Το σώμα σου είναι ένα αρχείο
Το νέο queer πολυπόστ από τον Πάνο Μιχαήλ
Πριν από λίγο καιρό –τότε που έστηνα το Queertopia– είδα στο Ιnstagram έναν ΛΟΑΤΚΙ+ λογαριασμό, το @queerathens, ο οποίος μου κίνησε αμέσως το ενδιαφέρον με την αισθητική του, τον σύγχρονο τρόπο που χρησιμοποιεί την προσωποκεντρική αυτή πλατφόρμα, αλλά πάνω απ' ολα με τον βασικό πυρήνα του (που σήμερα διαπερνά και το Queertopia, σ' ολα όσα θα διαβάσεις: your body is an archive).
Το queerathens το συνέλαβαν ως ιδέα και το έφτιαξαν δυο ανοιχτά λεσβίες, η Βάσια Γεωργαλή και η Έλα Τσάκωνα Θα τονίζω σε κάθε ευκαιρία από το Queertopia τη λεσβιακή ορατότητα και πόσο την έχουμε ανάγκη ολ@ γιατί αφενός τις αγαπάμε κι αφετέρου οι νεαρούλες λεσβίες EVERYWHERE χρειάζονται –χθες–, πέρα από τις σπουδαίες Mητέρες του χώρου, τις μεγάλες τους αδερφές και ως πρότυπα αναπαράστασης, και ως μέντορες, αλλά το βασικότερο ως ένσαρκα ψυχόλουτρα –που η υπόλοιπη κοινότητα, μέσες άκρες, τα έχει πιο αναπτυγμένα– που θα τις ενδυναμώσει, θα τις ξεφλουδιάσει από τις πατριαρχικές μαλακίες, θα τις εισαγάγει και θα τις εισαγάγουν –είναι αμφίδρομα αυτά– στον επόμενο κόσμο που είναι ήδη εδώ. Θα τις υπερασπιστεί αγαπητικά και ύστερα θα συναντηθούμε όλ@.
Πού; Εκεί που ήδη μας κατευθύνει και η εποχή, αλλά και η ΛΟΑΤΚΙ+ φυσική και μεταφυσική της ψηφιακότητας. Στη μετάβαση στο ψυχικοψηφιακό metaverse cloud, στο οποίο ήδη όλοι μαζί και ένας ένας κάνουμε upload each and every godamn day αφενός τη ζωή μας ως φιλτραρισμένο curation και αφετέρου σε αυτό που τα κορίτσια άρχισαν να κάνουν.
Αν τα ΛΟΑΤΚΙ+ σώματα ήταν, είναι και θα είναι ένα διαρκές αρχείο, αυτό που το καθιστά σημαντικό αλλά και ευάλωτο παράλληλα είναι η απουσία της καταγραφής της κοινής μας μνήμης η οποία, μην έχεις καμιά αμφιβολία γι' αυτό καλό μου κουίρι, περνάει κυτταρικά από τη μια γενιά στην επόμενη, ενώνεται με το κοινό μας βίωμα και μακροπρόθεσμα σχηματίζει αυτό που πάντα έλειπε από την Ελλάδα, την κουίρ ιστορικότητα. Όχι βέβαια ως κρυσταλλοποιημένο μαυσωλείο νοσταλγικής πικρολογίας αλλά ούτε και ως ναρκωμένη από την –απαραίτητη για άλλα πράγματα– συναρμογή του queerness με το «περίφημο μακρύ χέρι της αγοράς».
Μιλώντας με τη Βάγια από κοντά κατάλαβα πόσο μας έλειπε ένα ψηφιακό queerολόγιο γιατί αυτό είναι το queerathens, αν το καλοσκεφτείς. Τα κορίτσια συλλέγουν, καταγράφουν, αποδελτιώνουν και ύστερα, με τη μορφή podcast, σχηματίζουν μια αφήγηση όχι δικιά τους –πολύ σημαντικό–, αλλά την κοινή μας αφήγηση από μας για ολ@. Εδώ πρωταγωνιστούμε όλα τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ+ οικογένειας καθώς τα κορίτσια έχουν συλλάβει και πραγματοποιήσει την ιδέα τους, η οποία, τώρα που μιλάμε, συμβαίνει και είμαι σίγουρος πως θα πετύχει γιατί βασίζεται σε αυτά για τα οποία είμαστε ήδη το καθένα από τη δικιά του πλευρά έτοιμο.
Το βίωμα όχι ως παρελθοντική αυνανιστολογία, η εξερεύνηση του κοινού μας τραύματος, η ένωση της ιστορικότητας με τη διατήρηση της μνήμης ως διαρκή επιστροφή της κερδισμένης μας επίγνωσης και το βασικότερο: η ορατότητα, αυτή η γαμημένη ορατότητα που γνωρίζω, αισθάνομαι και νιώθω πόσο διψάτε γι' αυτήν απ’ τη μια και πόσο σας τρομάζει απ’ την άλλη. Ξέρω πόσο πονάει στην αρχή αλλά σε γλιτώνει από το ασυνείδητο hide and seek με τον εαυτό σου, σε ισχυροποιεί μακροπρόθεσμα (δεν μπορείς να φανταστείς πόσο) και σε κάνει να χαίρεσαι που είμαστε ολ@ μαζί μωρή, ε;
ΟΤΑΝ ΑΠΟΦΑΣΙΣΑ να πάω να παρακολουθήσω τη φετινή θεατρική εκδοχή του σκηνοθέτη Πέτρου Ζούλια, δεν περίμενα να δω το ηδονικά βουτηγμένο στο J-lube χέρι της νέας κουιροσύνης να φιστάρει τον κώλο των θεατρόφιλων (των οποίων βέβαια η σύσταση έχει αλλάξει, ό,τι μαλακία και να σου λένε) – και δεν το είδα βέβαια. Είδα όμως μια κουίρ εντιμότητα, από την επιλογή των ηθοποιών μέχρι την ειλικρινή καλλιτεχνική προσπάθεια του Ζούλια να συντονίσει και να συντονιστεί στους ορατά ΛΟΑΤΚΙ+ κραδασμούς που έχουν έρθει για να μείνουν και στην τέχνη του, κι ας κρώζουν οι παλιακές, κρυφές κωλοτρυπίδες του εγχώριου πολιτιστικού dark room, που η συμφορά από το πολύ μυαλό μιας ΛΟΑΤΚΙ+ κατάστασης που δεν την αφομοίωσαν ποτέ όταν έξω γινόταν χαμός –ουσίας, όχι hype– τώρα, τα τελευταία χρόνια, τους περικυκλώνει και τους φιστάρει αυτή, αφού την είχαν φιστάρει αυτοί πρώτα μέσω της της κάθε είδους εξουσίας, ως αισθητική πράξη.
Δεν είμαι κριτικός θέατρου, καλά μου κουίρια, και δεν με ενδιαφέρει να κάνω και κριτική της παράστασης (μου άρεσε, αλλά θέλει δουλίτσα). Εντόπισα όμως, ενώ δεν το περίμενα, πέρα από τους δύο κεντρικούς πρωταγωνιστές (τον Ιωάννη Αθανασόπουλο και την ενδιαφέρουσα κουίρ συγχρονικότητα του Μέμου Μπεγνή, η όποια αρχίζει και επικοινωνεί ουσιαστικά το ψυχικό και σωματικό της κέλυφος σκηνικά), στους ανοιχτά κουίρ ηθοποιούς του θιάσου μια κουίρ σκηνική ενέργεια που –μου– έλειπε στο, ας το χαρακτηρίσουμε, μέινστριμ θέατρο (να χαρεί και ο συνήθως μέσος στρέιτ θεατρικός παραγωγός).
Ο Μανώλης Θεοδώράκης, εδώ ως ηθοποιός και όχι ως η λατρεμένη στο κουίρ πλήθος της πόλης drag persona Mary Sunshine, υποδύθηκε τον ρόλο της drag ιδιοκτήτριας-περφόρμερ του μπαρ στο οποίο, όπως και σήμερα –χωρίς ευτυχώς πια τη ρατσιστική ασφυξία που βίωσαν οι ΛΟΑΤΚΙ+ πρόγονοί μας–, έπαιζαν και γινόντουσαν τα πάντα, Γκρέτα, ναι μεν στο σκηνοθετικό πλαίσιο του Ζούλια και του Σέρμαν που έγραψε το έργο, αλλά με έναν εντελώς σύγχρονο τρόπο. Συνδύασε εξαιρετικά τη δραματική συσσώρευση της εποχής που καταγράφει το έργο αλλά κατάφερε (και η παράσταση είναι ακόμη στην αρχή της, δεν έχει δέσει) να ρυμοτομήσει τον ρόλο του ενώνοντάς τον με το νέο κουίρ καρναβάλι που όλ@ μας απολαμβάνουμε, διεκδικώντας και ενώνοντας, με τη μεταφυσική της τέχνης του, το σώμα του με τα σώματα των προγόνων μας και τα δικά μας και τη διεκδίκηση της αξιοπρέπειας για την οποία κυριολεκτικά μάτωσαν και την απολαμβάνουμε εμείς τώρα, αγκαλιά με τις νέες επιγνώσεις.
Κατά τη γνώμη μου είναι αυτός που πέτυχε πιο έντονα καλλιτεχνικά αλλά και ως νέος κουίρ (όχι τόσο νέος όσο οι άλλοι δύο στους οποίους θ’ αναφερθώ μετά, Μανώλη, λολ) ηθοποιός αυτού του ανεβάσματος να ενώσει τα προαπαιτούμενα του έργου, την εκδοχή της σκηνοθεσίας του Ζούλια αλλά προσθέτωντας και τη δικιά του ενεργειακή κουίρ δοσολογία, φτιάχνοντας τον πιο πλήρη –προς το παρόν– ρόλο της παράστασης, κι ας μην είναι ο πρωταγωνιστικός. Που είναι, κατά βάθος, αν το καλοσκεφτείς, γιατί αυτό που συμβολίζει η Γκρέτα παραμένει και είναι εντελώς σύγχρονο ως κουίρ συναισθηματολογία. Επινόησε με τους ΔΙΚΟΥΣ σου όρους το νόημα της unapologetic υπερηφάνειας, μωρή, σου λέει.
Αν ο Μανώλης Θεοδώρακης έκανε την πιο ολοκληρωμένη δουλειά κουιρ-ερμηνευτικά, ο 28χρονος Γιάννης Σίντος, ο νεαρός που υποδύεται τον χορευτή και μεγάλο έρωτα (που θα σκοτωθεί το χρυσό μου, όπως μονάχα ο έρωτας ξέρει να σκοτώνει, α-να-πο-φευ-κτα) του χαρακτήρα του Μπεγνή στο πρώτο μισό του έργου τον ακολουθεί από πίσω #διπλής. Η εικόνα του δικού του χαρακτήρα, ακόμη κι αν δεν ξέρεις τίποτα για το έργο, σου είναι εντελώς γνώριμη και εντελώς σύγχρονη και αυτή γιατί της έδωσε κάτι από το φρέσκο κουίρ αίμα.
Twinky, nerdy, νευρωτικός αλλά και ο μόνος που δεν πρόδωσε τον σκληρό πυρήνα της αγάπης, ο Σίντος μέσα από το σώμα του έδωσε στον ρόλο νέα, σύγχρονη πνοή, εξελίσσοντας την κάπως στερεοτυπική, έτσι όπως είναι γραμμένη, αλλά πάντα λατρεμένη, θηλυπρεπή αδερφή, προσθέτοντάς της το συναισθηματικό και σωματικό context του δικού μας χωροχρόνου και μετασχηματίζοντάς την σε ένα κουίρ κωλόμουνο που ποτέ μην κάνεις το λάθος και το υποτιμήσεις, αρρενωπή φιλενάδα. Αγαπάει και αγαπιέται ενώ εσύ πού και πού, καθώς λα-χα-νιά-ζεις κυριολεκτικά ν’ αγαμάς και ν’ αγαμιέσαι μέσα στη θολούρα σου.
Για το τέλος άφησα τον εξαίσιο και ταλαντούχο James Rodi, ο οποίος όμως, κοίτα να δεις πράγματα με τους νέους ηθοποιούς, προκατειλημμένη, κρυφή θεατρόφιλη, τα λέει κιόλας, ενώ εσύ βλέπεις την ηδυπάθεια του στη σκηνή να συγχρονίζεται με την κουίρ τέχνη του έργου και τη δικιά του, να διεκδικούν ισότιμα και φανατικά το δικαίωμα στον ναρκισσισμό και στη φράντζα, ακόμη και την ώρα που πεθαίνουμε της πείνας (ή μας σφάζουν, όπως τον ρόλο του στη ναζιστική Γερμανία του περασμένου αιώνα).
Γυρνώντας σπίτι ένιωσα ικανοποίηση που, ακόμη και σε αυτό το πλαίσιο της αναπαράστασης της ομοφυλόφιλης μυθολογίας μιας άλλης εποχής, όσα νέα κουίρια (που ήταν, δεν το περίμενα, η πλειοψηφία των θεατών) δουν την παράσταση θα συναντήσουν τους ΛΟΑΤΚΙ+ προγόνους, καθώς ο αυτοπροσδιορισμός τους θα συναντά τους παλιούς και θα ενώνεται με τους νέους κουίρ κώδικες, που ξέρουν πως ο Έρωτας είναι ό,τι πιο πολιτικό υπάρχει, δεν πα' να λένε οι ντουλάπες.