Πιες το αίμα μου
Το νέο queer πολυπόστ από τον Πάνο Μιχαήλ
Την Παρασκευή που μας πέρασε πήγα σ’ ένα αποχαιρετιστήριο πάρτι μιας φίλης που φεύγει για Λονδίνο σε λίγες μέρες. Το casting των άγνωστων μεταξύ μας φίλων ήταν εξαιρετικό. Λεσβίες, non binary, ίντερσεξ, gay, μερικοί straight (λολάκι) και μερικοί bi (σας αγαπάει κι εσάς το queertopia, τι θα κάναμε άλλωστε χωρίς το πονηρό σας φιδάκι πάνω στον χάρτη των σωμάτων μας, που μας κάνει να χαμογελάμε καθώς μερικά πρωινά μέσα στο ερωτικοσεξουαλικό shuffle των σωμάτων όλων μας μάς ξυπνάτε κι εσείς με σεισμούς ηδονικούς).
Στο πάρτι ήταν και δυο συμπαθέστατα νεαρά non binary κουίρια τα οποία αυτή την περίοδο βασανίζονται από την ασθένεια της τοξικοεξάρτησης, το Δημήτρης και η Άρια. Είχα πρόσφατη στη μνήμη την παρουσίαση του φωτοπρότζεκτ του Μιχάλη Πατσούρα στη LiFO, που επιμελήθηκε ο M. Hulot, για ένα μεγαλύτερο σε ηλικία straight ζευγάρι και την ιστορία αγάπης τους μέσα στο spiral της τοξικοεξάρτησης, και αφού τα παρατήρησα για λίγο ύστερα συνομίλησα μαζί τους παρά την εμφανή χάωση.
Εσύ που με διαβάζεις τώρα όπως και εγώ έχουμε διαφόρων ειδών άμυνες και στερεοτυπικούς μηχανισμούς ερμηνείας του κόσμου, του εαυτού μας, της κοινότητας. Κι αν χάνουμε την μπάλα στα εύκολα που μας χωρίζουν, ξέρεις πολύ καλά πως αντιμετωπίζουμε την τοξικοεξαρτημένη υποκοινότητά μας καθώς κλαψουρίζουμε –και δικαίως– για τα πολλαπλά στίγματα.
Έχουμε σκεφτεί όμως τι συμβαίνει και τι σημαίνει παράλληλα, αν επιχειρήσουμε να επικοινωνήσουμε με αυτό που θα το έλεγες ένα ντόμινο από συντρίμμια; (Δεν είμαστε ανώτερ@ επειδή τη σκαπούλαραμε από τα δικά μας συντρίμμια, να το θυμάσαι πάντα αυτό.)
Εγώ για πρώτη φορά είδα δυο γλυκύτατα κουίρια, μέσα στην εμφανή αύρα της πρέζας, να αλληλεπιδρούν και να αλληλεπιδρούμε κι εμείς μαζί τους μέσα σε αυτό το αγαπητικό πλαίσιο που η φίλη μας είχε προσκαλέσει και μας είχε κάνει μέρος του.
Δεν περίμενα ένα –τυπικά– απλό πάρτι αποχαιρετισμού να μου μάθει τόσο αναπάντεχα και με τόση τρυφερή ένταση κάτι που είναι ο πυρήνας της queerοσύνης. Δεν είμαστε τα λάθη της ζωής μας. Μπορούμε πάντα να επιστρέψουμε –με την τρυφερότητα και την αγάπη των άλλων κουιριών– στην ιστορία της ζωής μας ξεπερνώντας ΜΑΖΙ την ντροπή, τη ματαίωση και την πίκρα.
Και να σταματήσουμε, αφού το καθένα από μας είναι αποσυνάγωγο, more or less απέναντι στη χυδαιότητα και τη σκληρότητα της πλειοψηφίας, να πράττουμε με παρόμοιο τρόπο στο κάθε Δημήτρη και την κάθε Άρια. Δεν είμαστε τα λάθη της ζωής μας, θα το επαναλάβω. Είμαστε το πρόσωπό μας, το σώμα μας, το αίμα μας, και πλέουμε όλ@ μαζί μέσα σε αυτό.
Γι' αυτό πιες το αίμα μου να πάρεις δύναμη καθώς ταξιδεύουμε σε αυτό που καμιά φορά αποκαλούμε καριόλα ζωή, ενώ δεν θα έπρεπε να είναι τίποτα άλλο παρά μικρές καθημερινές πράξεις τρυφερότητας.
Δημήτρης Μασούρας
Τρυφερότητα έχει και ως καλλιτέχνης αλλά και ως προσωπικότητα ο Δημήτρης Μασούρας, ο οποίος μαζί με τον φωτογράφο Ηλία Δούλη αποτελούν ένα από τα λίγα ανοιχτά gay καλλιτεχνικά ζευγάρια της πόλης. Δεν το αναφέρω καθόλου τυχαία γιατί η ορατότητα του ΛΟΑΤΚΙ+ εαυτού μας από το προσωπικό μέχρι το επαγγελματικό έχει άμεση σχέση αφενός με τον ψυχικό μας πυρήνα (αν τα πάντα συντελούνται στα κρυφά, τότε κάποια στιγμή η παθολογία του εσωτερικευμένου ψέματος θα σου διαλύσει την ύπαρξη, καλό μου παιδί) κι αφετέρου μαθαίνεις να ζεις όταν αποδέχεσαι πρώτα εσύ την αλήθεια σου.
Ο Μασούρας αυτή την περίοδο εργάζεται ως creative/art director στην Walnut Entertainment Greece. Το ύφος του, εγώ που τον παρατηρώ όλα αυτά τα χρόνια, θα το χαρακτήριζα ως τη σύνδεση της ενορίας της ηδονιστικής απλότητας με τα μαθηματικά της κουίρ φωτογένειας. Από τα πιο commercial μέχρι τα πιο προσωπικά του projects.
Μιλώντας μαζί του τις προάλλες εντόπισα αυτό τον κραδασμό που μου είχε μεταδώσει και το έργο του. Είτε μιλάμε για τη γραφιστική, τη μόδα, την ενδυματολογία, τη φωτογραφία, το περφόρμανς, αυτό που διατρέχει τον Δημήτρη είναι η γνώση του αντικειμένου του, που όμως χωρίς το επίχρισμα της επίγνωσης της διπλωματίας της απόλαυσης θα ήταν ακόμη ένα ναρκισσιστικό ρέψιμο.
Το δέρμα που κατοικεί και στη ζωή και στην τέχνη έχει να κάνει με αυτό που οι περισσότεροι επιλέγουν ν’ αγνοούν μέσα στη θλιβερή γυμναστική του ανταγωνισμού. Κείνα που χτίσαμε θα μας γκρεμίσουν, αν καταβροχθίζουμε την όποια ομορφιά ως καννιβαλιστικό ξεφάντωμα, αντί να επιχειρούμε να τη συνδυάσουμε με την αυτογνωσία της κοινής μας απόγνωσης απαλύνοντάς την.
Πώς συνδυάζεται το ξεφάντωμα και η απόγνωση; Πώς γίνεται να διασκεδάζεις όταν φοβάσαι να λύσεις με ειλικρίνεια την εξίσωση της ηδονής και της τέχνης; Ο Μασούρας θεωρώ πως σε αυτά τα ερωτήματα δεν έχει βρει ακόμη την οριστική απάντηση, αλλά σε αντίθεση με την πλειοψηφία μεταμορφώνει αυτό που έχασε –κάθε φορά– σε αυτό που κρύβεται μέσα στις μικρές αποστάσεις από το περιθώριο στο κέντρο κι από τη ζωή στην τέχνη του.
Αυτός το λέει εξέλιξη. Εγώ; Η φαντασμαγορία της πληγής του ενός είναι το φαντασιακό αξιοθέατο του άλλου. Και κάπως έτσι συνδεόμαστε. Και στη ζωή και στην τέχνη.
/Fags and hugs of the day*/
• Ο Luc Bruyère (η καλλιτεχνική του περσόνα ονομάζεται Lucky Love) είναι μια εντελώς ιδιαίτερη queer περίπτωση.
Μοντέλο, χορευτής μουσικός, drag queen, ανοιχτά οροθετικός, ο οποίος έχασε το αριστερό του χέρι λόγω αγενεσίας, σε κάνει να μην μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του γιατί καταρρίπτει, ειδικά όταν σκρολάρεις στον Instagram λογαριασμό του, τα θηριώδη στερεότυπά μας.
Στην Ελλάδα μπορεί να μην είναι γνωστός, αλλά φέτος με τα δυο του βιντεοκλίπ, το Paradise και το Love (το δεύτερο το λογόκρινε ο αφηνιασμένος αλγόριθμος των tech ολιγαρχών του YouTube που υποτίθεται ότι οι πλατφόρμες τους, ως λίκνα της ψηφιακής ύπαρξης, θα μας απελευθέρωναν, λολάκι), πέτυχε να δυναμώσει το μουσικό του σήμα στη γαλλική queer σκηνή. Και σαν μην έφτανε αυτό, το documentary με τίτλο Lucky συμμετείχε στο Tribeca Film Festival 2022.
Παρατηρώντας τον ξανά, ενώ γράφω αυτό το κείμενο, σκέφτομαι παρ' όλα τα σημαντικά βήματα που έχουν συντελεστεί εγχώρια σε ό,τι έχει να κάνει με την queer αναπαράσταση, πόσο μας λείπει η ανυπόκριτη αγκαλιά σε όλο το queer φάσμα και περιπτώσεις σαν του Lucky που συμπυκνώνει περήφανα τη φλόγα της queer ύπαρξης.
• Κι αν το σώμα του Luc Bruyère και ο τρόπος που το χρησιμοποιεί για να κάνει τέχνη είναι μια αυταπόδεικτη αγαπητική επίθεση στη ζωή, ο τρόπος που το χρησιμοποιεί ο χορευτής Αιμίλιος Αράπογλου είναι μια πρόποση στην ευλογημένη queer ρευστότητα της εποχής.
Μια ρευστότητα που δεν αφήνεται να στραγγαλιστεί από τον φόβο και τη μάχη των κατσιασμένων φύλων, μάχη που καταρρέει καθώς καλλιτέχνες σαν τον Αράπογλου ρέουν ανάμεσα στη σεξουαλική και την αισθητική πράξη με γνώμονα την ποιητική του σώματος που αρνείται να καταπιεστεί γιατί έχει πια συνείδηση του εαυτού του.
• Αυτήν τη συνείδηση οι queer πρόγονοί μας σαν τον περίφημο Ιόλα, αυτό το θηριώδες πλάσμα που διέτρεξε τον καιρό του και την τέχνη ως μια διαρκή περιδίνηση ανάμεσα στον ναρκισσισμό και την ιερή αισχρολογία της τέχνης και των καλλιτεχνών ως performance, και τον Andy Warhol (που αυτός τον ανακάλυψε και του έκανε την πρώτη του έκθεση), αυτό το από επιλογή ρομποτοποιημένο ως περσόνα, κουίρ φοβισμένο αγόρι, που έβαλε την τέχνη στο ποπ εργοστάσιο του μαζί με τους queer αποσυνάγωγους της νεοϋορκέζικης '60s underground υποκουλτούρας και συνέγραψαν το αρχετυπικό queer manual του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα, δεν την είχαν ακριβώς επικεντρώσει σε αυτό που τώρα όλ@ μας γνωρίζουμε, όχι γιατί δεν ήθελαν αλλά γιατί δεν ήταν προσανατολισμένοι στην παρεκτροπή από τη νόρμα ως ουσία αλλά ως μάσκα.
Ας είναι. Και με τη δικιά τους συμβολή φτάσαμε εδώ που είμαστε τώρα: Το σεξουαλικό γίνεται πολιτικό –όχι μέσω του σεξ– αλλά μέσω μιας συγκεκριμένης τεχνολογίας αυτοπροβολής.
• Τα κτήνη της queer και μη ζωής ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου τα γνώριζε από πρώτο χέρι και χόρευε σε όλη του τη ζωή μαζί τους, όχι αυτοκαταστροφικά σαν τον Ταχτσή αλλά ως συντηρητικός σκηνοθέτης του μαζοχισμού της έλξης που του ασκούσαν. Γνώριζε ότι η κατάργηση της πατριαρχίας δεν εξαρτάται από τους άνδρες που γαμιούνται με άλλους άνδρες αλλά από τους άνδρες που σαμποτάρουν τη σημασία της λέξης άνδρας. Αλλά δεν μπορούσε με τίποτα να τους σαμποτάρει ο καλός μου, ειδικά στην –αγαπημένη– Ομόνοια, καθώς ηδονικά τον περικύκλωνε το δικό τους σκοτάδι που τόσο όμορφα περιγράφει στο παρακάτω απόσπασμα.
Πιστεύω, ακόμα, ότι ένα γερό λαϊκό κορμί με τάση προς τις ηδονές και με μια ελαφριά, έστω, υποψία της μπλόφας και της φενάκης, υπαρξιακής και κοινωνικής, εν τη οποία ζώμεν, κινούμεθα και εσμέν, δεν μπορεί να είναι και πολύ διαφορετικό στη συμπεριφορά του. Τα άλλα υποψιασμένα κορμιά, με άλλη διαφορετική ιδιοσυστασία εκφράζονται διαφορετικά και όπως μπορούνε. Λένε όμως πάντοτε το ίδιο πράγμα:
Ανυπακοή στην μπλόφα και στη ματαιότητα.
Γιώργος Ιωάννου / Ομόνοια 1980
• Και κοίτα τώρα να δεις πώς μέσω της απροσδόκητης μεταφυσικής της τέχνης και των υφαδιών της ο queer πρόγονος μας Παζολίνι και η queer βίβλος του κινηματογραφικού του Teorema ενωμένα με το Famous blue raincoat του Leonard Cohen, διασκευασμένο από τους Conspiracy of Beards, λένε το ίδιο πράγμα.
Famous blue raincoat - Conspiracy of Beards