Το πόρισμα της τρίτης κατά σειρά έρευνας που διέταξε η Γενική Εισαγγελία της Κύπρου μπορεί να μην έχει δημοσιευτεί ακόμα, φαίνεται όμως να καταδεικνύει αυτό που ήταν πια «κοινό μυστικό» στο νησί, ότι ο άτυχος ομογενής από την Αυστραλία, που υπηρετούσε στην Εθνική Φρουρά το 2005, είχε γίνει αποδέκτης συστηματικού μπούλινγκ από συναδέλφους του προτού εν τέλει δολοφονηθεί, με τους δράστες να έχουν προσπαθήσει να παρουσιάσουν το φονικό ως αυτοχειρία.
Οι δράστες αυτού του αποτρόπαιου εγκλήματος παρέμεναν επί μακρόν στο απυρόβλητο εξαιτίας αφενός μιας σειράς παραλείψεων, καθυστερήσεων και εσφαλμένων εκτιμήσεων, αφετέρου μιας ιδιότυπης θεσμικής ομερτά προκειμένου να μην εκτεθούν πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, όπως καταγγέλλεται, βοηθούντος ενός αναχρονιστικού νόμου για τις θανατικές ανακρίσεις.
Ο τραγικός χαμός του 26χρονου τότε φαντάρου θα θεωρούνταν ακόμα αυτοκτονία αν η μητέρα του δεν είχε υποψιαστεί εξαρχής την αλήθεια και δεν σήκωνε γη και ουρανό για να την αποκαλύψει, φτάνοντας μέχρι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (EΔΑΔ).
Ο βίαιος θάνατος του γιου της μετέτρεψε την Ανδριάνα Νικολάου, μια απλή, καθημερινή γυναίκα μέχρι τότε, σε σωστή λέαινα που έβαλε στόχο ζωής τη δικαίωση της μνήμης του και την τιμωρία τόσο των φυσικών όσο και των ηθικών αυτουργών.
Χάρη σ’ εκείνη καταρχάς αλλά και στους εξαίρετους νομικούς που τη συνέδραμαν αλλά και στο κύμα συμπαράστασης που ξεσήκωσε ο αγώνας της φτάσαμε σήμερα σε «απόσταση αναπνοής» από την αλήθεια, με την ίδια να διακηρύττει πως δεν θα σταματήσει αν δεν χυθεί άπλετο φως σε κάθε πτυχή της σκοτεινής αυτής υπόθεσης που έχει γίνει ξανά πρώτο θέμα συζήτησης στη Μεγαλόνησο.
«Τον φώναζαν καγκουρό, τον έβαζαν να κάνει ερωτική εξομολόγηση σε λάμπα, ενώ όταν έσκυβε να δέσει τα παπούτσια, του πίεζαν το κεφάλι. Όταν προσπαθούσε να κοιμηθεί του άναβαν το φως μέσα στα μούτρα, του κουνούσαν το κρεβάτι, του έβαζαν χαρτιά ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών του και έβαζαν φωτιά. Μια τετράδα που έκανε χρήση χόρτου και παρεκτρεπόταν».
Η μυθολογία του καλού λέει ότι δεν υπάρχει τέλειο έγκλημα, όσο σχολαστικά κι αν έχει οργανωθεί – αργά ή γρήγορα θα αποκαλυφθεί. Πράγματι, έτσι συνήθως γίνεται, ακόμα κι αν χρειαστεί να περάσουν αιώνες, δεν συμβαίνει όμως πάντοτε το ίδιο με τους δράστες ή, τουλάχιστον, δεν συμπίπτει πάντα χρονικά.
Μια τέτοια περίπτωση είναι η υπόθεση της δολοφονίας ‒και όχι αυτοκτονίας, όπως είχε χαρακτηριστεί‒ του 26χρονου τότε Ελληνοκύπριου Εθνοφρουρού Θανάση Νικολάου που ξανάρθε στην επικαιρότητα χάρη στο πόρισμα που παρέδωσαν στον Γενικό Εισαγγελέα Γιώργο Σαββίδη οι ανεξάρτητοι ποινικοί ανακριτές Σάββας Μάτσας και Αντώνης Αλεξόπουλος, στο οποίο φέρονται να υπάρχουν σαφείς ενδείξεις για εγκληματική ενέργεια.
Οι δύο ανακριτές βασίστηκαν αφενός στην ιατροδικαστική εξέταση των οστών του θύματος που βρίσκονταν στο Κοιμητήριο Σφαλαγγιώτισσας –μια εκταφή που επίμονα ζητούσε χρόνια τώρα η μητέρα‒ και αφετέρου σε δεκαέξι μαρτυρικές καταθέσεις.
Πρόκειται για μια σκοτεινή υπόθεση που θυμίζει φιλμ νουάρ ή αστυνομικό μυθιστόρημα, είναι όμως μια τραγωδία απόλυτα πραγματική και αν η αλήθεια αρχίζει επιτέλους να αχνοφαίνεται, αυτό οφείλεται καταρχάς στη μητέρα του Ανδριάνα, μια γυναίκα με τεράστια ψυχική δύναμη και ατσάλινη θέληση που, έχοντας εξαρχής πειστεί ότι επρόκειτο για έγκλημα, το ’βαλε σκοπό της ζωής της να το διαλευκάνει, φτάνοντας μέχρι το ΕΔΑΔ, στους δικηγόρους της οικογένειας επίσης καθώς και στη συνδρομή εξεχόντων νομικών και ιατροδικαστών, οι οποίοι αντιλήφθηκαν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με το επίσημο αφήγημα.
Ο άτυχος Θανάσης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Μελβούρνη, όπως και τα άλλα τρία παιδιά του ζεύγους Νικολάου που είχε μετακομίσει στην Αυστραλία τη δεκαετία του ’60 – η πλέον απομακρυσμένη ήπειρος φιλοξενεί την τρίτη μεγαλύτερη κυπριακή παροικία μετά την Ελλάδα και τη Μ. Βρετανία, αριθμώντας περί τις 95.000 ψυχές.
Τελειώνοντας το σχολείο σπούδασε αρχιτέκτονας και είχε όλα τα φόντα για να διακριθεί στον τομέα του σε μια χώρα με λαμπρές επαγγελματικές προοπτικές, όμως ο τόπος δεν τον χώραγε – διακαής του πόθος ήταν να γυρίσει στην Κύπρο και να φτιάξει τη ζωή του εκεί. Απαραίτητη προϋπόθεση για να υλοποιήσει το όνειρό του ήταν να υπηρετήσει τουλάχιστον ένα εξάμηνο στην Εθνική Φρουρά, πράγμα που μετά χαράς είχε δεχτεί.
Το 2005, χρονιά που στην Κύπρο τιμούνταν τα πενηντάχρονα από την ίδρυση της ΕΟΚΑ, τον βρίσκει φαντάρο στη Λεμεσό, απ’ όπου καταγόταν η οικογένειά του. Εκείνο, όμως, που αρχικά φάνταζε ως ένα μάλλον ευχάριστο πρελούδιο στα μελλοντικά του σχέδια, μια εμπειρία που θα τον βοηθούσε κιόλας να εγκλιματιστεί στο νησί που τόσο αγαπούσε, γρήγορα μετατράπηκε σε εφιάλτη.
Κάτι η ξενική του προφορά και οι «ξενομερίτικοι» τρόποι του, κάτι η μειωμένη θητεία που υπηρετούσε (η κανονική είναι 14μηνη), κάτι ο «μαλακός» χαρακτήρας και τα διαφορετικά του ενδιαφέροντα και σημεία αναφοράς, στοχοποιήθηκε από κάποιους συναδέλφους του που άρχισαν να τον κοροϊδεύουν, να τον παρενοχλούν, να τον εκφοβίζουν, δηλαδή να κάνουν όλο αυτό που ονομάζουμε μπούλινγκ. Μια τοξική συμπεριφορά που ξέφευγε από τα συνηθισμένα στους νεοσύλλεκτους «καψόνια» και είχε συστηματοποιηθεί πια.
«Από μια σύντομη ματιά στις καταθέσεις που λήφθηκαν μετά τη δολοφονία του, διαπιστώνεται ο συντονισμένος εκφοβισμός που είχε ως αποτέλεσμα να φοβάται να πάρει αυτοκίνητο στη μονάδα του, ακόμα και να κοιμηθεί το βράδυ. Τον φώναζαν καγκουρό, τον έβαζαν να κάνει ερωτική εξομολόγηση σε λάμπα, ενώ όταν έσκυβε να δέσει τα παπούτσια, του πίεζαν το κεφάλι. Όταν προσπαθούσε να κοιμηθεί του άναβαν το φως μέσα στα μούτρα, του κουνούσαν το κρεβάτι, του έβαζαν χαρτιά ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών του και έβαζαν φωτιά. Μια τετράδα που έκανε χρήση χόρτου και παρεκτρεπόταν», αναφέρει ρεπορτάζ της κυπριακής «Καθημερινής».
Μη αντέχοντας άλλο την πίεση, ο Θανάσης απευθύνθηκε στους ανωτέρους του, καταγγέλλοντας συγκεκριμένα πρόσωπα και ζητώντας μετάθεση, χωρίς όμως να υπάρξει καμία ανταπόκριση. «Ο διοικητής και ο επιτελάρχης του γνώριζαν για τους στρατιώτες-θύτες και υποβάθμιζαν την κατάσταση, θεωρώντας πως το καψόνι και τα βάσανα είναι μέρος της σκληραγώγησης», συνεχίζει το δημοσίευμα.
Την επόμενη μέρα της καταγγελίας, 29 Σεπτεμβρίου του 2005, ο Θανάσης Νικολάου δεν παρουσιάστηκε στη μονάδα του. Καθώς οι ώρες περνούσαν και παρέμενε άφαντος, τηλεφώνησαν στο σπίτι του, όπου είχε διανυκτερεύσει, για να τον αναζητήσουν – οι δικοί του είχαν επαναπατριστεί το 2003.
Η μητέρα του, ανήσυχη και με κακό προαίσθημα, έσπευσε στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων. Βρισκόταν ακόμα εκεί σαν ήρθε σήμα ότι ο γιος της εντοπίστηκε νεκρός στα τριάντα μέτρα κάτω από τη γέφυρα της Άλασσας – το ποτάμι είναι ξερό τέτοια εποχή. Σε κατάσταση σοκ, κ. Ανδριάνα έσπευσε αμέσως στο σημείο όπου βρίσκονταν ήδη αστυνομικοί που ερευνούσαν το σημείο κι έβγαζαν φωτογραφίες, έβαλαν μάλιστα ένα σεντόνι μπροστά για να μη βλέπει.
Το σώμα είχε βρεθεί ανάσκελα χωρίς εξωτερικές κακώσεις, με το στόμα γεμάτο άμμο και μώλωπες στα χέρια. Όπως θα έλεγε αργότερα, υποψιάστηκε αμέσως ότι επρόκειτο για εγκληματική ενέργεια και μόνο από τη στάση του σώματος – το ατύχημα είχε αποκλειστεί και το παιδί της δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να αυτοκτονήσει, όπως ήταν η αρχική τουλάχιστον, επιπόλαιη, όπως όλα δείχνουν, εκτίμηση του ιατροδικαστή Πανίκου Σταυριανού (σ.σ. ο ίδιος αρνείται τις κατηγορίες περί λαθών και παραλείψεων και ζητά τώρα αστυνομική προστασία). Αν ο Θανάσης είχε τέτοιο σκοπό, γιατί να κρατούσε μαζί του στο αυτοκίνητό του, το οποίο βρέθηκε παρατημένο στη γέφυρα, έναν σάκο γεμάτο καθαρές αλλαξιές και φαγώσιμα;
«Τον γιο μου τον σκοτώσανε», επέμενε εξαρχής η κ. Ανδριάνα σε όλους τους τόνους και μη βρίσκοντας ευήκοα ώτα, ξεκίνησε έναν τιτάνιο αγώνα που υποσχέθηκε στον εαυτό της και το χαμένο της παιδί να μη σταματήσει μέχρι η αλήθεια να λάμψει, κόντρα σε όσους τη θεωρούσαν γραφική και φαντασιόπληκτη. Με τη βοήθεια του εκλιπόντος πρώτου δικηγόρου της οικογένειας Χρίστου Δερμοσονιάδη απευθύνθηκε σε Έλληνες και ξένους ιατροδικαστές, ήρθε και στην Αθήνα τον Φεβρουάριο του 2008, όπου συνάντησε χωριστά τον Φίλιππο Κουτσάφτη και τον Ορφέα Πιερίδη, κρατώντας μαζί της και φωτογραφίες από τη σκηνή του εγκλήματος και τη νεκροψία.
Όλοι, διαβάζω, «έδειξαν» δολοφονία και εκ των υστέρων τοποθέτηση του νεκρού στο σημείο. Ο κ. Περίδης ταξίδεψε στην Κύπρο και μίλησε στο δικαστήριο στη δεύτερη θανατική ανάκριση, όπως είναι ο όρος που χρησιμοποιείται στην Κύπρο γι’ αυτές τις περιπτώσεις, λέγοντας πως «αν έπεφτε από εκείνο το ύψος το παιδί, θα είχε συντριπτικά κατάγματα και τα οστά θα έβγαιναν έξω από το σώμα».
Ύστερα από ένα μικρό διάλειμμα εξαιτίας μιας περιπέτειας με την υγεία της, η μητέρα επιστρέφει στην Αθήνα για να συναντήσει τον εγκληματολόγο Δημήτρη Γιαννησόπουλο, η έκθεση του οποίου ανέφερε ότι ο Θανάσης πριν πεθάνει βασανίστηκε και ότι ήταν σπασμένο το στέρνο του.
Μετά το πέρας και της δεύτερης θανατικής ανάκρισης, και με τη δικαστή Έφη Παπαδοπούλου να έχει ακυρώσει το πόρισμα της ποινικής ανακρίτριας της πρώτης ανάκρισης, που επίσης μιλούσε για αυτοκτονία, η οικογένεια Νικολάου προσφεύγει το 2010 στο ΕΔΑΔ.
Τον επόμενο χρόνο, το υπουργικό συμβούλιο διορίζει δύο ποινικούς ανακριτές, οι οποίοι συμπεραίνουν ότι η υπόθεση χρήζει περισσότερης έρευνας. Καθώς όμως αυτή καθυστερεί, η οικογένεια ζητά τη συνδρομή του Αυστραλού πρέσβη. Εν τέλει το 2014 ο γενικός εισαγγελέας της Κύπρου διατάσσει νέα έρευνα που επίσης κωλυσιεργεί, με αποτέλεσμα η οικογένεια να προβεί σε αγωγή για επίσπευσή της. Μια τετραετία αργότερα, το αποτέλεσμα της έρευνας αυτής δεν θα αποδώσει ευθύνες σε κανένα.
Η κ. Ανδριάνα δεν μένει στο νομικό κομμάτι. Με τον σύζυγό της και πατέρα του Θανάση, Χαράλαμπο, στο πλευρό της προσφεύγει στη Διεθνή Αμνηστία, κατεβαίνει η ίδια στον δρόμο με πανό και πλακάτ, βγαίνει σε εφημερίδες, ραδιόφωνα και κανάλια σε Κύπρο και Ελλάδα, διοργανώνει εκδηλώσεις μνήμης και διαμαρτυρίας, στέλνει επιστολές σε υπουργούς, ζητά τη συνδρομή πολιτικών και εκκλησιαστικών παραγόντων, δημιουργεί λογαριασμούς στα κοινωνικά δίκτυα για να στηρίξει τον αγώνα της οικογένειας, συστήνει το 2017 την πρωτοβουλία «Απαιτούμε δικαίωση για τον Θανάση Νικολάου», με την ομώνυμη σελίδα στο Facebook να αριθμεί σήμερα 13.100 μέλη.
Το 2019 επικοινωνεί ξανά με τον Φίλιππο Κουτσάφτη, ο οποίος τη συμβουλεύει να ζητήσει εκταφή, ώστε να διαφανεί αν τα κατάγματα που είχε αναφέρει ο πρώτος ιατροδικαστής προέρχονταν από πτώση ή από χτυπήματα. Η νομική υπηρεσία προβάλλει ενστάσεις, η οικογένεια θα κερδίσει όμως και αυτήν τη δικαστική διαμάχη ‒ είχε προηγηθεί η καταδίκη της Κυπριακής Δημοκρατίας από το ΕΔΑΔ (28/1/20) για πλημμελή εξέταση της υπόθεσης, καθώς διαπιστώθηκαν «παραλείψεις, αμέλεια, αδράνεια και έλλειψη ζήλου».
Στο ίδιο μήκος κύματος, η Ανδριάνα Νικολάου έγραφε πρόσφατα σε μια ανάρτησή της: «Στρατός... Αστυνομία... Νομική Υπηρεσία και Δικαστήρια ήταν όλοι τους εθελότυφλοι… Κρύφτηκαν πίσω από τον μεσαιωνικό νόμο που άφησαν οι κατακτητές διότι τους βοηθούσε να εμπαίζουν τη νοημοσύνη μας για να γλυτώσουν κάποιους εγκληματίες, ηθικούς αυτουργούς και αυτουργούς! Σκοπίμως αρνούνταν να δουν τα οφθαλμοφανή ευρήματα που έβγαζαν μάτι αλλά και τα προηγηθέντα γεγονότα που μιλούσαν από μόνα τους μέχρι που μας ανάγκασαν και πήραμε τη μακάβρια απόφαση της εκταφής μετά από μεγάλο αγώνα πού κράτησε σχεδόν 10 χρόνια!».
Το πρόβλημα φαίνεται μάλιστα να είναι ευρύτερο, αν πιστέψουμε τον Κύπριο ιατροδικαστή Μάριο Ματσάκη που είχε διορίσει το 2012 ως ανεξάρτητο εμπειρογνώμονα για την υπόθεση Νικολάου το τότε υπουργικό συμβούλιο:
«Στην έκθεση εκείνη διαπίστωνα σοβαρά κενά και παραλείψεις από την ιατροδικαστική πλευρά και από την αστυνομία. Όσα λέγονται τώρα δεν με εκπλήσσουν, γιατί τα ίδια έλεγα κι εγώ χρόνια τώρα. Δεν είναι μόνο ο Θανάσης Νικολάου, υπάρχει μια ολόκληρη λίστα υποθέσεων στις οποίες έγιναν τρομερά λάθη. Το διπλό φονικό στον Στρόβολο, η δολοφονία της γυναίκας στη Δερύνεια, η υπόθεση με τους σκύλους στην Πάφο… Μίλησα με υπουργούς, γενικούς εισαγγελείς, με όλους. Τους είπα ότι πρέπει να γίνει μια εμπεριστατωμένη μελέτη για να γίνουν διορθώσεις στο σύστημα διερεύνησης θανάτων… υπάρχει πρόβλημα με τις ιατροδικαστικές έρευνες, με τη διερεύνηση από την αστυνομία, με τον τρόπο που χειρίζεται τις υποθέσεις η γενική εισαγγελία, με τα δικαστήρια. Τα έχω πει παντού στη Βουλή και δημόσια», δήλωνε σε κυπριακή τηλεοπτική εκπομπή.
Το εν λόγω πρόβλημα, που διαφάνηκε τόσο στην υπόθεση Νικολάου όσο και σε άλλες όπου απαιτήθηκε νεκροψία, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι ο νόμος για τις θανατικές ανακρίσεις που ισχύει σήμερα στην Κύπρο είναι του 1936, της εποχής της αποικιοκρατίας δηλαδή, με ελάχιστες έκτοτε τροποποιήσεις. Ένας νόμος απαρχαιωμένος και ασύμβατος με τα σύγχρονα δεδομένα, όπως έχουν επανειλημμένα επισημάνει κορυφαίοι νομικοί –υπάρχει, για παράδειγμα, πρόβλεψη για τη θανατική ανάκριση σε περίπτωση εκτέλεσης κατόπιν εντάλματος, παρότι η εσχάτη των ποινών, ανεφάρμοστη ήδη από το 1962, καταργήθηκε και τυπικά το 2002‒, την ανάγκη ολικής αναθεώρησης του οποίου έχει θέσει επιτακτικά και ο σημερινός γενικός εισαγγελέας.
Τον Δεκέμβριο του ’19 ο κ. Κουτσάφτης πηγαίνει ξανά στην Κύπρο για την εκταφή. Οι εξετάσεις που πραγματοποιούνται στο νεκροτομείο Λεμεσού αποκαλύπτουν ότι ο θάνατος του Θανάση Νικολάου επήλθε από στραγγαλισμό, διαφαίνεται επιπλέον ότι πριν από αυτόν ο Θανάσης Νικολάου ξυλοκοπήθηκε άγρια, με συνέπεια να επέλθει κάταγμα στέρνου και ρήξη ζωτικών οργάνων.
Ο Ελλαδίτης ιατροδικαστής θέλει να στείλει το ραγισμένο οστό που «μίλησε» στην Αθήνα για περαιτέρω εξετάσεις – πρόκειται για το υοειδές οστό που βρίσκεται στη βάση του λαιμού. Η γενική εισαγγελία αντιδρά, λένε ότι οι εξετάσεις αυτές μπορούν κάλλιστα να γίνουν και στο νησί, όμως η επιμονή της μητέρας υπερισχύει.
Για να φτάσουμε στον περσινό Οκτώβριο, οπότε ο Γενικός Εισαγγελέας Κύπρου Γιώργος Σαββίδης, έχοντας πλέον πειστεί ότι υπήρξε στραγγαλισμός που επιχειρήθηκε να παρουσιαστεί ως αυτοχειρία, διατάσσει μια τρίτη κατά σειρά έρευνα που έφεραν σε πέρας οι δύο ανεξάρτητοι ποινικοί ανακριτές Μάτσας - Αλεξόπουλος:
«Αφού μελετήσαμε πρώτα το σύνολο του μαρτυρικού υλικού, 6 ογκώδεις φακέλους 4.000 και πλέον σελίδων, πήραμε καταθέσεις από το στενό περιβάλλον του Θανάση εντός του στρατοπέδου, δηλαδή από τους στρατιώτες που ήταν στον ίδιο λόχο και έμεναν μαζί στον ίδιο θάλαμο. Ωστόσο σε αυτό το στρατόπεδο υπήρχαν κι άλλοι, πολλοί στρατιώτες, σε άλλους λόχους. Απ’ αυτούς δεν μπορέσαμε να πάρουμε καταθέσεις, επειδή το χρονικό περιθώριο που μας δόθηκε ήταν σύντομο και έληγε στις 15 Σεπτεμβρίου. Το ίδιο κάναμε και σε ό,τι αφορά τους αξιωματικούς που ήταν στο άμεσο περιβάλλον του Θανάση», είχε πει τότε ο κ. Μάτσας σε δημοσιογράφους, επιβεβαιώνοντας ότι έχουν χαθεί σημαντικά στοιχεία της υπόθεσης όχι μόνο λόγω της χρονικής απόστασης αλλά και επειδή «έγινε μια πολύ πρόχειρη, επιφανειακή, εσφαλμένη από κάθε άποψη ιατροδικαστική και αστυνομική έρευνα». Εκτός από τον πρώτο ιατροδικαστή, ευθύνες για τα παραπάνω φέρεται να έχουν αποδοθεί σε τρεις αστυνομικούς.
Το πολυαναμενόμενο πόρισμα βρίσκεται πράγματι από τις 15/9/22 στα χέρια του κ. Σαββίδη και οι πληροφορίες λένε πως σύντομα θα έχουμε νεότερα, όμως αυτές οι δημόσιες δηλώσεις του κ. Μάτσα είχαν ως συνέπεια την απομάκρυνσή του, καθώς αποκάλυψε λεπτομέρειες που, σύμφωνα με τη γενική εισαγγελία, δεν έπρεπε να είχαν δημοσιοποιηθεί ‒ έκτοτε μάλιστα έχει ουσιαστικά απαγορευθεί κάθε αναφορά στα ΜΜΕ που σχετίζεται με το εν λόγω πόρισμα και την πορεία των ερευνών.
Σε τυχόν περαιτέρω έρευνες θα συνδράμει πλέον ο κ. Αλεξόπουλος, παρουσία του οποίου ο γενικός εισαγγελέας παρέδωσε αρχές Οκτωβρίου στον υπαρχηγό της αστυνομίας Δημήτρη Δημητρίου τα συμπεράσματα της 92 σελίδων έκθεσης που «δείχνει» ξεκάθαρα φόνο εκ προμελέτης.
«Σήμερα συμπληρώθηκε ακόμα μία σελίδα στο δράμα του άτυχου στρατιώτη Θανάση Νικολάου με τη συμπλήρωση της ποινικής έρευνας την οποία αποφάσισα να διατάξω μετά από συνεννόηση και επιθυμία της μητέρας», δήλωσε ακολούθως στα ΜΜΕ ο κ. Σαββίδης. Γνώση, όμως, του περιεχομένου του πορίσματος δεν έλαβε ούτε η οικογένεια του δολοφονημένου Εθνοφρουρού, με την κ. Ανδριάνα να φοβάται νέα προσπάθεια συγκάλυψης.
«Μάθαμε από τα ΜΜΕ ότι δόθηκε το πόρισμα, αλλά δεν ενημερωθήκαμε από κανέναν. Είναι απαράδεκτη αυτή η στάση απέναντί μας. Δεν είναι η πρώτη φορά που δεν απαντούν στις εκκλήσεις μας και δεν μας δίνουν σημασία, δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια το ζω αυτό. Το έγκλημα αποκαλύφθηκε, πού είναι όμως αυτοί που το έκαναν;» είχε πει.
Το πόρισμα δεν φαίνεται να έχει επιδοθεί ακόμα στην οικογένεια, ενώ ο δικηγόρος τους Λουκής Λουκαΐδης, από τους πλέον διακεκριμένους νομικούς στο νησί, που έγραφε στις 9/10 στον «Φιλελεύθερο», ανέφερε: «Ξεχνά ο γενικός εισαγγελέας ότι οι ανακρίσεις που έγιναν είναι εκ μέρους της οικογενείας και όχι από την αστυνομία, διότι δεν υπήρχε πλέον εμπιστοσύνη σε αυτήν λόγω της απόφασης του ΕΔΑΔ. Για να δεχτεί ο γενικός εισαγγελέας τις ανακρίσεις που προωθήθηκαν από ανεξάρτητους ανακριτές που ο ίδιος ενέκρινε, αποδεικνύει ότι ούτε ο ίδιος είχε εμπιστοσύνη στην αστυνομία. Άρα δεν αντιλαμβάνομαι γιατί το πόρισμα επιστρέφει σε αυτούς. Οι θεσμοί αξιολογούνται ανάλογα με τον κάτοχό τους. Οι θεσμοί απέτυχαν. Καμία εμπιστοσύνη δεν υπάρχει πλέον στον χειρισμό της υπόθεσης».
Στο ίδιο άρθρο ανέφερε ότι η μη παράδοση αυτούσιου του πορίσματος στην οικογένεια συνιστά προσβολή και ότι η απομάκρυνση του κ. Μάτσα ήταν αδικαιολόγητη και οφειλόμενη πιθανόν σε προσωπική αντιπάθεια, καθώς «η ευρωπαϊκή νομολογία περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων επιτρέπει τη δημοσιοποίηση στοιχείων όταν πρόκειται για σοβαρές υποθέσεις μεγάλου δημόσιου ενδιαφέροντος» ‒ ανάλογες δηλώσεις έκανε και στο κυπριακό κανάλι ΑΝΤ1.
Ωστόσο, παρά τη διάσταση απόψεων, στις 24/11 πραγματοποιήθηκε στη Λευκωσία μια δεύτερη στη σειρά συνάντηση των επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας με τους γονείς του Θανάση Νικολάου, τον δικηγόρο της οικογένειας, Λουκή Λουκαΐδη, τον ποινικό ανακριτή Αντώνη Αλεξόπουλο, τον υπαρχηγό της αστυνομίας και τους αστυνομικούς ανακριτές. Εκεί συζητήθηκαν οι ενέργειες στις οποίες προέβη στον έναν μήνα που συστάθηκε η ανακριτική ομάδα, η οποία θα συνεχίσει τις έρευνες, και χαράχτηκαν κατευθύνσεις.
Διαφωτιστική αναμένεται να είναι εξάλλου η ταύτιση DNA που βρέθηκε στα ρούχα του θύματος και η αντιπαραβολή του με το γενετικό υλικό συναδέλφων του τότε στη μονάδα και άλλων τυχόν ατόμων, καθώς σε ρεπορτάζ της ίδιας εφημερίδας αναφέρεται ότι στα ρούχα του Θανάση βρέθηκε DNA τριών αγνώστων προσώπων που ουδέποτε ταυτίστηκαν. Οι ποινικοί ανακριτές, στο πόρισμά τους, είχε υποδείξει ως υπόπτους «αριθμό προσώπων» (σ.σ. δημοσιεύματα μάλιστα εμφανίζουν κάποιους εξ αυτών να προέρχονται από «καλές οικογένειες»), θα καλέσουν δε για κατάθεση και άτομα που δεν κλήθηκαν ποτέ στο παρελθόν.
Η ανακίνηση της υπόθεσης Νικολάου, που έφερε ξανά την τραγική αυτή ιστορία στο προσκήνιο της επικαιρότητας, είναι από τα πρώτα θέματα συζήτησης τον τελευταίο καιρό στη Μεγαλόνησο, έχοντας απασχολήσει ακόμα και την Προεδρία της Δημοκρατίας. Η τελευταία εκδήλωση μνήμης πραγματοποιήθηκε στις 17/12 δίπλα στο κτίριο της Αστυνομίας στη Λεμεσό, όπου φυλάσσονται τα οστά μετά την εκταφή – είχε προηγηθεί ένα ακόμη κάλεσμα σε παγκύπρια διαμαρτυρία έξω από τη Νομική Υπηρεσία στη Λευκωσία με αφορμή τη συμπλήρωση δύο χρόνων από αυτή και κεντρικό σύνθημα «Η Κύπρος απαιτεί / οι δολοφόνοι στο σκαμνί».
Σε «δικαιοσύνη που βρομάει» αναφέρθηκε και ο γνωστός στο νησί καλλιτέχνης Χρίστος Κακουλλή (CRS) που τον περασμένο μήνα φιλοτέχνησε ένα γκράφιτι στη Λευκωσία αφιερωμένο στον Θανάση και στον ηρωικό αγώνα της μητέρας του, στη βάση του οποίου αναγράφεται «Δεν ήταν αυτοκτονία… Ήταν δολοφονία».
Σύμφωνα και με τον πρόεδρο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, Χρίστο Κληρίδη, «έγιναν δυστυχώς εξαρχής ατυχείς χειρισμοί και να που τώρα, μετά από δεκαεπτά χρόνια, προκύπτουν εξελίξεις. Δεν είναι δικαίωση, αποτελεί το πρώτο βήμα μέχρι να προσαχθούν οι ένοχοι ενώπιον της Δικαιοσύνης».
Ο κ. Λουκαΐδης, πάλι, έχει δηλώσει ότι γνωρίζει τόσο την αιτία και το ελατήριο αυτής της δολοφονίας όσο και το ποιοι ενδεχομένως βρίσκονται πίσω από αυτή, καθώς ο Θανάσης είχε δει πρόσωπα και πράγματα μέσα στη μονάδα «που δεν έπρεπε να βγουν προς τα έξω».
Όσο για την οικογένεια Νικολάου και ειδικά τη μάνα-κουράγιο, που έχει μετατρέψει σε σωστή σταυροφορία την εκστρατεία που ξεκίνησε για την αποκάλυψη της αλήθειας «που συγκάλυπταν τόσα χρόνια τρεις κυβερνήσεις», όπως αναφέρει σε μία από τις τελευταίες οργισμένες της αναρτήσεις, «η δικαίωση θα επέλθει μόνο με τη σύλληψη των αδίστακτων δολοφόνων που κάποιοι “συνεργάτες” τούς κάλυψαν με το κακοστημένο και σατανικό σχέδιο της “αυτοχειρίας” και τους άφησαν να κυκλοφορούν ακόμα ελεύθεροι και ατιμώρητοι ανάμεσά μας», κάτι για το οποίο έχει υποσχεθεί να παλέψει με όλες της τις δυνάμεις όσα χρόνια κι αν χρειαστεί και που δεν μπορούμε παρά να της το ευχηθούμε ολόψυχα.