Ο ΧΡΟΝΟΣ ΖΩΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΝ και γεγονότων της επικαιρότητας είναι σύντομος. Μέσα σε λίγες μέρες ή το πολύ σε λίγες εβδομάδες πρέπει να «ξετυλιχτεί το κουβάρι», να συγκλονιστεί το κοινό, να θερμανθεί το ενδιαφέρον.
Η μηχανή της δημοσιότητας καίει τα θέματα αφού πρώτα τα έχει επιδείξει σαν τρόπαια που ξεχωρίζουν από όλες τις άλλες ειδήσεις των ημερών. Από μια στιγμή και μετά μοιάζει αναπότρεπτη αυτή η συρρίκνωση μέχρι τελικής εξαφανίσεως. Δεν υπακούει πάντοτε σε κάποια σκόπιμη χειραγώγηση ή συνειδητούς σχεδιασμούς από ολιγαρχικούς κύκλους (αν και η διαμόρφωση της ημερήσιας διάταξης υπόκειται σε παρεμβάσεις και πολιτικούς χειρισμούς, εννοείται).
Περισσότερο στηρίζεται στην κόπωση και στην απουσία συγκέντρωσης που κυριεύει τους περισσότερους όταν αρχίσουν να «ζαλίζονται» από τις λεπτομέρειες ενός θέματος. Οι λεπτομέρειες κουράζουν και φυσικά, μόλις το θέμα δώσει τους εξωτερικούς του χυμούς (έναν πιθανό ή βέβαιο ένοχο, ένα χοντρό στόρι), αμέσως αναζητείται το επόμενο, μια άλλη «ιστορία».
Οι εφήμεροι συναγερμοί είναι η ουσία του επικοινωνιακού μας σύμπαντος. Ιδίως στις μαζικές, καπιταλιστικές δημοκρατίες, σε αυτές που η επικαιρότητα πρέπει να αναλώνεται σε καθορισμένο χρόνο όπως όλα τα εμπορεύματα. Στις πιο ασάλευτες, αυταρχικές χώρες δεν μπορεί να υπάρξει αυτή η σχέση υπερβολής και εξάντλησης – ο κύκλος της ενημέρωσης και των σημείων ενδιαφέροντος υπακούει σε άλλα κριτήρια.
Ο μεγάλος κίνδυνος που αντιμετωπίζει μια βαθιά και απαιτητική για λεπτομέρειες έρευνα δεν είναι απλώς οι αντιδράσεις από μέρους όσων αδιαφανών και εγκληματικών δικτύων ενοχλούνται. Είναι και κάτι πιο ανώδυνο αλλά εξίσου σημαντικό: ότι στη χώρα μας υπάρχει από δεκαετίες μια πολιτική ταυτοτήτων, μια δεξιά ή αριστερή περιοχή που η καθεμιά τους δεν θέλει ερωτήματα και έρευνες για τα δικά της χωρικά ύδατα.
Ξέροντας λοιπόν πως η εφήμερη έξαρση είναι το πεπρωμένο των δημόσιων θεμάτων, χρειαζόμαστε πάντα και μια άλλη δημοσιογραφία: αυτή που θα επιμένει στην ανίχνευση της λεπτομέρειας, στη «συνέχεια» των ιστοριών μέσα στον χρόνο. Η αληθινή γνώση ενός φαινομένου δεν χτίζεται στις εξάρσεις, στον θόρυβο, στις πρώτες εντυπώσεις.
Αυτό θα μπορούσε να γίνει αφετηρία για μια διαφορετική έρευνα των γεγονότων και των πηγών. Φυσικά, πρόκειται για υπόθεση πολύ ακριβή, δύσκολη και συχνά όχι δημοφιλή. Ιδίως σε κοινωνίες καχύποπτες με τα πάντα, κοινωνίες δίχως εμπιστοσύνη σε βασικά πρωτόκολλα και διαδικασίες, η έρευνα δεν βρίσκει πολλούς πραγματικούς υπερασπιστές. Ο χρόνος πιέζει, η λήθη καλύπτει σε λίγο τα πάντα ενώ οι πολιτικές εξελίξεις καθοδηγούν την προσοχή μας.
Κάτι κινείται όμως, και ευτυχώς. Υπάρχουν προσπάθειες για μια δημοσιογραφική έρευνα που πάει πέρα από τον χορό των εφήμερων συναγερμών.
Ο μεγάλος κίνδυνος που αντιμετωπίζει μια βαθιά και απαιτητική για λεπτομέρειες έρευνα δεν είναι απλώς οι αντιδράσεις από μέρους όσων αδιαφανών και εγκληματικών δικτύων ενοχλούνται. Είναι και κάτι πιο ανώδυνο αλλά εξίσου σημαντικό: ότι στη χώρα μας υπάρχει από δεκαετίες μια πολιτική ταυτοτήτων, μια δεξιά ή αριστερή περιοχή που η καθεμιά τους δεν θέλει ερωτήματα και έρευνες για τα δικά της χωρικά ύδατα.
Όταν μια έρευνα ενοχλεί την κεντροδεξιά (όπως τώρα), προσεγγίζεται και αμέσως πολιορκείται φιλικά και υποστηρικτικά από την πολιτική και δημοσιογραφική αριστερά. Αναμενόμενο. Όταν όμως η ίδια ή ανάλογη επιμονή υπάρξει για θέματα που ενοχλούν «ταυτοτικά» την αριστερά (όπως για δεκαετίες υπήρξε λ.χ. η πολιτική βία και τρομοκρατία), τότε αναθεματίζεται ως σκοτεινή, συστημική κ.λπ.
Αν τώρα ακούγονται έπαινοι, λόγου χάρη, για τον Τάσο Τέλλογλου, είναι δύσκολο να ξεχάσουμε τα όσα διακινούσαν πριν από είκοσι χρόνια όταν ο συγκεκριμένος (και άλλοι) είχε κάνει σοβαρό ρεπορτάζ για την ελληνική τρομοκρατία.
Αν άλλοι βρίσκουν καλά λόγια για ένα ρεπορτάζ της Βασιλικής Σιούτη –που θέτει, ας πούμε, σοβαρά ερωτήματα για πλευρές της κρατικής-κυβερνητικής μηχανής– οι ίδιοι είναι που εξοργίζονται με την αποκάλυψη των fake news για τη «μικρή Μαρία» στον Έβρο ή που αφόριζαν όταν η έρευνα αφορούσε τη θητεία των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Σε αυτή την περίπτωση και σε πολλές άλλες οι ενοχλημένοι ζητούν σχεδόν πάντα να σταματήσει μια έρευνα, να περιοριστεί στα ελάχιστα, να μην έχει συνέχεια και βάθος. Και φωνάζουν για το αντίθετο, όταν η αποκάλυψη υπονομεύει τον μισητό αντίπαλο.
Η επίμονη έρευνα των λεπτομερειών έχει λοιπόν πολλούς εχθρούς και κάμποσους περιστασιακούς και υποκριτές συμμάχους. Έχει απέναντί της τη βαρεμάρα του μεγάλου κοινού, τη δίψα για την ευκολία, την πορνογραφία του ρηχού σαματά. Έχει εναντίον της τις ιδιοτελείς στρατηγικές εκδοτικών και άλλων μηχανισμών όπως και τις θεμιτές εμπορικές ανησυχίες για κάτι που «δεν πουλάει». Αντιμετωπίζει όμως από χρόνια τον εναγκαλισμό της από τις κομματικές οικογένειες και τις αρχέγονες παραταξιακές ορμές. Και αυτό μπορεί να φαίνεται αναπόφευκτο σε μια δημοκρατία με συλλογικά πάθη και μνήμες.
Όμως έρευνα και γνώση δεν μπορεί να υπάρξει με «σεβασμό» στην ομερτά του ενός ή του άλλου κομματικού υποσυστήματος. Ιδίως αν το τίμημα για τον «σεβασμό» είναι η αποσιώπηση, η βιαστική ανάγνωση των πραγμάτων και ο εξωραϊσμός της πραγματικότητας. Μια δημοκρατία ωριμάζει όταν αφήνει περισσότερο ελεύθερο χώρο στην έρευνα, αφήνοντας τους εφήμερους συναγερμούς για το πανηγύρι των social media.