid tests, μέγιστες χωρητικότητες, όρθιοι και καθήμενοι και κυρίως η γενικευμένη αίσθηση απειλής) επιχείρησαν να λαβώσουν ανεπανόρθωτα το clubbing.
Όμως, τελικά, αν ρίξουμε μια ματιά στην εξέλιξη της αθηναϊκής νύχτας, η πανδημία δεν ήταν το μόνο γεγονός που τη σημάδεψε. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, αν έπρεπε να περιγράψουμε με λίγες λέξεις αυτή την εξέλιξη, αυτές θα περιλάμβαναν σίγουρα την παρακμή, σε βαθμό εξαφάνισης, των mainstream mega clubs που μεσουρανούσαν στα ’80s, στα ’90s και στα early ’00s, τη δημιουργία μικρότερων, εξαιρετικά δημοφιλών spaces που αναδεικνύουν μια συνολικότερη καλλιτεχνική έκφραση και τη μεγάλη δημοφιλία των DIY και mobile parties από μικρές, συχνά βραχύβιες και άλλοτε πιο συνειδητοποιημένες ομάδες.
Τι μας επιφυλάσσει το μέλλον, λοιπόν, για τα επόμενα πέντε, δέκα, είκοσι χρόνια, αναφορικά με το clubbing και τον τρόπο που το γνωρίζουμε; Έχω την αίσθηση πως, έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, η έννοια του clubbing θα αρχίσει να λαμβάνει μια ολοένα και περισσότερο επαναστατική χροιά. Ή, για να το πούμε σωστότερα, θα αρχίσει να ανακτά την επαναστατικότητα με την οποία ήταν συνδεδεμένη σε παλαιότερες εποχές, όταν υπήρχαν διαφορετικών ειδών κοινωνικοί περιορισμοί και αγκυλώσεις.
Δεδομένων των παγκόσμιων κρίσεων που έχει αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα τα τελευταία χρόνια (οικονομική κρίση, κλιματική αλλαγή, πανδημία, πόλεμοι, άνοδος του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της ακροδεξιάς κ.λπ.), το κόνσεπτ της συγκέντρωσης, διά ζώσης, στον ίδιο χώρο, την ίδια προγραμματισμένη στιγμή, δεκάδων, εκατοντάδων ή και χιλιάδων ανθρώπων που έχουν μια κοινή ανάγκη και κοινές προτιμήσεις φαντάζει, στα δικά μου μάτια τουλάχιστον, και εν όψει της δυστοπίας που θα ζήσουμε τα επόμενα χρόνια, σαν μια πράξη αντίστασης.
Στο σημείο αυτό θα δανειστώ μια σκηνή από τον «Αστακό» του Γιώργου Λάνθιμου που, όταν πρωτοκυκλοφόρησε το 2015, διέθετε έναν καταπληκτικό σουρεαλισμό, τελικά όμως ίσως να αποβεί τρομερά προφητική: οι «συστημικοί», οι «κανονικοί», αυτοί που βρίσκονται στο ξενοδοχείο της ταινίας με στόχο να βρουν ταίρι για να ζευγαρώσουν, διασκεδάζουν όπως παλιά, καθιστοί, σε γεύματα που διακόπτονται από παλιούς χορούς. Οι «αντιστασιακοί» που έχουν αυτομολήσει στο δάσος για να ξεφύγουν από τη μοίρα που τους επιφυλάσσει το καθεστώς χορεύουν μόνοι τους, ακούγοντας ηλεκτρονική μουσική από ακουστικά, ο καθένας στον δικό του ηχητικό κόσμο, χωρίς καμία σωματική επαφή, ακόμα κι αν βρίσκονται στον ίδιο υπαίθριο χώρο.
Αν βάλουμε στην εξίσωση τη ραγδαία άνοδο αυτού που αποκαλούμε «queer σκηνή», που επίσης έχει διαφοροποιηθεί πολύ από τα κλασικά, πατροπαράδοτα gay and lesbian bars και clubs των προηγούμενων δεκαετιών και κάνει τόσο όμορφα και πρωτότυπα πράγματα στην Αθήνα, το τοπίο τα επόμενα χρόνια θα έλεγα πως διαγράφεται μάλλον αρκετά ξεκάθαρο.
Η επανακτημένη έννοια του queer που εκ των πραγμάτων περιλαμβάνει την έννοια της αντίστασης, της διαφοροποίησης σε σχέση με τις νόρμες, όταν εφαρμόζεται στο clubbing συνδέεται με τη ρευστότητα και την ποικιλομορφία στα πάντα: στον σεξουαλικό προσανατολισμό, στην ταυτότητα και στην έκφραση φύλου, στα ντυσίματα, στα μαλλιά, στο μακιγιάζ και, βέβαια, στην επιλογή των χώρων και της μουσικής –με σταθερό επίκεντρο, ίσως, την techno– που ντύνει το εκάστοτε σκηνικό που στήνεται. Αυτά πιστεύω πως είναι στοιχεία που θα τα δούμε να εξελίσσονται όλο και περισσότερο, ειδικά αν αναλογιστούμε τι απίστευτα δημιουργικές ιδέες παρουσιάζουν οι πιο νέες ηλικιακά ξένες και εγχώριες ομάδες.
Επίσης, από την έννοια του gay/lesbian friendly έχουμε περάσει –πράγμα απόλυτα υγιές– στην έννοια του zero tolerance απέναντι σε σεξιστικές, ομοφοβικές-τρανσφοβικές, χονδροφοβικές και λοιπές τοξικές συμπεριφορές. Νομίζω, λοιπόν, πως η νέα γενιά θα εξελίξει ακόμα περισσότερο τις θεματικές βραδιές σε αναπάντεχα venues με speakeasy και mouth to mouth λογική, που ενδεχομένως θα απευθύνονται σε πιο στοχευμένες υποκουλτούρες. Παράλληλα, θεωρώ πως η κατάλυση των ορίων ανάμεσα στις τέχνες και η διαθεματικότητα θα επηρεάσουν σίγουρα και την club life που θα αντλεί στοιχεία ολοένα και περισσότερο από τις εικαστικές τέχνες, το σινεμά, το θέατρο, τον χορό, την περφόρμανς, το drag κ.λπ.
Ένα άλλο γεγονός που σημάδεψε ανεξίτηλα το clubbing της τελευταίας εικοσαετίας ήταν, χωρίς αμφιβολία, η εμφάνιση και η εξέλιξη των κινητών τηλεφώνων. Η ιδέα της απαθανάτισης της στιγμής, που εμφανίστηκε δειλά με τις πρώτες κάμερες και γιγαντώθηκε παράλληλα με την εξέλιξη των social media, μετατόπισε σε μεγάλο βαθμό την ανάγκη και την ουσία του βιώματος: από κει που ζούσαμε τη στιγμή χωρίς περισπασμούς, βρεθήκαμε να χρειάζεται να καταγράψουμε τη στιγμή και να τη μοιραστούμε με ανθρώπους που δεν είναι παρόντες.
Προσπάθειες για απαγόρευση των smartphones και οποιουδήποτε είδους λήψης φωτογραφιών ή βίντεο επιχείρησαν να φέρουν πίσω την ουσία της στιγμής χωρίς ψηφιακούς περισπασμούς αλλά, και πάλι, το «κακό» φαίνεται να έχει γίνει ήδη. Σκεφτείτε, απλά, πόσο δύσκολο είναι να μην κοιτάξετε το κινητό σας για ένα εύλογο χρονικό διάστημα όταν παρτάρετε.
Αν θα μπορούσαμε να θέσουμε ένα αντίστοιχο σημείο καμπής για την επόμενη εικοσαετία, προερχόμενο από τον χώρο της τεχνολογίας, αυτό πιστεύω πως θα έπρεπε να είναι η εικονική πραγματικότητα και το metaverse. Η έννοια του διαδικτυακού clubbing από απόσταση, που υπήρξε αρκετά διαδεδομένη και μέσα στην πανδημία ως η μοναδική επιλογή σε πολλές περιπτώσεις, αν και προσωπικά μου φαίνεται εντελώς ανούσια, έως γελοία, σίγουρα τα επόμενα είκοσι χρόνια θα αποτελέσει ένα πεδίο μεγάλης ανάπτυξης.
Αν πραγματοποιηθούν όσα υπόσχεται το metaverse, το εικονικό clubbing, με τη βοήθεια των απαραίτητων gadgets που θα μας κάνουν να μην απομακρυνόμαστε καν από τον χώρο του σπιτιού μας, δίνοντας παράλληλα μια όσο το δυνατόν πληρέστερη αίσθηση συγχρωτισμού με άλλους clubbers, ενδεχομένως θα γίνει μαζική συνήθεια. Μπορεί για κάποιους να ακούγεται δελεαστική η δυνατότητα να βρίσκεσαι εικονικά σε έναν τέλεια σχεδιασμένο χώρο, με τον πιο αγαπημένο σου DJ να φτιάχνει το soundtrack και τριγύρω σου ανθρώπους από όλο τον κόσμο, χωρίς να μην απειλείσαι από μικρόβια και άλλα δεινά. Εμένα μου ακούγεται θλιβερό.
Το clubbing επιβίωσε στα πολύ δύσκολα που ζήσαμε και θα συνεχίσει να επιβιώνει όσο για κάποιους αποτελεί ανάγκη ζωτικής σημασίας. Συνοψίζοντας, πιστεύω πως τα επόμενα χρόνια το clubbing όπως το γνωρίζουμε, με την έννοια του gathering σε ένα κοινό μέρος, με στόχο τη διασκέδαση και τον χορό, θα περιοριστεί, ενδεχομένως θα απευθύνεται σε λιγότερους και πιο «αντιδραστικούς», σε όσους το θέλουν πραγματικά και όχι σε όσους το κάνουν από συνήθεια ή από peer pressure, ίσως να συμβαίνει μόνο σε συγκεκριμένα, «ασφαλή» σημεία του πλανήτη που θα αναδειχθούν στην επόμενη Μέκκα του clubbing, ίσως να καλυφθεί με ένα τεράστιο πέπλο μυστικότητας, ακόμα και να αποτελεί ξεκάθαρη πολιτική πράξη αντίστασης, πάντως σίγουρα θα βρίσκει τρόπους να συνεχίζει να χαρίζει ανεξίτηλες συλλογικές εμπειρίες.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το πρόγραμμα δράσεων του ACADDEMIA και το πλήρες lineup του ADD επισκεφθείτε το addfestival.gr.