ΈΒΛΕΠΑ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΕΝΑ ΒΙΝΤΕΟ όπου ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ σχολιάζει την εσωτερική εκλογή που οργάνωσαν οι οικολόγοι, αναζητώντας μια δική τους «κατάλληλη» υποψηφιότητα για τη γαλλική προεδρία. Έπειτα απ’ όλα όσα έχουν μεσολαβήσει από αυτή την εκπομπή του 2021 και την απόφαση του γαλλικού οικολογικού κόμματος να προσκολληθεί στο «κύμα» του Ζαν-Λικ Μελανσόν, το θέμα του ποιος ήταν ο καταλληλότερος για μια οικολογική υποψηφιότητα έχει ξεπεραστεί.
Άλλωστε ποιον ενδιαφέρουν τέτοιες λεπτομέρειες τον ελληνικό Ιούλιο του ’22 με την ακρίβεια, μια νέα παγκόσμια κρίση και έναν ευρωπαϊκό πόλεμο να συνεχίζεται; Παρ’ όλα αυτά, έχουν τη σημασία τους οι σκέψεις του Κον-Μπεντίτ για ένα ζήτημα που υπερβαίνει τους οικολόγους, τη γαλλική πολιτική σκηνή ή τα στενά εκλογικά σενάρια εδώ κι εκεί.
Ο παλαίμαχος του Μάη του ’68 (μα από χρόνια θιασώτης ενός οικολογικού πραγματισμού που ξεσηκώνει κύματα θυμού στους πιο πιστούς της γενιάς του) αναφέρει κάποια στιγμή τα πολιτικά νησιά και τις μικρότερες πολιτικές νησίδες. Υπάρχουν, ας πούμε, μεσαίου μεγέθους νησιά και διάσπαρτες μικρονησίδες στην πολιτική. Υπονοεί, σαφώς, πως δεν συναντάμε πια μεγάλες πολιτικές στεριές ή ηπείρους.
Υπήρξαν τέτοιες μεγάλες στεριές στο παρελθόν, λ.χ. ο γκολισμός και ο κομμουνισμός στη μεταπολεμική Γαλλία ή έπειτα ο σοσιαλιστικός γαλαξίας του Φρανσουά Μιτεράν. Διαμόρφωσαν τη μεγάλη Ιστορία και όχι απλώς τα μικροεπεισόδια μιας πολιτικής καθημερινότητας. Το γεγονός είναι πως σπανίζουν πια οι μεγάλες πλειοψηφίες που τις χρειάζεται κανείς είτε για να κάνει μεταρρυθμίσεις είτε για να προωθήσει φιλόδοξες ρήξεις και ριζοσπαστικούς μετασχηματισμούς.
Σχολιάζοντας, λοιπόν, τη νίκη (στις εσωτερικές κομματικές εκλογές των οικολόγων) της οικο-φεμινίστριας και ριζοσπάστριας Σαντρίν Ρουσό, ο Κον Μπεντίτ αναγνώρισε ότι πρόκειται για νίκη μέσα σ’ έναν μικρόκοσμο, σε μια περιορισμένη περιοχή της γαλλικής πολιτικής ενδοχώρας. Με ποιον τρόπο όμως οι νησίδες και τα νησιά μπορούν να αντιληφθούν την ιδέα του συμβιβασμού και να εκπροσωπήσουν μεγάλα λαϊκά ρεύματα;
Λέγεται πως μέσα από την έξαρση των πολιτισμικών πολέμων ενός δεξιού και ενός αριστερού «στρατοπέδου» μπορεί να γεννηθεί η μία ή άλλη εκλογική πλειοψηφία για την πολιτική εξουσία. Η ιδέα είναι πως οι συμβιβασμοί είναι χρήσιμοι μόνο στο εσωτερικό κάθε στρατοπέδου και όχι ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα.
Φεύγοντας τώρα από τις κουβέντες του εβδομηνταπεντάχρονου Κον-Μπεντίτ, υποθέτω ότι η ιδέα της οικοδόμησης μεγάλων «πλειοψηφικών δυναμικών» έχει σήμερα έναν δηλητηριώδη εχθρό. Εχθρός δεν είναι τόσο οι διαφορές στα προγράμματα και στις θέσεις των κομμάτων όσο τα πολιτισμικά χάσματα μεταξύ των ποικίλων ακροατηρίων.
Οι αντιμαχόμενες κοινότητες των οπαδών ασκούν πίεση και έχουν πια τη δύναμη να παραλύουν και να φοβίζουν τους εκπροσώπους, τους βουλευτές, τις επαγγελματικές κομματικές ελίτ. Θρίαμβος της δημοκρατίας, θα αναφωνήσει κανείς. Μήπως δεν είχε γίνει θέμα –ιδίως στα πρώτα «μνημονιακά» χρόνια– η λειψή νομιμοποίηση των επιμέρους αποφάσεων και των πολιτικών επιλογών; Αν οι πολιτικοί πρέπει τώρα να προσέχουν και να υπολογίζουν στα σοβαρά τα συναισθήματα των ανθρώπων της «βάσης», δεν είναι αυτό δημοκρατική πρόοδος, ένα βήμα από τις ολιγαρχίες στις πιο ζωντανές δημοκρατικές κοινότητες του μέλλοντος;
Ας συμφωνήσουμε πως τα συναισθήματα και τα πάθη δεν μπορούν να ξεριζωθούν από την πολιτική. Πάντα η πολιτική διαχειριζόταν σύμβολα, ταυτότητες, μορφές θυμού και εκδοχές λατρείας, συμπάθειες και αντιπάθειες. Δεν ήταν ποτέ αποκλειστικώς προγραμματική και λογική υπόθεση προτάσεων και αριθμημένων σημείων. Σε αυτό έχουν δίκιο όσοι και όσες ασκούν κριτική σε ορισμένες στεγνές και κάπως αφ’ υψηλού εκδοχές ορθολογισμού που ταυτίζουν την πολιτική με το βασίλειο ενός νοικοκυρεμένου κοινού νου.
Όμως το πρόβλημα που επισήμανε ο Κον-Μπεντίτ σε σχέση ιδίως με ορισμένες εκδοχές ριζοσπαστικής πολιτικής (που φυσικά δεν αφορά μόνο αυτές) είναι κάτι άλλο: το πολιτισμικό χάσμα και τα συναισθήματα απέχθειας που καλλιεργούνται μεταξύ των followers στην πολιτική αρένα κάνει εξ ορισμού ισχνή και εύθραυστη τη μεγάλη πλειοψηφία.
Τώρα η ηθική ή πολιτισμική διαφορά και η έκφραση της εναντίωσης γίνεται βασική, αν όχι μοναδική ταυτότητα κάποιου που ασχολείται με το πολιτικό παίγνιο. Η διαφορετικότητα έχει γίνει αυτοσκοπός και από ένα σημείο και μετά μια πηγή απόλαυσης για άτομα και κοινότητες που έχουν χάσει από την οπτική τους την έννοια μιας ενιαίας χώρας, μιας κοινής πατρίδας, μιας συνταγματικής κοινότητας. Και αυτό βλέπουμε σήμερα στην επικράτεια των πολιτικών παθών όπως εκφράζονται υπερτονισμένα και σε παροξυσμό στην ψηφιακή αγορά: τα πολιτισμικά χάσματα και τα αντιθετικά συναισθήματα δεν επιτρέπουν στην πολιτική να μάθει μια κουλτούρα συμβιβασμών. Οι μειοψηφικοί στρατοί ευελπιστούν να γίνουν μεγαλύτεροι, αλλά δεν μπορούν να ονειρευτούν μεγάλες δημοκρατικές πλειοψηφίες.
Φυσικά, λέγεται πως μέσα από την έξαρση των πολιτισμικών πολέμων ενός δεξιού και ενός αριστερού «στρατοπέδου» μπορεί να γεννηθεί η μία ή άλλη εκλογική πλειοψηφία για την πολιτική εξουσία. Η ιδέα είναι πως οι συμβιβασμοί είναι χρήσιμοι μόνο στο εσωτερικό κάθε στρατοπέδου και όχι ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα. Υποτίθεται ότι έτσι, μέσα από την αποδέσμευση των πολιτισμικών συγκρούσεων, θα καλλιεργηθεί το πάθος για την πολιτική και τη δημοκρατία.
Επιτρέποντας όμως στα συναισθήματα και ιδίως σε μια πολιτισμική απέχθεια για τον άλλο να δυναμώσουν και να απλωθούν μέσα στον εκάστοτε «χώρο μας», αυξάνουμε μεν τη συσπείρωση των δικών μας, μα υπονομεύουμε συγχρόνως την αίσθηση της δημοκρατικής κοινότητας. Αποδεχόμαστε, λοιπόν, το ρίσκο να μην μπορούν να γεννηθούν ισχυρές πλειοψηφίες παρά μόνο οριακοί εμπόλεμοι στρατοί μέσα σε θάλασσες αποχής και αδιαφορίας. Μεγάλα τμήματα του πληθυσμού θα είναι «αλλού» και ούτε θα τους αφορούν τα δράματα των κομμάτων και των ανάπηρων πλειοψηφιών.
Μπορούμε όμως να πούμε (και ο Κον-Μπεντίτ το ίδιο ουσιαστικά λέει) πως κανένας «επιμέρους λαός» δεν επαρκεί από μόνος του. Καμιά νησίδα δεν μπορεί να έχει την αξίωση να αλλάξει τη ζωή της πλειονότητας, ιδίως αν περιφρονεί και δεν μπορεί καν να επικοινωνήσει με τους άλλους λαούς, με τα υπόλοιπα νησιά της πολιτικής. Η δημοκρατία είναι ένα αρχιπέλαγος όπου, εκτός από τις μοναδικές ταυτότητες των νησιών της, υπάρχει και η χώρα και ένα κεντρικό πέλαγος που συνδέει μικρές και μεγάλες κοινότητες, επιμέρους σχέδια και λόγους.
Μπορεί η πολιτική των προγραμμάτων να είναι αδύναμη ή θολή για τους ανθρώπους, να απασχολεί περισσότερο τους επαγγελματίες, τους λογογράφους, τα στενά επιτελεία. Έχει όμως κάτι καλό που δεν το διαθέτει καθόλου η πολιτική των ταυτοτήτων και της δημοκρατίας των συναισθημάτων: μπορεί να αναθεωρήσει σημεία, να σβήσει και να προσθέσει, να «ξεχάσει» και να υπερβεί συνθήματα και σχέδια.
Αντιθέτως, η ριζοσπαστικοποίηση των αμοιβαία περιφρονημένων ταυτοτήτων (που στηρίζεται πια κυρίως στην απέχθεια, σε μια πολιτική αναφυλαξία) δεν αφήνει να πέσει τίποτα κάτω και σπανίως αναθεωρεί ή επανεξετάζει επιλογές. Τα πάθη είναι συγκινητικά και ενίοτε μεγαλειώδη, αλλά σπανίως κάνουν αυτοκριτική ή ξανασκέφτονται δύο φορές μια θέση, μια κουβέντα, μια απόφαση.
Στις μέρες μας, που η βεβαιότητα έχει περάσει από τα στέρεα δόγματα στα προσωπικά συναισθήματα με τρόπο βίαιο και συχνά «ανισόρροπο», δεν μπορούμε να το ξεχνάμε αυτό. Κάποτε το πρόβλημα ήταν η τυραννία των συντριπτικών πλειοψηφιών, τώρα κινδυνεύουμε από αλαζονικά νησιά (ή και μικρονησίδες) που φαντάζονται πως μπορούν να υπαγορεύσουν τους όρους τους σε όλους τους υπόλοιπους.
To άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.