ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ, το «Αλφαβητάρι Εντόμων», μια εντελώς πρωτότυπη, εμπνευσμένη και ευφυής, πραγματολογικά και εκφραστικά, συλλογή διηγημάτων, είχε έναυσμα τον κόσμο των εντόμων, αλλά εκτίναξη σε καθετί το ανθρώπινο. Θεωρήθηκε από όλους (και ήταν) η κορυφαία στιγμή της πορείας της. Κέρδισε και το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος-Νουβέλας του 2019. Ποιο θα μπορούσε να είναι το επόμενο βήμα της ως συγγραφέα;
Αυτό αναρωτιόμουνα παίρνοντας στα χέρια μου την «Αταραξία» της Δήμητρας Κολλιάκου (εκδόσεις Πατάκη), το νέο μυθιστόρημα μιας ξεχωριστής λογοτεχνικής φωνής, που, αν και έχει περάσει σχεδόν τη μισή της ζωή στο εξωτερικό, σταθερά και χωρίς διακοπή αναβαθμίζει μια θέση κύρους στην ελληνική λογοτεχνία.
Ακόμα κι όταν τα μυθιστορήματά της ταξιδεύουν τις Ελληνίδες ηρωίδες τους σε μέρη ξένα, Αγγλία, Ισραήλ, Παρίσι. Ένας ευπρόσδεκτος, αναζωογονητικός κοσμοπολιτισμός, καθόλου σχήμα ή κλισέ, που διευρύνει όχι μόνο γεωγραφικά αλλά και εσωτερικά όρια και αναζητήσεις.
Μεγάλη Βρετανία, Ισραήλ και Γαλλία είναι και οι δικοί της σταθμοί σε μια πορεία ακαδημαϊκή και προσωπική. Γεννημένη το 1968, μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου και έκανε φιλολογικές σπουδές στο ΕΚΠΑ. Μετά βρέθηκε στο Εδιμβούργο για μεταπτυχιακά γλωσσολογίας, στο Νιουκάσλ για διδασκαλία στο πανεπιστήμιο και τα τελευταία χρόνια στο Παρίσι, διδάσκοντας γλώσσα και αγγλόφωνη λογοτεχνία σε διεθνές λύκειο.
Μαζί της ο Βρετανο-ισραηλινός συζυγός της, με τη δική του καριέρα, και τα παιδιά τους – αυτή ξέρει τι χρωστάει στη σχέση τους, εμείς, οι αναγνώστες της, δεν θα ξεχάσουμε ποτέ την πολυβραβευμένη «Θερμοκρασία δωματίου» (2006), όπου η ηρωίδα της ζούσε, κυκλοφορούσε και ψυχαναλυόταν σε μια γοητευτική Ιερουσαλήμ.
«Στην "Αταραξία", όσο κι αν έγινε έρευνα, τα εναύσματα έπρεπε τελικά να βρεθούν μέσα σ’ ένα υλικό αταξινόμητο και χαώδες, δεν υπήρχε "οδηγός" και ήξερα λιγότερο πού ήθελα να το πάω. Λίγο σαν διαδρομή χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, πολλά πράγματα τραβάνε το βλέμμα σου, αλλά δεν ξέρεις γιατί, και προσπαθείς να βγάλεις άκρη».
Έξι μυθιστορήματα και μια συλλογή από νουβέλες μέχρι σήμερα, από το «Μαγείο» του 2001, που τη σύστησε στα 33 της χρόνια και την επέβαλε στους μανιώδεις της ελληνικής λογοτεχνίας.
Με την «Αταραξία» κάνει για πρώτη φορά με έναν τρόπο τον ίδιο της τον εαυτό και τη ζωή της θέμα ενός βιβλίου. Η Αριάν, μια Ελληνίδα συγγραφέας, που διδάσκει και ζει στο Παρίσι, ζει το λοκντάουν στη γαλλική πρωτεύουσα, κυκλοφορεί με το ποδήλατό της, συναντά κάθε εβδομάδα έναν ψυχαναλυτή που δεν φοράει μάσκα και προσπαθεί να διαχειριστεί τον φόβο της, την ερωτική της σχέση, τα παιδιά στο σχολείο, τις μνήμες της, την Ελλάδα που έχει αφήσει πίσω της και, κυρίως, ένα πρόσφατο ταξίδι της στην Κίνα, σε μια απόμακρη επαρχία, ως μέλος μιας Διεθνούς Συνάντησης Λογοτεχνών.
Ένα βιβλίο που φαίνεται εύκολο και φιλικό προς τον αναγνώστη, βοηθάει και η φόρμα του, κάτι σαν ημερολόγιο. Αλλά και πάλι η Κολλιάκου ξέρει να ξετρυπώνει από το πιο απλό, καθημερινό και οικείο τα πιο επικίνδυνα, τραυματικά, πολύπλοκα ερωτήματα της ζωής μας.
— Μετά το προηγούμενο, εντυπωσιακό ως επίτευγμα βιβλίο σας, πώς έγινε η μετάβαση σε μια... μυθιστορηματική κανονικότητα, ας την πούμε έτσι; Ήταν το «Αλφαβητάρι Εντόμων» ένα διάλειμμα; Πώς εγγράφεται η εμπειρία του στη γραφή σας;
Δεν μπορείς να κάνεις δυο φορές το ίδιο πράγμα, μάλλον δεν θα είχε και ενδιαφέρον. Στην «Αταραξία», το ζητούμενο δεν ήταν η κανονικότητα (και τα πιθανά πλεονεκτήματά της). Βγήκε, όμως, πιο «κανονικό» μυθιστόρημα, γιατί υπάρχει ένα χρονικό πλαίσιο, εγγεγραμμένο μέσα στην πανδημία. Υπάρχει κι ένας προγενέστερος χρόνος, τα όσα διαδραματίζονται στην Κίνα. Κυρίως σ’ αυτούς τους δύο άξονες κινούνται οι ήρωες και καταγράφουν τις «διαδρομές» τους.
Το «Αλφαβητάρι Εντόμων» βασίστηκε σε πολλή έρευνα, αλλά και στην «Αταραξία» έπρεπε να προσεγγίσω την Κίνα. Νομίζω πως στο «Αλφαβητάρι» κάποιο στοιχείο από την έρευνα που είχε προηγηθεί γινόταν το έναυσμα για κάθε γράμμα-έντομο-ιστορία, και με καθοδηγούσε. Στην «Αταραξία», όσο κι αν έγινε έρευνα, τα εναύσματα έπρεπε τελικά να βρεθούν μέσα σ’ ένα υλικό αταξινόμητο και χαώδες, δεν υπήρχε «οδηγός» και ήξερα λιγότερο πού ήθελα να το πάω. Λίγο σαν διαδρομή χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, πολλά πράγματα τραβάνε το βλέμμα σου, αλλά δεν ξέρεις γιατί, και προσπαθείς να βγάλεις άκρη.
— Παρόλο που και στα προηγούμενα μυθιστορήματά σας ήταν φανερή η «παρουσία» σας στις βασικές ηρωίδες, η περιπλάνησή σας στον κόσμο, εδώ, στην «Αταραξία», το πάτε ακόμα πιο πέρα. Δεν πλάθετε ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο, η ηρωίδα σας αυτόματα μάς θυμίζει εσάς, μια Ελληνίδα συγγραφέα που διδάσκει σε γαλλικό δημόσιο σχολείο, στο Παρίσι. Πώς πήρατε αυτή την απόφαση και γιατί; Τι το ειδικό είχε αυτό το μυθιστόρημα για να του δώσετε «αυτοβιογραφικό» αεράκι;
Πράγματι, τα στοιχεία αυτά είναι σημαντικά: Ελληνίδα συγγραφέας που ζει στο Παρίσι και διδάσκει σε δημόσιο λύκειο. Είναι μια αισθητική επιλογή, που αφορά δύο διαφορετικά επίπεδα. Διεκδικούσα ένα είδος ακεραιότητας που δεν μπορούσε να μου τη δώσει ένα «μυθιστορηματικό» πρόσωπο που τηρεί τα προσχήματα της αληθοφάνειας, με κόστος πάντα μια κάποια αγκύλωση – συνήθως αναγνωρίζουμε σ’ αυτό τον ή τη συγγραφέα, παρά τη μεταμφίεση.
Πρόκειται επίσης για στοιχεία που προσδιορίζουν όχι μόνο την ηρωίδα, αλλά κι έναν πολιτισμό που προσπαθεί να κρατηθεί στα πόδια του. Τι αξία έχουν τώρα η γραφή και η παιδεία, και ποιος τις υπερασπίζεται; Τι είναι η ξενιτιά; Όχι μόνο μια ζωή σε ξένη χώρα, αλλά και η απομόνωση, που επιβλήθηκε σε κάποια απ’ τα πρόσωπα στη δική τους χώρα, όπου αδυνατούσαν να συνομιλήσουν με τον περίγυρο. Υπάρχει κι ένας διακριτικός αλλά σημαντικός αντίποδας της ηρωίδας: η Κινέζα ποιήτρια που καταλήγει στη Δύση, χωρίς τη δυνατότητα να «μιλήσει» ή να επιδράσει στα πράγματα.
Ένα ακόμα στοιχείο του μυθιστορήματος –γραφικό ίσως έμβλημα του δυτικού πολιτισμού– είναι η διά της ομιλίας «θεραπεία» («the talking cure») και η σχέση με τον ψυχαναλυτή. Και αυτό το στοιχείο θα συμβάλει με τον τρόπο του σε μια μυθιστορηματική περάτωση.
— Είναι πολλά μαζί η «Αταραξία». Κατ’ αρχάς δεν έχει ισχυρή, θεαματική πλοκή, στόρι. Αν και χειρίζεται θέματα εκρηκτικά, έχει την ήρεμη καταγραφή ενός εσωτερικού ημερολογίου, ενώ δίνει πολύ χώρο σε θέματα από το ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Υπάρχουν αρκετοί συγγραφείς που υπηρετούν με επιτυχία αυτή την υβριδική γραφή. Είχατε κάποια πρότυπα; Θέλατε να δοκιμάσετε το «είδος»;
Αν υπήρξαν πρότυπα, μάλλον λειτούργησαν χωρίς να έχω επίγνωση ότι αυτά ήταν τα πρότυπά μου. Το βιβλίο δεν ήταν μια ευκαιρία να δοκιμάσω ένα είδος, που το είχα ήδη με κάποιον τρόπο «αποκωδικοποιήσει». Ήταν ο καρπός μιας διαδρομής, συγγραφικής πρώτα απ’ όλα, εν μέρει ίσως και απόσταγμα της ζωής μου στο Παρίσι.
Μου αρέσει ο όρος που χρησιμοποιείτε, μια «υβριδική γραφή» που συνδυάζει την ήρεμη καταγραφή ενός εσωτερικού ημερολογίου, όπως τη λέτε, με το ιστορικό και το κοινωνικό.
Θα αναφερθώ σε μια Γαλλίδα που συζητήθηκε πολύ και στην Ελλάδα τελευταία, μετά τη βράβευσή της με το Νόμπελ – την Ανί Ερνό. Γράφει απροκάλυπτα για το δικό της βίωμα, ανοίγοντας όμως πάντα «παράθυρα» στον κόσμο. Νομίζω εκείνο που ενοχλεί στα «σκέτα» ημερολόγια (υπάρχουν ασφαλώς και πολλές εξαιρέσεις, για ιστορικούς και άλλους λόγους) είναι ένα κάποιο ναρκισσιστικό στοιχείο, το να κοιτάς τον εαυτό σου στον καθρέφτη ζητώντας του να σου επιστρέψει μια εικόνα αλώβητη. Είναι δηλαδή η στασιμότητα της εικόνας αυτό που ενοχλεί, η έλλειψη αλληλεπίδρασης.
Στην «Αταραξία» έχουμε επιμέρους αφηγηματικά νήματα που συναντιούνται αθόρυβα, αντιπαραβάλλοντας το προσωπικό, το ιστορικό και το κοινωνικό. Απ’ αυτή την άποψη, το βιβλίο έχει συγγένεια με το «Αλφαβητάρι Εντόμων». Ο αναγνώστης καλείται να «συμπληρώσει» αυτό που ο συγγραφέας έχει παραλείψει – ο ρόλος του είναι λοιπόν σημαντικός.
Με παρόμοιο τρόπο και ο ψυχίατρος μέσα στο μυθιστόρημα καλείται να μαντέψει αυτό που, σκοπίμως ή ασυναίσθητα, μπορεί να μην του λέει η ασθενής του.
— Είναι νόμιμο να υποθέσουμε ότι η «Αταραξία» δεν θα είχε γραφτεί χωρίς την πανδημία του κορωνοϊού; Πώς τη βιώσατε; Πώς την κάνατε λογοτεχνία;
Ίσως και να μην είχε γραφτεί, ίσως να έγραφα κάτι άλλο αν, για παράδειγμα, είχα ξεκινήσει να γράφω μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ή, τόσους μήνες μετά, βλέποντας τον Πούτιν στην άκρη της Ευρώπης να επιδίδεται σε τέτοια βαρβαρότητα. Το θέμα της Δύσης, της Ευρώπης, το πώς αυτή αυτοπροσδιορίζεται, το πώς αντιπαραβάλλεται με άλλες δυνάμεις ήταν κάτι που με απασχόλησε και στο «Αλφαβητάρι Εντόμων».
Την πανδημία, πάλι, την έζησα στο Παρίσι, με την οικογένειά μου. Το ότι όλοι τη ζήσαμε και την ξέρουμε καλά ήταν από συγγραφική άποψη μια «δυσκολία», που μπορούσε όμως να γίνει πλεονέκτημα. Μου επέτρεψε να γράψω γι’ αυτήν πιο ελλειπτικά, ρίχνοντας το βάρος σε κάτι άλλο, στην Κίνα.
Η Δήμητρα Κολλιάκου διαβάζει ένα απόσπασμα από την «Αταραξία»
— Είναι πραγματικό το ταξίδι στην Κίνα; Eιναι, όντως, καταπληκτική η περιγραφή της χώρας, κυρίως αυτής της αίσθησης φόβου, κρατήματος και σκοτεινιάς σε δημόσιες και ιδιωτικές στιγμές.
Έτυχε να κάνω ένα ταξίδι στην Κίνα λίγο πριν ξεσπάσει η πανδημία, χωρίς να μπορώ να φανταστώ τι θα ακολουθούσε. Ίσως γι’ αυτό, επιστρέφοντας, με το που ξεκίνησε η επιδημία στην πόλη Ουχάν, άρχισα να διαβάζω όχι μόνο για τον κορωνοϊό, αλλά και για την πιο πρόσφατη ιστορία της Κίνας και το καθεστώς, πιο αναλυτικά για το τι είχε συμβεί σε αντιφρονούντες, για το λεγόμενο σύστημα κοινωνικής πίστωσης, και άλλα που δεν μπήκαν τελικά στο βιβλίο. Είχα μεν παραστάσεις, αλλά συγκέντρωσα και υλικό.
Έχω και μια-δυο γνωριμίες εδώ, Κινέζους που εγκατέλειψαν την Κίνα και σπουδάζουν ή εργάζονται στο Παρίσι, οι οποίοι, για παράδειγμα, κατάλαβαν αμέσως τι δείχνει το εξώφυλλο του βιβλίου – τη σχέση αυτών των δύο ιδεογραμμάτων με την κινεζική λογοκρισία.
— Ο περίφημος πια και λόγω του θανάτου του αντικαθεστωτικός νομπελίστας Λιου Σιαομπό και η ποιήτρια σύζυγός του Λιου Σια κυριαρχούν στο βιβλίο. «Να μην υπήρχε ούτε ένας Κινέζος που ήταν αθώος;», αναρωτιέται η ηρωίδα σας. Μιλήστε μου λίγο για όλο αυτό.
Η ηρωίδα αναρωτιέται αν υπάρχει έστω και ένας «αθώος» ανάμεσα στους Κινέζους συγγραφείς που εκπροσωπούν τη χώρα τους στη λογοτεχνική συνάντηση. Στο ευρύτερο πλαίσιο του βιβλίου δείχνεται πως όχι μόνο υπάρχουν πολλοί Κινέζοι αθώοι, άλλα και πάρα πολλοί εξαιρετικά γενναίοι.
Η περίπτωση του Λιου Σιαομπό και της Λιου Σια μού είχε κινήσει το ενδιαφέρον από το καλοκαίρι του 2017, όταν δημοσίευσε γι’ αυτούς ένα μεγάλο άρθρο η «Guardian», λίγες μέρες πριν τον θάνατο του Λιου Σιαομπό. Ο Λιου Σιαομπό ήταν ένας σημαντικός διανοούμενος που έζησε και στην Αμερική και έγραψε και για την κατάσταση της Δύσης, που επέστρεψε για να αγωνιστεί για μια Κίνα με ελεύθερες εκλογές και συνταγματική διακυβέρνηση, ενώ ήξερε τι ρίσκο έπαιρνε. Για τη Λιου Σια λίγα στοιχεία μπόρεσα να βρω, και τρία-τέσσερα ποιήματά της, μεταφρασμένα στα αγγλικά. Δεν είχε πολιτική δράση, αλλά κι αυτό μου έκανε εντύπωση – η γενναιότητα που έδειξε με τον τρόπο της. Ήταν δυο πρόσωπα ιδεώδη για την αντιπαραβολή που επιχειρείται εδώ. Ό,τι κι αν τους συνέβη, δεν τους είδα μόνο σαν θύματα.
Θα αναφέρω κάτι που είπε ο Σιαομπό, κάτι που έβαλα και στην «Αταραξία»: «Είμαστε τυχεροί που ζούμε αυτήν τη στιγμή σ’ αυτό το μέρος – στην Κίνα. Μπορεί να είναι δύσκολο για μας, αλλά ενδέχεται η ζωή μας να κάνει κάποια διαφορά, μεγάλη διαφορά. Στους περισσότερους ανθρώπους δεν δίνεται ποτέ μια τέτοια ευκαιρία». Είναι μια κουβέντα που μπορεί να γίνει και στάση ζωής.
Στην Ελλάδα, το σχολείο το επισκιάζει το φροντιστήριο, το σχολικό σύστημα ρίχνει το βάρος στην επιτυχία στις Πανελλαδικές και αμελεί την παιδεία. Καταλήγουμε να μην είναι σε θέση τα παιδιά να απολαύσουν ένα κείμενο, να μην μπορούν να γράψουν, γιατί όχι, ένα ποίημα.
— Κάνω λάθος ή όντως επιχειρείτε μια σύνδεση ανάμεσα στον κορωνοϊό (λοκντάουν, καραντίνα) και την πολιτική κατάσταση στην Κίνα (φυλάκιση και απομόνωση αντιφρονούντων);
Δεν είμαι βέβαιη γι’ αυτή την ερμηνεία. Η Κίνα και η Δύση αντιπαραβάλλονται στο βιβλίο σε ένα πρώτο επίπεδο μέσα από την ολιγοήμερη συνύπαρξη Δυτικών και Κινέζων συγγραφέων, στο πλαίσιο μιας διεθνούς συνάντησης λογοτεχνών. Οι Δυτικοί έχουν τις προκαταλήψεις και τα καπρίτσια τους, οι συγκεκριμένοι Κινέζοι, πάλι, παρά την εξυπνάδα και την ευαισθησία τους, είναι πρόσωπα της εμπιστοσύνης της κυβέρνησης και ακολουθούν τις γνωστές πρακτικές.
Ο κορωνοϊός γίνεται μια σύνδεση ανάμεσα στην Κίνα και στη Δύση, κι όσο κι αν κάποιοι ήρωες θα αναρωτηθούν από πού ήρθε όλο αυτό –αν ήταν μια διαρροή από εργαστήριο έστω εξ αμελείας–, τελικά κλίνουν προς τη θεωρία της φυσικής διάχυσης (χάνοντας τον ξενιστή τους, ιοί και βακτήρια αναζητούν νέους ξενιστές, και μπορεί έτσι να περάσουν και στον άνθρωπο). Η θεωρία της φυσικής διάχυσης συνδέεται με την ανεμπόδιστη καταστροφή της βλάστησης και της άγριας πανίδας, με τη συνεχιζόμενη καταστροφή του πλανήτη, για την οποία φέρει μεγάλη ευθύνη και η Δύση.
Όσον αφορά τη σύνδεση του λοκντάουν με τον εγκλεισμό, την απομόνωση των διαφωνούντων, αναφέρεστε νομίζω κυρίως σε μια συγκεκριμένη σκηνή, που αφορά την Κινέζα ποιήτρια, και που ίσως είναι προτιμότερο να μην την αποκαλύψω εδώ.
— Ζείτε στο εξωτερικό πολλά χρόνια και γράφετε και δημοσιεύετε ελληνικά. Εξακολουθεί να είναι κάτι δύσκολο, ακόμα και επώδυνο, το να είστε συνεχώς «ξένη»; Απαιτεί, ίσως, ψυχοθεραπεία;
Έχω ζήσει σε πέντε έξι χώρες – πριν έρθουμε στη Γαλλία, ζούσαμε στη Βρετανία. Δεν ήταν εύκολη η αλλαγή, αλλά νομίζω σιγά σιγά κατάφερα να ριζώσω και να δημιουργήσω δεσμούς και εδώ. Δεν ξέρω αν «θεραπεύεται» το αίσθημα της ξενιτιάς. Πόσοι «ιθαγενείς» δεν νιώθουν ξένοι στην ίδια τους τη χώρα, επειδή τους «ξενίζουν» τόσα και τόσα, επειδή βλέπουν γύρω τους τόση χυδαιότητα...
Για χρόνια με «ξένιζε» το να μπαίνω σε γαλλικά βιβλιοπωλεία και να μην υπάρχω εδώ, να υπάρχω ως συγγραφέας μόνο στην Ελλάδα, όπου δεν ζω μόνιμα. Άλλοτε αυτό με έκανε να νιώθω κάπως διχασμένη. Το έχω «δουλέψει» όμως, και δεν με απασχολεί πια τόσο. Μεγαλώντας μπορεί να μάθει κανείς να βλέπει διαφορετικά τα πράγματα, να γίνει πιο ολιγαρκής. Ή, αν δεν το μάθει ούτε και τότε, αλίμονο!
— Η σχέση σας με την ελληνική λογοτεχνική ζωή είναι αδιατάρακτη και πολύ πετυχημένη. Έχετε σκεφτεί ποτέ ότι ίσως θα γράφατε διαφορετικά βιβλία αν δεν είχατε φύγει από την Ελλάδα;
Ίσως και να έγραφα διαφορετικά βιβλία, αν δεν είχα φύγει – έφυγα στα είκοσι δύο μου, έχοντας τελειώσει τη Φιλοσοφική κι αφού δούλεψα για κανένα χρόνο. Κι εγώ αναρωτιέμαι καμιά φορά πώς θα ήταν η ζωή μου, τι θα έγραφα, αλλά δεν νομίζω ότι μπορεί να δοθεί απάντηση.
Μου φαίνεται πως και πάλι θα έγραφα, γιατί το γράψιμο ήταν μια βαθιά επιθυμία που είχα από πολύ μικρή. Ίσως όμως τώρα το γράψιμο (πάντα στα ελληνικά) είναι κι ένας τρόπος επικοινωνίας, η γλώσσα είναι κάτι σαν χώρα – τα ελληνικά είναι η χώρα μου.
— Αναφέρεστε πολύ στην κατάσταση στα γαλλικά δημόσια σχολεία. Ένα μόνο θα σας ρωτήσω: η τραγική ιστορία με τον Σαμουέλ Πατί είναι παρελθόν, κάτι τυχαίο και μεμονωμένο; Συνεχώς διαβάζουμε για ένα κλίμα φόβου και ανελευθερίας στα σχολεία, για καθηγητές που κάποια θέματα δεν τολμάνε να τα θίξουν για να μην προκαλέσουν θρησκευτικές και άλλες ομάδες.
Μετά την τρομοκρατική επίθεση στα γραφεία του «Charlie Hebdo» τον Ιανούριο του ’15, ξέρουμε στη Γαλλία ότι η ελευθερία του λόγου μπορεί να πληρωθεί πάρα πολύ ακριβά.
Τον Οκτώβριο του ’20, ο Πατί δολοφονήθηκε κοντά στο γυμνάσιο όπου δίδασκε (μιλώντας για την ελευθερία του λόγου, είχε δείξει στην τάξη του γελοιογραφίες του Προφήτη από το «Charlie Hebdo»).
Παρ’ όλα αυτά, δεν θα συμφωνήσω μαζί σας. Διδάσκω κάμποσα χρόνια τώρα, και το κύριο ζήτημα της γαλλικής μέσης εκπαίδευσης δεν είναι η ανελευθερία. Θα έλεγα αντίθετα ότι οι καθηγητές έχουν μεγάλη ελευθερία και αισθάνονται σε γενικές γραμμές αρκετά ασφαλείς. Βεβαίως υπάρχει ισλαμικός εξτρεμισμός, αλλά δεν έχει τις διαστάσεις που προσπαθούν να του δώσουν κάποιοι. Στη Γαλλία πρόκειται για κάτι που εκμεταλλεύεται άγρια η ακροδεξιά για να προωθήσει τη δική της ατζέντα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στη γαλλική δημόσια εκπαίδευση είναι η αργή αλλά μάλλον σταθερή συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας, πράγμα που επηρεάζει και τα σχολεία, όπως και τα δημόσια νοσοκομεία, έστω κι αν οι παροχές που απολαμβάνει εδώ ο πολίτης (όσον αφορά την υγεία) είναι ακόμη πολύ υψηλού επιπέδου.
— Η διδασκαλία της γλώσσας, έστω και της αγγλικής, μιας ξένης δηλαδή γλώσσας, είναι για τη συγγραφέα-ηρωίδα σας πολύ σημαντική, της δίνει ελπίδα και χαρά, μια αίσθηση προσφοράς. Νιώθετε το ίδιο;
Απολύτως! Η διδασκαλία της γλώσσας και της λογοτεχνίας είναι κάτι που θα πρέπει να ξανασκεφτούμε, κάτι στο οποίο θα πρέπει να επενδύσουμε χρήμα, χρόνο και ενέργεια. Μια ολόκληρη κοινωνία μοιάζει να στέλνει το μήνυμα πως η λογοτεχνία και οι θεωρητικές σπουδές δεν έχουν πλέον κανένα νόημα.
Στην Ελλάδα, το σχολείο το επισκιάζει το φροντιστήριο, το σχολικό σύστημα ρίχνει το βάρος στην επιτυχία στις Πανελλαδικές και αμελεί την παιδεία. Καταλήγουμε να μην είναι σε θέση τα παιδιά να απολαύσουν ένα κείμενο, να μην μπορούν να γράψουν, γιατί όχι, ένα ποίημα.
Η Γαλλία, που έχει παράδοση στις ανθρωπιστικές σπουδές, διαθέτει ακόμη εκπαιδευτήρια και ανώτατες σχολές όπου οι σπουδές αυτές δεν έχουν χάσει την αίγλη τους, όμως κι εδώ βλέπουμε μια κατάπτωση, που συνδέεται μ’ αυτό που έλεγα παραπάνω: λιγότεροι καθηγητές για περισσότερους μαθητές και φοιτητές, ολοένα και περισσότεροι «φτηνοί» συμβασιούχοι που δεν πέτυχαν στον εθνικό διαγωνισμό για να διοριστούν στη μέση εκπαίδευση ή δεν έχουν εκλεγεί σε οργανική θέση, γιατί και οι οργανικές θέσεις λιγοστεύουν.
— Ας τελειώσουμε με τον τίτλο του βιβλίου, «Αταραξία». Προέρχεται, απ’ όσο κατάλαβα, από τον Επίκουρο, τον οποίο πολύ συχνά αναφέρει η ηρωίδα σας. Αταραξία είναι το τέλος του φόβου; Ευτυχία είναι η έλλειψη επιθυμιών; Είναι ένας ειρωνικός, μελαγχολικός τίτλος;
Υπάρχει μια κάποια παρανόηση όσον αφορά τον Επίκουρο, που έχει παρερμηνευτεί ως ηδονιστής – το βλέπουμε συχνά και στη χρήση του επιθέτου «επικούρειος». Ο Επίκουρος άφησε λίγα γραπτά, αλλά είπε μερικά σπουδαία πράγματα. Ένα απ’ αυτά είναι ότι ο φόβος προκαλεί την Ταραχή (σύγχυση), που είναι χειρότερο δεινό και από τον σωματικό πόνο.
Απ’ αυτή την άποψη, η Αταραξία έρχεται με το τέλος του φόβου, όταν πάψουμε να βρισκόμαστε σε σύγχυση. Δεν έχει δηλαδή καμία σχέση με την αταραξία-αναισθησία, αντιθέτως αναφέρεται σε μια εγρήγορση και αυτοσυναίσθηση.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτή η Αταραξία συγγενεύει με την Αυτονομία του Καστοριάδη, σ’ ένα ψυχαναλυτικό επίπεδο, που έχει και πολιτική σημασία. Το «λίγο» του Επίκουρου δεν είναι το λίγο της στέρησης, συνώνυμο της λαϊκής σοφίας «ας είμαστε ευχαριστημένοι μ’ αυτά που έχουμε». Ο Επίκουρος δεν πρότεινε να πάψουμε να έχουμε επιθυμίες. Αντιθέτως δίδαξε ότι οι ουσιαστικές, αληθινές επιθυμίες είναι ακριβώς αυτές που μπορούμε να πραγματοποιήσουμε.
Ο αναγνώστης θα κρίνει αν μπορεί να δοθεί και κάποια μελαγχολική ή ειρωνική χροιά στον τίτλο, και σε ποιο βαθμό οι χαρακτήρες του βιβλίου καταφέρνουν να πλησιάσουν αυτή την Αταραξία.