ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ ΥΠΟΤΙΘΕΤΑΙ ότι δεν προαναγγέλλονται, σύμφωνα με τη γνωστή ρήση, αλλά ο πρωθυπουργός τις προανήγγειλε στην πρόσφατη συνέντευξή του στο Capital και το μόνο που απομένει είναι να οριστεί και ο χρόνος.
Βεβαίως στην πολιτική «τα πάντα ρει» και μέχρι να εξαγγελθούν επισήμως, τίποτα δεν είναι σίγουρο. Αλλά μετά από όσα είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, φουντώνοντας τα σενάρια που ήδη κυκλοφορούσαν, δεν θα είναι εύκολο να αλλάξει το κλίμα που καλλιέργησε και ο ίδιος, παρότι επιχείρησε να ρίξει όλη την ευθύνη στην αντιπολίτευση.
Όπως φαίνεται, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενέδωσε στις πιέσεις που είχε από συνεργάτες του εδώ και καιρό για πρόωρες εκλογές το φθινόπωρο, παρότι μέχρι πρότινος το απέκλειε, διότι «είναι θεσμικός και θα ολοκλήρωνε την τετραετή θητεία», «ό,τι λέει το εννοεί» και «δεν είναι Τσίπρας».
Στο ξεκίνημα της διακυβέρνησης του όλα έδειχναν ότι θα διεκδικούσε δεύτερη θητεία με αξιώσεις και οι περισσότεροι προεξοφλούσαν άλλη μία νίκη. Στην πορεία τα πράγματα άλλαξαν, η μία κρίση διαδεχόταν την άλλη και όλες μαζί δοκίμασαν τις αντοχές και τα όρια της κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Είναι γεγονός ότι παρά την επιτυχή αντιμετώπιση των πρώτων κρίσεων στην αρχή, η συνέχεια δεν ήταν αυτή που περίμεναν. Αντί να αντιμετωπίσει τις νέες κρίσεις πιο αποτελεσματικά, αξιοποιώντας την εμπειρία, η κυβέρνηση έκανε «κοιλιά» και αναδείχθηκαν οι αδυναμίες της. Ο ανασχηματισμός δεν βελτίωσε την εικόνα, μάλλον το αντίθετο πέτυχε.
Εδώ και πολλούς μήνες συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη τον πίεζαν για δύο πράγματα: Να αλλάξει ξανά τον εκλογικό νόμο επαναφέροντας τον (ευνοϊκότερο για το πρώτο κόμμα) νόμο Παυλόπουλου και να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές για να προλάβει την φθορά της κυβέρνησης που αυξανόταν. Ο πρωθυπουργός δεν ήθελε να κάνει τίποτα από τα δύο.
Λόγω της αδυναμίας του ΣΥΡΙΖΑ να διατυπώσει πειστικό αντιπολιτευτικό λόγο και εναλλακτικές ρεαλιστικές προτάσεις, η Νέα Δημοκρατία παραμένει πρώτο κόμμα στις δημοσκοπήσεις, αλλά με ποσοστά που δεν της εξασφαλίζουν αυτοδυναμία ούτε στις δεύτερες εκλογές.
Εδώ και πολλούς μήνες συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη τον πίεζαν για δύο πράγματα: Να αλλάξει ξανά τον εκλογικό νόμο επαναφέροντας τον (ευνοϊκότερο για το πρώτο κόμμα) νόμο Παυλόπουλου και να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές για να προλάβει την φθορά της κυβέρνησης που αυξανόταν.
Ο πρωθυπουργός δεν ήθελε να κάνει τίποτα από τα δύο. Μία νέα αλλαγή εκλογικού νόμου πίστευε ότι θα έμοιαζε ως ένδειξη αδυναμίας και τις πρόωρες εκλογές δεν τις πίστευε διότι εκτιμούσε ότι η οικονομία θα μπορούσε να βελτιωθεί και να αλλάξει τα πράγματα.
Η προσδοκία ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας, την οποία ανέμενε στις αρχές του 2023, σήμαινε πολλά για εκείνον και νόμιζε ότι θα άλλαζε το κλίμα. Τώρα βλέπει ότι οι ανατιμήσεις, ο πληθωρισμός, το ενεργειακό δεν θα σταματήσουν σύντομα να προκαλούν απώλειες στα λαϊκά εισοδήματα, αφού η ευρωπαϊκή πολιτική δεν διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία και τα μέσα της κυβέρνησης είναι περιορισμένα.
Άρα η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν μπορεί να συγκρατηθεί για πολύ καιρό, αν κοπούν τα πενιχρά επιδόματα. Διότι για το κρατικό ταμείο το σύνολο των ποσών που διατίθεται μπορεί να είναι μεγάλο, αλλά τα 40 και 80 ευρώ για την κάθε οικογένεια είναι ελάχιστα μπροστά στην πραγματική απώλεια της αγοραστικής δύναμης των πολιτών.
Έτσι, αντί για την «επενδυτική βαθμίδα», η κυβέρνηση θα προβάλει επικοινωνιακά την «έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία», η οποία, όπως και η «έξοδος από τα μνημόνια», δεν αποτελεί ακριβώς «έξοδο» με την έννοια της κατάργησης, όπως θέλουν να παρουσιάζουν οι πολιτικοί, αλλά ολοκλήρωση των (συγκεκριμένων) απαιτήσεων των δανειστών.
Τα όπλα που ρίχνει στην προεκλογική μάχη είναι το επίδομα για την αντιμετώπιση της ακρίβειας στα καύσιμα, το Fuel Pass 2, η επιστροφή του φόρου στο αγροτικό πετρέλαιο, η οποία θα δοθεί τον Αύγουστο αντί για τον Νοέμβριο, οι υποσχέσεις για τα 26,2 δισεκατομμύρια ευρώ του νέου ΕΣΠΑ και τα 30 δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης. Ενώ το δίλημμα που θα βάλει ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι γνωστό: με ποιον προτιμούν οι πολίτες να περάσουν την πολύ δύσκολη περίοδο των κρίσεων που παρατείνονται και εντείνονται.
Τι φοβάται και τι ελπίζει ο πρωθυπουργός
Σύμφωνα με όσα είναι γνωστά ως τώρα και με την επιφύλαξη των ανατροπών που συχνά εμφανίζονται, οι οριστικές αποφάσεις για την ανακοίνωση των εκλογών αναμένονται τον Αύγουστο, αν και ενάμισης μήνας είναι μεγάλο διάστημα για τον πολιτικό τζόγο της εκλογολογίας.
Αυτή τη χρονική περίοδο που μεσολαβεί ο πρωθυπουργός ανησυχεί κυρίως να μην υπάρξει κάποια ανεξέλεγκτη πυρκαγιά (γι' αυτό και έχει δώσει πολύ αυστηρές κατευθύνσεις στους αρμόδιους) και να μην υπάρξει κάποιος αιφνιδιασμός από την απρόβλεπτη Τουρκία. Για το τελευταίο ελπίζει στη συνδρομή των ΗΠΑ.
Η μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων Covid χαλάει λίγο το αισιόδοξο κλίμα που θέλει να καλλιεργεί η κυβέρνηση, καθώς στο θέμα της πανδημίας έχει επιλέξει την τακτική της στρουθοκαμήλου. Γενικά δεν θέλει να βλέπει τίποτα που μπορεί να επηρεάζει αρνητικά τον τουρισμό, για τον οποίο προσδοκά να φέρει μεγάλα έσοδα το καλοκαίρι κι έχει ποντάρει πολλά σε αυτόν.
Αυτό που παραξένεψε κάπως ήταν η προσπάθεια του πρωθυπουργού να μεταφέρει την ευθύνη για τις πρόωρες εκλογές στην αντιπολίτευση και ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ και στην τοξικότητα της πολιτικής του συμπεριφοράς.
Η αντιπολίτευση στην Ελλάδα όμως είθισται να ζητάει εκλογές από την επόμενη μέρα της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης. Όσο για την τοξικότητα, τίποτα καινούργιο δεν υπάρχει εδώ επίσης. Η (έντονη) τοξικότητα στην πολιτική ζωή της χώρας κυριαρχεί εδώ και δέκα χρόνια. Οπότε η δήλωση του πρωθυπουργού «Ναι, θέλω να πάω στο τέλος της τετραετίας, αλλά κάνω και μία έκκληση προς όλους να μην οξύνουν τα πράγματα σε τέτοιο βαθμό που θα καταλήξουμε να έχουμε μία πολύ παρατεταμένη προεκλογική περίοδο μεγάλης έντασης...» δεν έπεισε και πολλούς για την ειλικρίνειά της.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήθελε να βγει πρώτος διαψεύδοντας τις προβλέψεις, αλλά ο κύριος στόχος του παραμένει να εμποδίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ο Αλέξης Τσίπρας θα παίξει το χαρτί του «αντιδεξιού μετώπου» και του αντιμητσοτακισμού, προσδοκώντας να λεηλατήσει ψήφους από το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγή και θα προσπαθήσει να σπρώξει στο κανάλι που θέλει τον Νίκο Ανδρουλάκη.
Η προεκλογική τακτική που θα ακολουθήσει απέναντι στην κυβέρνηση είναι –η δοκιμασμένη στο παρελθόν– της «σχολής Λαλιώτη». Άλλωστε, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Παππάς έχουν εδώ και χρόνια επαφές με τον βετεράνο πολιτικό και σύμφωνα με πρώην υπουργό της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τους έχει συμβουλεύσει αρκετές φορές στο παρελθόν.
Στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής επισημαίνουν απλώς τα προφανή, παρατηρώντας ότι οι υπουργοί της κυβέρνησης «έχουν κατεβάσει τα μολύβια και επιδίδονται στον προεκλογικό αγώνα». Η δική τους στρατηγική παραμένει ο «διμέτωπος» προεκλογικός αγώνας, εναντίον της κυβέρνησης, αλλά και του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ο στόχος τους για τις επόμενες εκλογές είναι η θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο ελληνικός Αύγουστος για άλλη μια φορά θα έχει πολλές πολιτικές ειδήσεις.