Για κάποιον που έχει ζήσει τα ’90s, το Μπάσσο Βεστιάριο μπορεί να λειτουργήσει σαν κάψουλα αναμνήσεων, σαν «μια απόπειρα φαντασιακής απόδρασης στο παρελθόν» μέσα από ήχους που για τους ανθρώπους που έχουν μνήμες από εκείνα τα χρόνια είναι το soundtrack της εφηβείας τους, των νεανικών τους χρόνων, της μουσικής με την οποία διασκέδαζαν, φλέρταραν, διαμορφώνονταν.
Θα μπορούσε να είχε γραφτεί και ακόμα πιο παλιά, στη Νέα Υόρκη στα μέσα της δεκαετίας του ’80 π.χ., όταν το electro wave, το post punk και ο πρώιμος σκληρός ηλεκτρονικός χορευτικός ήχος κυριαρχούσαν παντού και ήταν πρωτοπορία, επηρεάζοντας την αισθητική μιας γενιάς.
«Κάπου στο βάθος η Λένα Πλάτωνος του κλείνει το μάτι» αναφέρει το δελτίο τύπου της Veego Records προσπαθώντας να τοποθετήσει κάπου το άλμπουμ ηχητικά, αλλά ακούγοντας τα οχτώ κομμάτια του καταλαβαίνεις ότι δεν είναι καθόλου ένας vintage δίσκος, όσο κι αν οι ηχητικές μνήμες σου «προδίδουν» τις αναφορές του – και την ηλικία του ανθρώπου που το έφτιαξε.
Το Μπάσσο Βεστιάριο είναι ένα άλμπουμ που θα μπορούσε να έρχεται από το μέλλον, με «σαμπλαρισμένα» στοιχεία του παρελθόντος, ποίηση, εμπειρίες, πάρτι, μέρες και νύχτες σε μεγαλουπόλεις, μεταφέροντάς τα σε μια νέα πραγματικότητα, και μάλλον αυτό είναι εν τέλει. Ο Κωνσταντίνος Τασσόπουλος που είναι ο δημιουργός του ζει από το 2001 στο εξωτερικό και έχει πολύ πλούσιο βιογραφικό που περιλαμβάνει μετακινήσεις σε διάφορες χώρες του κόσμου και μια μουσική πορεία εντυπωσιακή:
«Γεννήθηκα κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στην Καλαμάτα, όπου και πέρασα τα πρώτα χρόνια μου» λέει. «Μετά ζήσαμε στην Αθήνα, όπου και άρχισα μαθήματα πιάνου στο Εθνικό ωδείο που σημαδεύτηκε από την απόκτηση δίσκαλου αρμονίου Yamaha (τα ροκ χρόνια, βόλτες στο Μοναστηράκι και για δίσκους στο Happening). Επιστροφή στην Καλαμάτα αρχές του ’90. Παύση μαθημάτων πιάνου αλλά πολλοί πειραματισμοί στο αρμόνιο αλλά και σε drums, τουμπερλέκια, κιθάρες, πετάλια, ηχογραφήσεις κλπ. (τα πανκ / indie χρόνια). Παράλληλη ενασχόληση με την φωτογραφία και το θέατρο.
Από εκεί έφυγα φοιτητής στην Θεσσαλονίκη –σπουδές στα ΤΕΙ και παράλληλα στο τμήμα μελωδικών κρουστών του Κρατικού Ωδείου. Διάφορες δουλειές για αυτοσυντήρηση αλλά και μια μοτοσυκλέτα που με πήγε σε ωραία μέρη. Πειραματισμοί με φίλους και πενιχρά τεχνικά μέσα. Προσθήκη του R8 Roland rhythm machine και φτηνών Casio και το πρώτο μου midi studio.
Το Μπάσσο Βεστιάριο ήταν παιδί της καραντίνας, «το υλικό ηχογραφήθηκε μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου του 2020» εξηγεί. «Όταν όλα έδειχναν κάπως στάσιμα και αβέβαια και έτσι, άξαφνα, σε κάποιους από εμάς, δόθηκε o χρόνος να βάλουμε το αχούρι μας σε σειρά, να σκάψουμε βαθύτερα μέσα μας, αλλά και να πραγματοποιήσουμε projects και σχέδια που μας περιτριγύριζαν από παλιά».
Τα χρόνια της τσάρκας, των ρέιβ, των συναυλιών, των καταλήψεων, με μουσική υπόκρουση ηλεκτρονική, dub, trip hop, acid jazz, ambient, ρεμπέτικα κ.λπ. Το φανταρικό διέκοψε τον ειρμό μου, αλλά μου έδωσε και ένα σπρώξιμο να ασχοληθώ με άλλα πράγματα. Για πρώτη φορά αποπειράθηκα να κάνω μουσική σε υπολογιστή.
Μόλις τέλειωσα τον στρατό άρχισα και τα ντιτζεϊλίκια με residencies στην Καλαμάτα (Hobo) αλλά και στην Αθήνα λίγο αργότερα (Babalu), έως ότου έφυγα για Λονδίνο το 2001 με one way ticket. Εκεί σπούδασα Μουσική Τεχνολογία, δουλεύοντας ακατάπαυστα για να συντηρήσω τις σπουδές μου, ώσπου καβαντζώθηκα σε ένα χαλαρό πόστο στην Τate Modern. Από το 2005 άρχισα να βγάζω δίσκους ως παραγωγός, κυρίως house μουσικής, αλλά και να παίζω DJ sets σε πιο international events, ως καλεσμένος πλέον.
Στην Αγγλία έμεινα έως το 2007 και μετά έφυγα για Βερολίνο για να προλάβω λίγο από τα τελευταία ξέγνοιαστα χρόνια της πόλης που με φιλοξένησε έως το 2020 περίπου. Εκεί μου δόθηκε η ευκαιρία να ζήσω από τη μουσική και να ταξιδέψω σε μακρινές ηπείρους για να παίξω σε κλαμπ η φεστιβάλ (ως Ekkohaus), από το Fabric του Λονδίνου μέχρι το Womb στο Τόκιο, κι από το Σίδνεϊ μέχρι Νέα Υόρκη και Μπουένος Άιρες.
Μετά το 2015 χαλάρωσε η ενασχόλησή μου με την νύχτα και σταδιακά με κέρδισαν άλλα αγαπημένα πρότζεκτ όπως το Hi Point Low Life, ένα ραδιοφωνικό σόου στο Cashmere Community Radio του Βερολίνου (συμπαραγωγή με τον Αλέξη Ραπτόπουλο / Sonny Blount).
Το 2017 γεννήθηκαν οι Keller Crackers, μια τριεθνής, πολύγλωσση μπάντα (αραβικά, καταλανικά, ισπανικά, ελληνικά, αγγλικά). Ο ήχος μας ηταν βασισμένος στον αυτοσχεδιασμό με όργανα που είχαμε κατασκευάσει αρχικά, αλλά και με την προσθήκη τεχνολογίας στην πορεία. Κάναμε κάποιες κυκλοφορίες σε δίσκους και μια κασέτα. Εγώ και η σύντροφος (1/3 των Keller Crackers) μείναμε άνεργοι με το ξέσπασμα της πανδημίας. Περιμέναμε για λίγο μουδιασμένοι. Κάπου εκεί ηχογράφησα το Μπάσσο Βεστιάριο. Λίγους μήνες μετά κάναμε το πήδημα του βατράχου.
Από τότε μένουμε στην Ισπανία, σε μια μικρή πόλη έξω από την Βαρκελώνη. Αυτόν τον καιρό εργάζομαι ως καθηγητής Αγγλικών σε ένα μικρό σχολείο της περιοχής, κάτι που με ενδιαφέρει να συνεχίσω παράλληλα με την εκμάθηση γλωσσών, και την ενασχόλησή μου με την μουσική. Ένα άλλο μουσικό side project μου (Data Morgana/Unworldly Potential) κυκλοφόρησε το 2021 σε ένα αυστραλέζικο label (Memoirs/2021)».
Keller Crackers – Αίθουσες Αναμονής (Germany 2019)
Το Μπάσσο Βεστιάριο ήταν παιδί της καραντίνας, «το υλικό ηχογραφήθηκε μεταξύ Απριλίου και Ιουλίου του 2020» εξηγεί. «Όταν όλα έδειχναν κάπως στάσιμα και αβέβαια και έτσι, άξαφνα, σε κάποιους από εμάς, δόθηκε o χρόνος να βάλουμε το αχούρι μας σε σειρά, να σκάψουμε βαθύτερα μέσα μας, αλλά και να πραγματοποιήσουμε projects και σχέδια που μας περιτριγύριζαν από παλιά.
Κατά τη διάρκεια της πανδημίας έπαιξε και ψάξιμο στα κιτάπια και ήρθαν στην επιφάνεια πράγματα από το μακρινό παρελθόν, σκίτσα, γράμματα, τραγούδια κ.λπ. Κάπως έτσι κι εγώ μπήκα στο στούντιο να ηχογραφήσω υλικό που προϋπήρχε στο μυαλό μου, με στιχάκια που περίμεναν υπομονετικά να βρουν την θέση τους στις στροφές και στα κομμάτια. Λίγα λόγια βρήκαν τον δρόμο τους. Πολλά έμειναν απ’ έξω σκόπιμα γιατί φοβόμουν –και φοβάμαι– τη φλυαρία. Πάντως, κάθε κομμάτι έχει την ιστορία του.
Τα “Σιρόπια” ως ένα γραφικό και ξεχασμένο παραισθησιογόνο ήταν εύκολο να το βρεις, οπότε και πολύ δημοφιλές, στα ’90s. Ηχητικά εδάφια από τον Λούμπεν Ρετρολλετάριο. Είναι η αρχή του δίσκου για το κακά μάτι.
Ο “Άνθρωπος καθρέφτης” μιλάει για τον τρόπο που έχει χαθεί η αληθινή και ουσιαστική επικοινωνία με τους άλλους, αλλά και με τον εαυτό μας. Ίσως ακούγονται και οι σκέψεις του Βίλχελμ Ράιχ σε αυτό το κομμάτι (“μικρέ ανθρωπάκο...”).
Η “Βιντεοκασέτα” είναι ένα ’80s τριπάκι με ήχο ρετρό και την απαραίτητη μελαγχολία.
Η “Άνοιξη” έχει άλλη αύρα και διαφοροποιείται από τα άλλα κομμάτια ως προς τον ήχο. Θα έλεγα ότι είναι ένα μεσογειακό κομμάτι και ανοίγει τα χρώματα του άλμπουμ.
Η δεύτερη πλευρά ανοίγει με τον “Υπερσυντέλικο” που ουσιαστικά είναι το κομμάτι της πανδημίας. Χωρίζεται σε τρία μέρη.
Το πρώτο, που είναι δανεισμένο από στιχάκι του Χρίστου Λάσκαρη, από το ποίημά του “Τα μεγάφωνα”, περιγράφει την ομιχλώδη και ιδιότυπη πρώτη περίοδο της πανδημίας.
Το δεύτερο, που είναι μια απόπειρα εσωτερικής φαντασιακής απόδρασης στο παρελθόν. Τέλος, το τρίτο μέρος είναι η παραδοχή πως ζούμε σε μια νέα πραγματικότητα.
Ο “Καλός μπάτσος κακός μπάτσος”είναι ένα προβοκατόρικο funk αστείο. Η “Αστική ανάπλαση” αγγίζει τις dub επιρροές μου και αναφέρεται στις τσιμεντένιες ζούγκλες των Ελληνικών αστικών δομών. Ηχητικά εδάφια πάλι από τον Λούμπεν Ρετρολλετάριο.
Τέλος, το “Άλφα Στερητικό” είναι η συμβουλή μου στα νέα παιδιά που κάθε μέρα περιστοιχίζονται από κακούς λύκους με προσωπεία αγγελικά».
Φίλος Φίλου - Ανθρωπος Καθρέφτης
Του λέω ότι το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό όταν άκουσα το άλμπουμ ήταν Fluke και «The Techno Rose of Blighty», έναν εξαιρετικό χορευτικό δίσκο των ’90s με ειρωνικό τίτλο γιατί δεν βασιζόταν (κυρίως) στην τέκνο.
«Κατ’ αρχάς, ενώ επεδίωξα να δώσω μια συγκεκριμένη αισθητική στον ήχο του άλμπουμ, μια κατεύθυνση ηχητική ας πούμε, παράλληλα την έσπασα –συνειδητά πάλι– με κομμάτια όπως η “Άνοιξη” η και η “Βιντεοκασέτα”. Οπότε μπορεί να υπάρχουν και αναφορές που ισχύουν για κάποιο κομμάτι, αλλά όχι για ολόκληρο το άλμπουμ.
Βέβαια, το τι ακούει –ή δεν ακούει– κανείς είναι θέμα κουλτούρας που λέμε, δηλαδή εμπειρίας, γνώσεων και ακουσμάτων, προσωπικών αλλά και συλλογικών, λόγω ημερομηνίας και τόπου γέννησης, για παράδειγμα. Έχω σπουδάσει πιάνο και κρουστά, αλλά ως επί το πλείστον είμαι αυτοδίδακτος, που σημαίνει ότι προσεγγίζω τη μουσική με μεγαλύτερη ελευθερία – κάποιες φορές η ελευθερία που σου επιτρέπει η άγνοια.
Με αυτό το πρότζεκτ δεν προσπαθώ ούτε να τετραγωνίσω τον κύκλο, ούτε να πάω τη μουσική πιο πέρα. Μπορώ να συνθέσω και να παίξω κάποια όργανα, αλλά όχι σε επαγγελματικό επίπεδο, καθώς δεν είμαι μουσικός, αλλά ούτε και συνθέτης η στιχουργός.
Είμαι μουσικός παραγωγός πράγμα που μου επιτρέπει να είμαι ικανός να κάνω όλα τα προαναφερθέντα σε κάποιο βαθμό, και επίσης να κάνω ενορχήστρωση, ενοργάνωση, μίξη ήχου και ηχοληψία (αλλά όχι απαραίτητα mastering).
Με αυτό τον ήχο λοιπόν προσπαθώ να επικοινωνήσω κάποια θέματα με τρόπο άμεσο (τα ελληνικά και η χρήση κάποιων εύηχων –η όχι– λέξεων), και μουσικά ανοιχτό, με στοιχεία wave, electro, dub, ethnic, funk κ.λπ., αλλά και με references στις δεκαετίες ’80 και ’90 όπου ήταν και τα χρόνια που γαλουχήθηκα, ας πούμε.
Δεν ήθελα το άλμπουμ να ακούγεται πολύ ηλεκτρονικό, οπότε ο περιορισμός σε συγκεκριμένα όργανα και σύνθια βοήθησε σε αυτό. Επίσης, δεν ήθελα να ακούγεται τσίτα, πλαστικό, συνθετικό, digital. Κι ας έχει δηλαδή κουσούρια, που σίγουρα έχει, να είναι κάτι όσο το δυνατόν αληθινό, ειλικρινές, απλό αλλά όχι απλοϊκό, ευκολοάκουστο αλλά και με αγκαθάκια.
Η ηχογράφηση του άλμπουμ ήταν μια μοναχική, μα πάρα πολύ διασκεδαστική διαδικασία. Η μεγάλη μου ανασφάλεια ήταν τα φωνητικά και το πώς θα κάθονταν στο τελικό αποτέλεσμα. Νομίζω πως γενικά κόλλησαν με τη μουσική με έναν τρόπο φυσικό –ήταν αυτό που με ενδιέφερε– κι όχι ξένο ή χιλιοπερπατημένο (ψιθυρίσματα κ.λπ.). Και η φωνή μου ενώ ακόμα δεν μου πολυαρέσει, στο τέλος είναι εντάξει, γιατί στο κάτω-κάτω τα δικά μου λόγια είπα, δεν απήγγειλα κανένα ποίημα-άσμα ασμάτων. Εκεί να δεις τι δύσκολα θα ήτανε. Έχουνε άλλο βάρος οι λέξεις.
Το πρώτο κομμάτι που είχα έτοιμο ήταν ο “Άνθρωπος καθρέφτης”. Τα κομμάτια είναι έτοιμα όταν αποκτούν τρία στοιχεία. Το γκρουβ και η μουσική που πρέπει να έχουν κίνηση. Τα λόγια που έχουν κι αυτά μια κίνηση σε σχέση με τη μουσική και το ρυθμό, και τέλος, το απογειωτικό στοιχείο, που μπορεί να είναι ένα σόλο, ένας αυτοσχεδιασμός, ή μία αιθέρια φωνή όπως είναι στην “Άνοιξη”.
Οι μουσικές μου γνώσεις είναι περιορισμένες, οπότε και η μουσική ίσως δεν είναι πολυεπίπεδη στη σύνθεσή της, όμως ως παραγωγός καλύπτω τα κενά της μουσικότητας με την προσεκτική επιλογή των ήχων και χρήση overdubs, παρόλο που τα περισσότερα θέματα παίχτηκαν με το χέρι. Προσπάθησα να μην τα “πειράξω” πολύ τα κομμάτια μετά από την αρχική και ουσιαστική μορφή τους. Πιστεύω πως θα μπορούσαν να γίνουν και καλύτερα, αλλά γνωρίζω καλά τον κίνδυνο του «χαλάσματος» ενός κομματιού, μιας ιδέας, λόγω του υπερβολικού post production. Ήταν ένα λάθος που δεν ήθελα να κάνω».
— «Η ζωή μας είναι σουγιάδες / σε βρόμικα αδιέξοδα / σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα / μπάσσο βεστιάριο / μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά / και χαλασμένα σπέρματα». Πες μου για τη Γώγου / τα Τρία κλικ αριστερά και τον τίτλο του άλμπουμ.
Η Γώγου είναι παλιά αγαπημένη, από τις εφηβικές αναζητήσεις των αρχών του ’90. Το «Μπάσσο Βεστιάριο» είναι μια ηχητικά δυνατή φράση. Και εικόνα. Για μένα εδώ η φράση είναι αποκομμένη από το ποίημα με την έννοια ότι εγώ δεν κοιτάω από την ίδια οπτική γωνία. Πώς θα μπορούσα, άλλωστε.
Μεταφορικά, όμως, είναι ακριβώς αυτό που με ενδιαφέρει, η μη ωραιοποιημένη αλήθεια, χωρίς make up και σου ξου μου ξου, λόγια μαχαιριές. Το Μπάσσο έρχεται από το Bajo (κάτω, χαμηλό) που είναι και το λογοπαίγνιο που με ενδιαφέρει καθώς το χρησιμοποιούμε όταν μιλάμε για τις χαμηλές συχνότητες, τα μπάσα δηλαδή. Το μπάσο (σαν ήχος) που ντύνεται με διαφορετικά μουσικά ιδιώματα.
Το διπλό σίγμα στο «Μπάσσο», το κράτησα όπως ήταν τυπωμένο στην ψηφιακή κόπια του βιβλίου της Γώγου που κράταγα στα χέρια μου εκείνον το καιρό («Μπάσσο βεστιάριο», «βρώμικα αδιέξοδα» με ω κλπ). Έχω κι ένα κόλλημα με τα διπλά γράμματα. Είναι τόσο άχρηστα αλλά και τόσο αισθητικά ελκυστικά. Και το Φίλος Φίλου ως συντομογραφία γίνεται ΦΦ.
— Ο Φίλος Φίλου είναι σχήμα ή τα παίζεις όλα μόνος σου;
Τα τελευταία χρόνια έχω μια τάση να θέλω να περικλείω κι άλλους στο κόλπο αλλά είμαι λίγο introvert, ίσως και λίγο αγοραφοβικός, πολλοί studio παραγωγοί το έχουμε αυτό. Το πρότζεκτ έγινε σε εποχές περιορισμένων κινήσεων και ανελευθερίας οπότε τα έκανα όλα μόνος μου, αλλά θέτοντας κάποιους τεχνολογικούς περιορισμούς έτσι ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι θα μπορούσε να παίζει μια (μέτριας ποιότητας) μπάντα. Είναι DIY, home made πρότζεκτ, με τα καλά και τα κακά του.
Βεβαίως αν ένας μπασίστας έπαιζε ζωντανά κι ένας ντράμερ κράταγε το γκρουβ κι έκανε τα γεμίσματά του, κι όλοι βάζανε την ενέργειά τους κι ο καθένας την τέχνη του κ.λπ. όλα θα είχαν άλλη ενέργεια. Δεν είναι η περίπτωση εδώ. Αλλά και τώρα μένω σε μια μικρή πόλη στην Ισπανία οπότε είναι δύσκολο να έρθω σε επαφή με μουσικούς συντελεστές για ένα ελληνικό πρότζεκτ.
— Σε τι κοινό απευθύνεσαι με αυτό το άλμπουμ; Υπάρχει μια vintage διάθεση (από τον τίτλο των κομματιών –Βιντεοκασέτα– μέχρι τον ήχο) που αν δεν είσαι εξοικειωμένος με κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα καταλάβεις χωρίς επεξήγηση. Σε ενδιαφέρει το πολύ νεαρό κοινό;
Η «Βιντεοκασέτα» ίσως πιάσει και νεότερο κοινό γιατί οι ήχοι του ’80 είναι μια μόδα που επανέρχεται, όπως όλα τα είδη περασμένων δεκαετιών, αναμασιούνται, στυλιζάρονται και ξανασερβίρονται λίγο διαφοροποιημένα, κάθε λίγα χρόνια.
Σε επίπεδο κατανόησης του ήχου οι νέες γενιές έχουν και πρόσβαση σε πληροφορία και υλικό που εμείς δεν είχαμε στα χρόνια μας, οπότε όποιος μπορεί και θέλει καλύπτει τέτοια θεωρητικά κενά. Το εμπειρικό κομμάτι είναι διαφορετικό, βέβαια. Άντε, δηλαδή, να περιγράψεις την εικόνα ενός rave party της δεκαετίας του ’90 σε κάποιον που γεννήθηκε το 2005. Όσο εύγλωττος ή περιγραφικός και να είσαι, θα είναι δύσκολο.
Το ίδιο συνέβη και με εμάς, όμως. Ανακαλύψαμε το πανκ στα τέλη του ’80, μια δεκαετία αργότερα, λόγω ηλικίας. Σε σχέση με το άλμπουμ, σωστά μιλάς για vintage διάθεση. Υπάρχουν και ποπ στοιχεία και οι συχνότητες δεν είναι ακραίες ή πειραματικές. Είναι easy listening, θα έλεγα. Ελπίζω το νεαρό κοινό να μην πάει για ύπνο δηλαδή. Σίγουρα για κάποιους από μας με μεγαλύτερη ηλικία, που ίσως έχουμε ρίξει και λίγο τα bpm, να ακούγεται πιο γνώριμο.
Γενικά θα ήθελα να έρθουν διαφορετικές ηλικίες κοντύτερα με αυτό το άλμπουμ, αλλά και ακροατές διαφορετικών στυλ μουσικής. Δηλαδή, αν και μιλάμε για ένα ηλεκτρονικό άλμπουμ, θα με ενδιέφερε να ακουστεί και να εκτιμηθεί κι από ροκάδες. Τώρα, θα είναι οι παραδοσιακοί «ροκάδες»; Δεν ξέρω. Θέλει και λίγο κούρδισμα το αυτί.
Φίλος Φίλου - Άνοιξη
— Έχει αλλάξει ο τρόπος που γράφεις μουσική μέσα στα χρόνια;
Και βέβαια. Και ο τρόπος και οι τεχνικές έχουν αλλάξει, και ακόμα υπάρχουν ένα σωρό πράγματα για βελτίωση. Και καινούριες τεχνικές κ.λπ. Απλά μετά από κάποιο σημείο η εμπειρία και η τεχνογνωσία επιτρέπουν σε κάποιον να έχει καταλήξει σε συγκεκριμένες μεθόδους και τεχνικές, όπως επίσης να παράγει αποτελέσματα σε σχετικά μικρό χρόνο, αλλά αυτά είναι στοιχεία που καταχτιούνται μετά από πολλά χρόνια ενασχόλησης και τριβής με το αντικείμενο.
Αλίμονο, βέβαια, αν ισχυριζόμαστε ότι επειδή θεωρούμαστε δημιουργοί έχουμε πλήρη κατανόηση και έλεγχο του τι κάνουμε και γιατί. Άσε που δεν πιστεύω και στην παρθενογένεση. Υποσυνείδητα μάλλον όλοι κλέβουμε όλους κατά κάποιον τρόπο. Εξηγείται και επιστημονικά και φαίνεται πως αρκετοί καλλιτέχνες έχουν κατά καιρό πέσει θύματα ενός φαινομένου που λέγεται Cryptomnesia.
Ίσως λοιπόν μπορούμε να βρούμε καινούργιους ή διαφορετικούς τρόπους να κάνουμε κάτι, αλλά αληθινά επαναστατικές δουλειές σπάνια γίνονται πια. Αν ζούσαμε σε καιρούς ευμάρειας και ουτοπικής ευτυχίας μπορεί και να έκανα μουσική για μέλισσες, δεν ξέρω. Ζούμε σε πονηρούς καιρούς, όμως. Και υπάρχουν 2-3 πράγματα να ειπωθούν αλλιώτικα, αλλά με τρόπο οικείο, και φιλικά. Δεν κατηγορώ, δηλαδή, ούτε κρίνω. Παρατηρώ κι εκθέτω. Κι αυτά που εκθέτω τα παρατηρώ και μέσα μου και έξω μου. Οπότε καθίζω και τον εαυτό μου στο σκαμνί του κατηγορούμενου αν θες. Παλιά μάλλον ήμουν πιο απόλυτος. Ναι, έχω υπάρξει κι εγώ μικρός ανθρωπάκος.
Πάντως, πίσω στα τεχνικά, στο στούντιο προτιμώ να γράφω με μηχανήματα και ο υπολογιστής κάνει άλλες δουλειές, λιγότερο μουσικές. Τα μηχανήματα είναι και analog και digital και κάνουν αυτό που τους ζητάω και όχι το αντίθετο (τις περισσότερες φορές).
Με ενδιαφέρει η ανθρώπινη κατάσταση γενικά και πιστεύω ότι όλοι οι άνθρωποι έχουμε περισσότερα κοινά στοιχεία από ό,τι νομίζουμε. Τα ερωτήματα που προσπαθούμε να απαντήσουμε εδώ και χιλιετίες είναι ουσιαστικά τα ίδια, ελευθερία, δημοκρατία, προσωπικές ελευθερίες, μεταφυσική (ποιος είμαι) κ.λπ. Και νομίζω, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, ότι είμαστε σε ένα αρκετά κακό σημείο, σε σχέση με την έως τώρα εμπειρία μας ως κυρίαρχο ον του ζωικού βασιλείου.
Με κουράζει, λοιπόν, που βλέπω τόσες αποτυχίες της ανθρωπότητας, σε τόσα πολλά διαφορετικά επίπεδα, σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα, και θεωρώ πως πολλές από αυτές (μια πολύ αθώα εκδοχή, βέβαια) είναι προϊόν κακής ποιότητας επικοινωνίας (γλώσσας, μέσων κ.λπ.) που δημιουργεί παρεξηγήσεις, κακώς κείμενα κ.λπ. Ψυχρούς πολέμους. Σαν να γκρεμίσαμε έναν τοίχο και να φυτρώσανε δέκα. Και παρόλη την πρόοδο μας σε πολλούς τομείς, φαίνεται πως έχουμε την τάση ότι εφεύρουμε η ανακαλύπτουμε να το στρέφουμε εναντίον μας ή να το καταστρέφουμε.
Οι ενεργειακές πηγές, τα δάση, οι τηλεπικοινωνίες (ειδικά τηλεόραση, κινητή τηλεφωνία και Ίντερνετ), υπηρεσίες (AirBNB/ Uber, ευεργετικά στην αρχή, καταστροφικά κατόπιν κ.λπ.) οι καινούριες τεχνολογίες που βρίσκονται στο κατώφλι μας και μάλλον είμαστε ακόμα ανώριμοι να διαχειριστούμε (Virtual reality, deep fakes). Αυτά με τρομάζουν λίγο. Α, και το ότι δεν εστιάζουμε πια στα προβλήματα (το δάσος) αλλά στα συμπτώματα (το δέντρο).
Φίλος Φίλου - Άλφα Στερητικό
— Πες μου για το «καλός μπάτσος, κακός μπάτσος», πού αναφέρεται το κομμάτι;
Έχω προσωπική γεύση της πολύ γνωστής και διεθνούς φράσης (good cop bad cop), και ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος είμαι που τον τραβάγανε σε ΑΤ να δει την παραστασούλα (χωρίς ποπ-κορν). Υπάρχουν καλοί και κακοί μπάτσοι παντού, στα σχολεία, στις οικογένειες, σε υπηρεσίες, είναι γνωστή η μεθοδολογία. Στο τέλος το κομμάτι, όμως, αλλάζει και λέει μόνο «κακός μπάτσος, κακός μπάτσος», ακολουθώντας ένα διακριτικό κρεσέντο (κάτι που στο ενδεχόμενο μιας συναυλίας θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί πιο αποτελεσματικά).
Πού πήγε λοιπόν ο καλός ο μπάτσος; Τσουπ, έγινε κακός, από τον περιβάλλοντα χώρο και τις συνθήκες επιβίωσης σε ένα πολύ ιδιαίτερο –φαντάζομαι- επάγγελμα. Μια φυσιολογική σχεδόν διαδικασία. «Με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά» λέει το λαϊκό ρητό.
— Ποια είναι η χειρότερη είδηση που άκουσες τελευταία;
Το Μουντιάλ στο Κατάρ είναι γεμάτο αντιφάσεις. Δεν ξέρω από πού να το πιάσω.
— Είμαστε άξιοι της μοίρας μας τελικά;
Είναι λίγο γενικευμένο αυτό. Κι εγώ πιστεύω στο «ό,τι ανεβαίνει κατεβαίνει» αλλά λέω προσοχή μάγκες, γιατί άλλος μπορεί να το πέταξε και σε αλλουνού κεφάλι μπορεί να σκάσει. Οπότε αυτά τα Θεία δίκη / άξιοι της μοίρας μας κ.λπ. τα ακούω με λίγη καχυποψία.
Σίγουρα, πάντως, κάθε δράση έχει αντίδραση και βρισκόμαστε εδώ που βρισκόμαστε ως αποτέλεσμα ανθρώπινης ευφυΐας (με κίνητρα από εξέλιξη έως τεμπελιά) ή βλακείας και αρκετής τύχης και ατυχίας.
Ένα είναι σίγουρο, πάντως. Όλοι χρήσιμοι είμαστε και ο καθένας μπορεί να βρει τη θέση του σε αυτή την πλάση, χωρίς να ενοχλεί ή να ενοχλείται. Θέλει δουλειά και επιμονή αυτό και δεν θα έρθει με την επιφοίτηση του αγίου πνεύματος. Πρέπει να την αλλάξουμε την συνταγή λίγο.
Το «Μπάσσο Βεστιάριο» σε κυκλοφορεί σε δίσκο βινυλίου από την Veego Records. Μπορείς να τον ακούσεις στο Spotify και σε όλες τις ψηφιακές πλατφόρμες.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.