«ΕΙΣΑΙ ΠΟΥΣΤΗΣ ΓΙΕ ΜΟΥ;» Με αυτή την ερωτηματική πρόταση ανοίγει το νέο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη «Ψιλά Γράμματα». Τη λέει από τη θέση του συνοδηγού ο πατέρας του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος, που κάθεται στη θέση του οδηγού ενός Fiat Punto, τη Μεγάλη Παρασκευή του 2005. Ίσως είναι από τις τελευταίες ερωτήσεις του πατέρα στον γιο του, απρογραμμάτιστη και αυθόρμητη. Μετά από λίγες ώρες ο πατέρας θα πεθάνει.
Για μια στιγμή, ο αναγνώστης παγιδεύεται και αναζητάει την απάντηση μέσα στην πλοκή. Γρήγορα καταλαβαίνει όμως ότι απάντηση δεν υπάρχει και ότι τελικά δεν είναι αυτό το θέμα ούτε και ο στόχος του μυθιστορήματος και επομένως της συγγραφέως.
Η Ιωάννα Καρυστιάνη έγραψε ένα μυθιστόρημα, που διαβάζεται απνευστί, για την αντιφατικότητα της ανθρώπινης ζωής, την αβεβαιότητα, τη δυσπιστία, τις διαψεύσεις.
Ο τίτλος «Ψιλά Γράμματα» ίσως είναι αυτός που μας οδηγεί στην καρδιά του μυθιστορήματος. Η αλήθεια βρίσκεται στα ψιλά γράμματα, σε αυτά που μας λέει ο ήρωας/αντιήρωας του μυθιστορήματος στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου μετά από ένα ντόμινο καταρρεύσεων, τόσο του δικού του όσο και άλλων χαρακτήρων:
«Δοκίμασα να αρκεστώ στο μικρομεσαίο μου μερτικό καθημερινότητας, να μοιάσω με την πλειοψηφία των πιο νορμάλ, να γίνω και λίγο ζαμανφουτίστας, όμως δεν μου είπε πολλά η πραγματικότητα, δεν ήξερα πώς να κινηθώ άνετα σ’ αυτήν».
Υπάρχει κάτι το κωμικοτραγικό στον Τσιούλη που δεν γίνεται ποτέ τραγικό, ακόμη και τη στιγμή της κατάρρευσης. Μου θυμίζει πολύ γκογκολικούς ήρωες ή ανθρώπους χωρίς ιδιότητες. «Ώρες-ώρες αναλογίζομαι πόσα θυελλώδη συναισθήματα στερήθηκα», μονολογεί ο Μιχάλης, «στον ξύπνιο μου εννοώ. Γιατί στα όνειρα και τι δεν βλέπω, και τι δεν μου συμβαίνει, ξυπνώ και το σώμα μου, τρόπος του λέγειν, έχει τους μώλωπες της νύχτας».
Ο Μιχάλης Τσιούλης του Πολυχρόνη και της Όλγας, το γένος Λαλέ, είναι ο βασικός ήρωας στα «Ψιλά Γράμματα». Γεννημένος το 1952 στο Αγρίνιο, σε μια μικροαστική οικογένεια δασκάλων, μεγαλώνει με όνειρα να πετάξει, κυριολεκτικά, ψηλά.
Δεν θα πετάξει ποτέ, παρόλο που θα γίνει μηχανικός αεροσκαφών, θα συναρμολογεί εξαρτήματα, θα γίνει σχολαστικός με τα ρουλεμάν και θα γνωρίζει όλους τους τύπους αεροπλάνων και ελικοπτέρων.
Περισσότερο αντιήρωας παρά ήρωας, ο Μιχάλης Τσιούλης δεν είναι φτιαγμένος με τα υλικά που εξασφαλίζουν καριέρα. «Άτυχος, ατάλαντος, άτολμος, αδέξιος και αφανής», ζει πάντα μοναχικά, ακόμη και όταν βρίσκεται σε παρέα. Αρχή του είναι «αναπνέω καλύτερα όταν οι άλλοι δεν μου δίνουν σημασία».
Στο Αγρίνιο δεν είχε εμφανιστεί ποτέ με κοπέλα, πράγμα που προκάλεσε την ερώτηση του πατέρα του λίγο πριν αυτός εγκαταλείψει τα εγκόσμια στο κάθισμα του Punto. Οι γυναίκες στη ζωή του είναι περισσότερο παρενθέσεις ή καλύτερα ατελείς προσπάθειες που τις επιβάλλουν μάλλον οι τρίτοι.
Ο Μιχάλης Τσιούλης ξέρει πως «υπάρχουν σημαδιακές ημέρες που μπάζουν τους ανθρώπους στη ροή τους, δεν γίνεται να πας κόντρα». Έτσι και με τις γυναίκες.
Ας πούμε με την Κούλα Παπαβασιλείου, λογίστρια και μοναχοκόρη λογιστών. Η παρένθεση, μία από τις πολλές, έκλεισε γρήγορα. «Μιχάλη, τα Σαββατόβραδα μαζί σου σκέτα Ψυχοσάββατα. Μιχάλη, εσύ το πας για μεγαλοστέλεχος της μοναξιάς, Μιχάλη, είσαι νεκρή φύση, Μιχάλη είσαι ταμάμ για να αδειάζεις τα βολτ από τις μπαταρίες των ενθουσιασμένων, ρε Μιχάλη, μου βγάζεις την πίστη μέχρι να σιγουρευτώ ότι είσαι παρών στα σεντόνια…»
Το αντίο της Κούλας έχει πολλή ειρωνεία: «Τα λογιστικά σου είναι τακτοποιημένα στο κίτρινο ντοσιέ στην εταζέρα δίπλα στην πόρτα».
Υπάρχει όμως μια γυναίκα που δεν είναι παρένθεση αλλά φαντασίωση. Ένα κορίτσι που το είχε δει φευγαλέα τη νύχτα της 17ης Νοεμβρίου 1973 στο Πολυτεχνείο και από το οποίο είχε κρατήσει ένα γκρίζο σκουφί με πορτοκαλιά φούντα. Μήπως και το σκουφί είναι μια φαντασίωση; Μήπως και η πορτοκαλιά φούντα;
Ο Μιχάλης Τσιούλης έχει γεννηθεί, όπως ήδη είπαμε, το 1952. Είναι η χρονιά γέννησης και της Ιωάννας Καρυστιάνη. Η συγγραφέας δημιουργεί, λοιπόν, έναν συνομήλικό της ήρωα, με τον οποίο διατρέχει τον ίδιο χρόνο, όχι για να ανακαλέσει το παρελθόν, αφού η ανάκληση του παρελθόντος είναι ανέφικτη, αλλά για να δείξει, με ειρωνεία και πολύ χιούμορ, την αντιφατικότητα της ανθρώπινης ζωής.
Υπάρχει κάτι το κωμικοτραγικό στον Τσιούλη που δεν γίνεται ποτέ τραγικό, ακόμη και τη στιγμή της κατάρρευσης. Μου θυμίζει πολύ γκογκολικούς ήρωες ή ανθρώπους χωρίς ιδιότητες.
«Ώρες-ώρες αναλογίζομαι πόσα θυελλώδη συναισθήματα στερήθηκα», μονολογεί ο Μιχάλης, «στον ξύπνιο μου εννοώ. Γιατί στα όνειρα και τι δεν βλέπω, και τι δεν μου συμβαίνει, ξυπνώ και το σώμα μου, τρόπος του λέγειν, έχει τους μώλωπες της νύχτας».
Στην αρχή του μυθιστορήματος συναντάμε κι έναν άλλον ήρωα που λειτουργεί αντιστικτικά προς τον Μιχάλη. Είναι ο αδελφός του Κίμων, λίγα χρόνια μεγαλύτερος και με όλα τα προσόντα που εξασφαλίζουν καριέρα.
Γεννημένος για βάθρο, φωνή ηγετική, τσάκιση στα μπατζάκια, κολλαρισμένο πουκάμισο, ψεκάδες 4711, έχει βάλει πλώρη για το διπλωματικό σώμα και το πετυχαίνει. «Στη διάπλαση των παίδων παίζουν ρόλο και οι νονές».
Και η νονά του Κίμωνα, Αλίκη Μπούρα, άτεκνη, έχει ως αποκλειστική απασχόλησή της τον βαφτισιμιό της.
Ο Κίμων δεν είναι πολύ παρών στη ζωή της οικογένειάς του. Δεν βρίσκεται καν στο πλάι της μητέρας τους Όλγας (ένας άλλος χαρακτήρας-κλειδί στο μυθιστόρημα, «φυγάς» από την Κρήτη) που πεθαίνει στα εξήντα της από καρκίνο. Είναι όμως πολύ παρών στο μυθιστόρημα, καθώς από αντίστιξη στον Μιχάλη γίνεται τελικά αδελφή ψυχή.
Το βάθρο του γκρεμίζεται, η βεβαιότητα δεν έχει γερά θεμέλια, το ντόμινο των καταρρεύσεων τον παρασύρει. Η συγγραφέας τον βλέπει με τρυφερότητα, ακόμη και στα χρόνια της αλαζονείας του, γιατί ξέρει ότι η ζωή κρύβει πολλά απρόοπτα στις στροφές της.
Ο πολιτικός χρόνος υπάρχει στο μυθιστόρημα της Καρυστιάνη. Αλλά η χούντα, το Πολυτεχνείο, το ΠΑΣΟΚ, είναι περισσότερο εξωτερικά σημεία αναγνώρισης της πλοκής, που δίνονται επίσης με ειρωνεία και χιούμορ.
Αναγνωρίζουμε, ας πούμε, την εποχή ΠΑΣΟΚ, κυρίως τη νοοτροπία της εποχής στη φράση «γενικά στη χώρα έπαιζε πολύ η μούντζα στα παλιά, ο αποχαιρετισμός στη φτώχεια, ο πρωτόγνωρος ενθουσιασμός για απόκτηση αναπαυτικού καναπέ και καινούργιου κοστουμιού, η πεποίθηση για οριστικό αντίο στα πράγματα από δεύτερο χέρι».
Εκείνο που βρίσκω όμως πιο σημαντικό από το πώς η Ιωάννα Καρυστιάνη χειρίζεται τον πολιτικό χρόνο είναι το πώς δημιουργεί την κοινωνική γεωγραφία. Ένα εκπληκτικό τοπίο μικροαστών και μικροαστικών συμπεριφορών, τελετουργιών της καθημερινής ζωής, λαϊκής σοφίας και θεσφάτων που ορίζονται από δευτερεύοντες χαρακτήρες. Για όλο αυτό το πλήθος η συγγραφέας επινοεί ονοματεπώνυμα που δεν είναι μόνο αληθοφανή αλλά είναι και ταυτότητες.
Το είπαμε ήδη ότι η ειρωνεία, ως αντιφραστικός λόγος, και το χιούμορ είναι τα όπλα της συγγραφέως. Το χιούμορ δεν υπάρχει μόνο στις καταστάσεις. Υπάρχει και στη γλώσσα. Και είναι επίτευγμα που, παρά την ειρωνεία, η Καρυστιάνη κατορθώνει πάντα να γράφει θερμά.