Ηλιοβασίλεμα στο Τσιμπουκλού
Το νέο queer πολυπόστ από τον Πάνο Μιχαήλ
Το πώς μεταχειρίζεται η ταπεινωμένη, αλλά πάντα αδαής ελληνική δημοσιογραφία ό,τι δεν έχει να κάνει με τους γνώριμους μίσχους της μονολιθικότητας που αναγιγνώσκει τη ΛΟΑΤΚΙ+ θεματολογία αλλά και εμάς τα κουίρ άτομα δεν με εκπλήσσει. Βλέπεις, είδε κι έπαθε μέχρι να φύγει από τη στερεοτυπική ανάγνωση ανάμεσα στα καλιαρντά που πρωτοάκουσε στη χυμένη πασοκίλα της νιότης της στην αίθουσα σύνταξης και τον θεληματικό βαλλιανατισμό, ο οποίος την «εκπαίδευε», χωρίς να την κάνει να νιώθει έντρομη και κυρίως ασυνάρτητη μέσα στην ομοφοβία της και τα πολλαπλά συμπλεγματά της. Κι εκεί που νόμιζε πως επειδή έκανε μαζί με μας σλάλομ μέσα στη γελαστή ελευθερία των pride μας, επειδή διαχρονικά είχε πάντα gay φίλους, κι αυτή (λολάκι), ότι επιτέλους ακολουθεί την εποχή (με εμμονές, παλιακές ιδεοληψίες, ψυχολογία αμετανοήτου ξερόλα), άρχισαν τα τελευταία χρόνια να τη βομβαρδίζουνε όλες οι αποχρώσεις του ουράνιου τόξου (queer, transgender, intersex, non binary), πάνω που νόμιζε πως αρκούσε που είχε αφήσει το Γκάζι ανοιχτό.
Τα γράφω αυτά γιατί διάβασα στην ΕφΣυΝ το άρθρο της καλής δημοσιογράφου Ματούλας Κουστένη, όπου σχολίαζε την υπόθεση της αναβολής της παράστασης της «Στρέλλας» στη Λυρική. Περίμενα, επειδή τη διαβάζω και γνωρίζω τη ματιά της στα πολιτιστικά, τη hot 'n' heavy, ανάμεσα στα ψευδοδάκρυα για την καλλιτεχνική ελευθερία, άποψη, η οποία είναι σεβαστή άλλωστε. Εκεί όμως που φόρεσε τα πιτζαμάκια της Κάρεν και άρχισε να μπλέκει το political correctness, τις ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητες, τους δικαιωματισμούς και τις συλλογικότητες, κατ’ αυτήν, με την queer κοινότητα σ’ εναν, τουλάχιστον, ταλαιπωρημένο από τις ιδεοληψίες αχταρμά, σκέφτηκα πως δεν αρκεί να κάνεις πως ακολουθείς την εποχή και να υποδύεσαι τον ΛΟΑΤΚΙ+ σύμμαχο.
Πρέπει να την αφουγκράζεσαι, να κάνεις προσπάθεια να την κατανοήσεις και το βασικότερο. Από την ταπείνωση μέχρι την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα είναι αυτή που γνωρίζει κυτταρικά ότι είναι πολλά τα πράγματα που την ταπεινώνουν each and every day, από τη σκληρή για μας καθημερινότητα και τα κολοβά μας δικαιώματα μέχρι τον πολιτισμό και τη δημοσιογραφία.
Που η Κουστένη τα καπέλωσε με ακραία και εμμονική ιδεοληψία. Κρίμα.
{Ηλιοβασίλεμα στο Τσιμπουκλού}
Κι αν αυτά συμβαίνουν συχνότατα στην έντυπη και ιντερνετική δημοσιογραφία, δεν χρειάζεται, καλό μου κουίρι, να φανταστείς τι συμβαίνει στη σηψαιμική φιδοφωλιά της ιδιωτικής ελληνικής τηλεόρασης. Αλήθειες και Ζήνα Κουτσελίνη είναι (δεν έχουν σημασία τα ονόματα) τουαλέτα δίχως καζανάκι. Θα με ρωτήσεις, βέβαια, εύλογα γιατί αναφέρεις την Κουτσελίνη στο «Queertopia»; Το ότι η εκπομπή της, αυτή η καλά δοσολογημένη και υπολογισμένη μέχρι τεταρτημόριου δημοσιογραφική παρτούζα πόνου έχει υποπέσει σε ομοφοβικές σκατολογίες είναι γνωστό. Με αφορμή την υπόθεση του 52χρονου που κατηγορείται πως βίαζε και εξέδιδε ένα 12χρονο κορίτσι στα Σεπόλια, το μαραμένο και πολυπληθέστατο πάνελ της είπε να εξαργυρώσει το γλάρωμα του ομοφοβικού κοινού που την παρακολουθεί, συνδέοντας τη φρικτή υπόθεση παιδεραστίας με τη σεξουαλική διαπαιδαγώγηση και τις ΛΟΑΤΚΙ+ ταυτότητες. Παραθέτω: «Αισθάνομαι ότι υπάρχει και μια γενικότερη κατεύθυνση παγκόσμια που αποκαλύπτει ότι δεν τα προστατεύουμε τα παιδιά. Μια διάχυτη συζήτηση για τη σεξουαλικότητα των παιδιών, με τα παιδιά που αλλάζουν φύλο στα 13-14, που αποφασίζουν αν θα φοράνε φούστα στο σχολείο στα 12 τους, σαν να μην τρέχει τίποτα… και που τελικά αυτό που ο λαός και γενικά παλιότερο θεωρείτο απόλυτα διαστροφή και ανωμαλία τώρα έχουμε βρει τρόπους να το έχουμε ντύσει…».
Κι αν νόμιζες ότι χθες, που ήταν και Παγκόσμια Ημέρα Ψυχικής Υγείας, οι τσίγκινοι τηλεψυχολόγοι και τηλεψυχίατροι που εκτρέφει η Κουτσελίνη θα εξέφραζαν ευωδιαστές επιστημονικές απόψεις, γελιέσαι (όπως γελάει η Ζήνα μαζί σου). Παραθέτω: «Η γνωσιακή (λολάκι) ψυχολόγος Πολυβία Περάκη ανέφερε: "Στην Ψυχολογία και στην Ψυχιατρική, όπως και στην Ιατρική, υπάρχει ένας τόμος, ας πούμε, που αποφασίζεται από την Αμερικανική Ψυχιατρική Εταιρεία και από τον ΠΟΥ, το DSM-5 και το ICD-11, που είναι τα εργαλεία βάσει των οποίων βγάζουμε διάγνωση, οι ψυχίατροι συγκεκριμένα. Δηλαδή στο DSM-3 η ομοφυλοφιλία ήταν διαταραχή. Στο DSM-5 υπάρχει η κατηγορία των παραφιλιών, στην οποία υπάρχουν οι κατηγορίες των σεξουαλικά παρεκκλινουσών συμπεριφορών. Αυτά τα DSM και το ICD επηρεάζονται πολιτικά, οικονομικά κ.λπ.» (επιστημονικό ψεκ: τσεκ).
Και αφού ανέπτυξε τη θεωρία της, θέλησε να δώσει και ένα παράδειγμα: «Δηλαδή στο DSM-3 η ομοφυλοφιλία ήταν διαταραχή. Στο DSM-5 υπάρχει η κατηγορία των παραφιλιών, στην οποία υπάρχουν οι κατηγορίες των σεξουαλικά παρεκκλίνουσων συμπεριφορών». (Είμαστε ανώμαλα τα κουίρια, αλλά πιο ανώμαλοι οι Έλληνες στρέιτ ψυ, δεν συμφωνείτε;)
Οι δημοσιογραφικοί δημαγωγοί του δημόσιου αισθήματος είναι γελοίες υπάρξεις εκ φύσεως, αυτό είναι γνωστό. Το ότι σε συνάρτηση με «επιστημονικές» καραγκούνες, κυνικά και υπολογισμένα κακοποιούν τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα με τα αλλοπαρμένα άλματα λογικής τους ακόμη και σε υποθέσεις που δεν έχουν καμιά ΛΟΑΤΚΙ+ υφή είναι προσβλητικό. Το μόνο αισιόδοξο είναι πως στο εκτροφείο τους ο χρόνος έχει αρχίσει να μετράει αντίστροφα. Και ευτυχώς που το δηλητήριο που τους εξέθρεψε δεν έχει αντίδοτο – γι' αυτούς.
{Καίει ο πάγος. Πάντα έκαιγε}
Ο σχολιασμός της ΛΟΑΤΚΙ+ επικαιρότητας δεν είναι πάντα ένα άγριο, ορμητικό, ηδονικό dancefloor. Είναι κι ένας απροσδόκητος ωκεανός με φωτεινά διαλείμματα, ευτυχώς, μέσα στην πίεση και στην κούραση της καθημερινότητας όλων μας. Την Κυριακή, λοιπόν, πήγα και είδα το «Larsen C» του χορογράφου Χρήστου Παπαδόπουλου στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση. Χάρηκα πολύ που η Μεγάλη Σκηνή της Στέγης γέμισε για το έργο του Χρήστου, ενός ακόμη ταλαντούχου κουιριού που σιγά-σιγά αυτονομήθηκε από το παπαϊωανικό, αγαπητικό camp του Δημήτρη και σταθερά την προηγούμενη δεκαετία διαμόρφωσε το δικό του περιπετειώδες και, το πιο βασικό, διεθνές καλλιτεχνικό του στίγμα.
Eίχα γράψει και για το εξαιρετικό του ΙΟΝ πριν από μερικά χρόνια, αλλά με το «Larsen C» διέκρινα για ακόμα μία φορά πως με το ελάχιστο σκηνικά αυτό το ταλαντούχο αγόρι έδωσε ποιητική μορφή στον μηδενισμό που μας περικυκλώνει μέσα από το σώμα, τα σωματά (μας) στη σκηνή. «Larsen C»: Ένα έργο τέχνης εν κινήσει που εμπνέεται από τη βραδύτητα της τήξης των παγετώνων προκειμένου να μιλήσει για τη σφοδρότητα της ζωής.O Χρήστος Παπαδόπουλος γίνεται ξανά παρατηρητής της κίνησης του ελάχιστου που στην εσωτερικότητα και στην επανάληψή της παράγει ζωή. Το «Larsen C» είναι ένα πάρτι-φόρος τιμής στην αθόρυβη μετάβαση των σωμάτων. «Είναι μια μεταφορά», σχολιάζει ο ίδιος ο χορογράφος, «της ζωής που, ακατανίκητη, προχωρά» αναφέρει στο site της Στέγης ο Χρήστος κι εγώ σκέφτομαι, τώρα που γράφω, τι είδους χημεία συντελέστηκε στον ωκεανό του «Larsen C».
Επαναλαμβάνομαι άρα υπάρχω, έτσι έχει αρχιτεκτονήσει η φύση τη ζωή που μας περιβάλλει, έτσι έχει αρχιτεκτονήσει και η τέχνη τη σκόρπια ζωή (της) καθώς μετεωρίζεται μεταξύ του μελαγχολικού απόβαρου της αγάπης και των κάθε είδους δράκων με τις φλόγες που έρχονται για να την «επιδιορθώσουν». Καθώς παρατηρούσα τα σώματα των χορευτών, τη φτερωτή επαναληπτικότητα του μοτίβου τους, ήρθε και με χτύπησε στην καρδιά, εκεί στη μέση του έργου, ο πυρήνας του υλικού του Χρήστου. Ψευδαίσθηση, φαντασία και αίσθημα (το δικό μας και αυτό που συνέβαινε στη σκηνή) τρεμόπαιζαν, καθώς το sense of balance έκανε γλυκό έρωτα με το sense of despair.
Τι ωφελεί να αρνούμαστε αυτή την ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΗ βόλτα της ζωής, της κάθε ζωής, προσπαθεί να μας πείσει ο Παπαδόπουλος, καθώς τα σώματα των χορευτών και τα σώματά μας άρχιζαν να συντονίζονται στο σαγηνευτικό μπιτ του μουσικού Γιώργου Πούλιου, ο οποίος μέχρι τότε μας βύθιζε με την αίσθηση του μοιραίου πνιγμού, θωπευτικά και βίαια, φτηνά αλλά και με την πολύτιμη ασέλγεια που διαθέτει όταν κινείται ανάμεσα στα σύνορα του γούστου, και οι χορευτές του Χρήστου αγκάλιαζαν τον θρίαμβο και το κενό της ύπαρξης.
Τι σημασία έχει, προσπαθεί να σου πει ο Χρήστος Παπαδόπουλος με αυτήν του τη δημιουργία, αν έχεις συμφιλιωθεί με την κοινή μας μοναξιά, το παγωμένο τέλος; Όλα κάποτε τελειώνουν. Και όλα επαναλαμβάνονται σαν να μην τέλειωσαν ποτέ. Με τον τρόπο της φύσης. Και με τον τρόπο της τέχνης.
Που σε αυτόν τον ξεχαρβαλωμένο κόσμο σού υπενθυμίζει να μην αφήσεις καμιά πολύτιμη νύχτα να πάει χαμένη.