Η ΕΛΛΑΔΑ ΕΧΕΙ τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας συγκριτικά με τους άνδρες. Κατά μέσο όρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το 78,5% των ανδρών ηλικίας 20-64 ετών εργάζεται ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τις γυναίκες είναι 67,7%, δηλαδή σχεδόν 11 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο. Στην Ελλάδα, αυτή η διαφορά είναι σχεδόν διπλάσια: το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών είναι κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες ψηλότερο από εκείνο των γυναικών (72,5% και 52,7% αντίστοιχα).
Στο παρελθόν, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έχει τονίσει ότι η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας δεν αποτελεί μόνο ζήτημα δικαιοσύνης αλλά και στόχο με αναπτυξιακό αποτύπωμα. Παρομοίως, ο προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης έχει αναφέρει ότι η επίτευξη οικονομικής ανάπτυξης 4% κατ’ έτος προϋποθέτει τη διεύρυνση του ενεργού εργατικού δυναμικού μέσω της ισότιμης απασχόλησης ανδρών και γυναικών. Πώς όμως θα αυξηθεί η συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας; Και κυρίως, ποιοι θα λάβουν πολιτικές αποφάσεις που θα συμβάλουν στην επίτευξη αυτού του στόχου;
Οι γονικές άδειες που παρέχουν κίνητρα και στους δύο γονείς να απουσιάσουν από την εργασία τους, οι άδειες πατρότητας και οι σχετικά βραχυχρόνιες, καλά αμειβόμενες άδειες μητρότητας συμβάλλουν στη διατήρηση των δεσμών των γυναικών με παιδιά με την αγορά εργασίας.
Στο νέο της βιβλίο, η Ana Catalano Weeks, επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Bath, υποστηρίζει ότι οι πιο πετυχημένες δημόσιες πολιτικές για την αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας έχουν υιοθετηθεί σε χώρες που πρώτα φρόντισαν να αυξήσουν δραστικά τη συμμετοχή των γυναικών στην πολιτική.
Το βιβλίο ξεκινά από την παρατήρηση ότι στις αναπτυγμένες χώρες υπάρχει συστηματική διαφορά μεταξύ των αντιλήψεων των ανδρών και των γυναικών σχετικά με τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας των γυναικών με παιδιά.
Για παράδειγμα, το 45% των γυναικών διαφωνεί με την πρόταση ότι «το να δουλεύεις είναι ΟΚ, αλλά αυτό που θέλουν οι περισσότερες γυναίκες είναι σπίτι και παιδιά», ενώ το 39% διαφωνεί ότι «τα παιδιά σε προσχολική ηλικία είναι πιθανό να επηρεάζονται αρνητικά αν η μητέρα τους δουλεύει». Τα αντίστοιχα ποσοστά για τους άνδρες είναι 37% και 30%. Οι διαφορές αυτές ξεπερνούν τις κομματικές επιλογές και παρατηρούνται σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα.
Αντλώντας στοιχεία από 23 αναπτυγμένες χώρες την περίοδο 1980-2016, η Catalano Weeks δείχνει ότι η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην πολιτική μέσω ποσοστώσεων στις βουλευτικές εκλογές συνδέεται με πολιτικές αποφάσεις που διευκολύνουν τη συμμετοχή των γυναικών με παιδιά στην αγορά εργασίας.
Ενώ τα επιδόματα παιδιού και οι μακροχρόνιες άδειες μητρότητας με χαμηλές απολαβές γενικά αποθαρρύνουν τις μητέρες από το να επιστρέψουν στην αγορά εργασίας, οι γονικές άδειες που παρέχουν κίνητρα και στους δύο γονείς να απουσιάσουν από την εργασία τους, οι άδειες πατρότητας και οι σχετικά βραχυχρόνιες, καλά αμειβόμενες άδειες μητρότητας συμβάλουν στη διατήρηση των δεσμών των γυναικών με παιδιά με την αγορά εργασίας.
Όταν αυξάνεται το ποσοστό των γυναικών στη Βουλή, αυξάνεται και ο αριθμός των γυναικών βουλευτών που μπορούν να οριστούν υπουργοί. Στο Βέλγιο, μετά την υιοθέτηση ποσόστωσης 50% στα ψηφοδέλτια των κομμάτων στις βουλευτικές εκλογές με υποχρέωση εναλλαγής γυναικών και ανδρών στις πρώτες εκλόγιμες θέσεις το 2002, οι υπουργοί Εργασίας ήταν γυναίκες για 14 από τα επόμενα 20 χρόνια.
Σε αυτό συνέβαλε και η πίεση από διακομματική ομάδα γυναικών βουλευτών για την αύξηση του αριθμού των γυναικών υπουργών. Το 2001 θεσπίστηκε άδεια πατρότητας, ενώ από το 2005 ως το 2018 αυξήθηκε η διάρκεια και η ευελιξία της γονικής άδειας, την οποία δικαιούται ο κάθε γονέας χωριστά (η γονική άδεια που αντιστοιχεί στον πατέρα δεν μπορεί να μεταφερθεί στη μητέρα).
Όπως πολλές άλλες γυναίκες πολιτικοί, η Freya Van den Bossche, υπουργός Εργασίας η οποία είχε υπάρξει από τους νεότερους υποψήφιους βουλευτές που τοποθετήθηκαν στην κορυφή ψηφοδελτίου, συνδέει την εμπειρία της ως εργαζόμενης μητέρας με τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες επιδίωξε στους τομείς που αφορούν τις εργαζόμενες μητέρες.
Ακόμα ένα ενδιαφέρον στοιχείο από την περίπτωση του Βελγίου είναι ότι το αυστηρό σύστημα ποσοστώσεων οδήγησε σε αύξηση του αριθμού των γυναικών βουλευτών σε όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του ακροδεξιού VB. Ενώ στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η επίσημη θέση του VB ήταν ότι η πρωτεύουσα συμβολή των γυναικών είναι στην οικογένεια και στην ανατροφή των παιδιών, η αύξηση των γυναικών στο κόμμα άλλαξε την ατζέντα τα επόμενα χρόνια.
Το 2013, η πρώτη γυναίκα αρχηγός της κοινοβουλευτικής ομάδας του VB έθεσε την ενίσχυση των βρεφονηπιακών σταθμών ως κομματική προτεραιότητα, ώστε οι γυναίκες να μπορούν να συμμετέχουν στην αγορά εργασίας.
Αντίθετα, στην Αυστρία, όπου δεν έχει υιοθετηθεί σύστημα ποσοστώσεων στις βουλευτικές εκλογές, το ακροδεξιό κόμμα FPÖ παραμένει ανδροκρατούμενο. Το 2002, ο υπουργός Εργασίας του FPÖ πέρασε αλλαγές στη γονική άδεια που αποθάρρυναν την εργασία των γυναικών με παιδιά, με στόχο να επιβραδυνθεί η «διάβρωση της παραδοσιακής οικογένειας».
Η Αυστρία συνεχίζει να παρέχει εξαιρετικά μακροχρόνιες γονικές άδειες ανεξάρτητα από το αν ο πατέρας τις χρησιμοποιεί, με αποτέλεσμα λιγότερο από το 3% των ανδρών με παιδιά να κάνει χρήση γονικής άδειας στην Αυστρία, σε σύγκριση με το ένα τρίτο στο Βέλγιο.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για τη χώρα μας; Η Ελλάδα υιοθέτησε σύστημα ποσοστώσεων στις βουλευτικές εκλογές το 2012, το οποίο καθιστούσε υποχρεωτικό να περιλαμβάνουν τα ψηφοδέλτια των κομμάτων γυναίκες σε ποσοστό τουλάχιστον 33%. Η ποσόστωση αυξήθηκε στο 40% τον Μάρτιο του 2019. Δυστυχώς, οι γυναίκες βουλευτές παραμένουν αριθμητικά λίγες στην Ελλάδα (21% των βουλευτών είναι γυναίκες, σε σύγκριση με 33% στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά).
Η εκλογή της πρώτης γυναίκας Προέδρου της Δημοκρατίας το 2020 ήταν σημαντικό γεγονός τόσο συμβολικά όσο και ουσιαστικά, όμως η συμμετοχή των γυναικών στο υπουργικό συμβούλιο ήταν εξαιρετικά χαμηλή τόσο επί ΣΥΡΙΖΑ όσο και επί Νέας Δημοκρατίας. Το γεγονός ότι στις δημοτικές εκλογές του 2019 εξελέγησαν μόνο 18 γυναίκες σε σύνολο 332 δημάρχων δείχνει ότι η τοπική αυτοδιοίκηση είναι ένα σχεδόν εντελώς ανδροκρατούμενο περιβάλλον.
Παρόμοιες τάσεις παρατηρούνται σε θέσεις λήψης αποφάσεων και σε άλλους τομείς. Για παράδειγμα, μόνο το 11,1% των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων οργανισμών που παρέχουν χρηματοδότηση για έρευνα είναι γυναίκες στην Ελλάδα, σε σύγκριση με το 40,3% στην Ευρωπαϊκή Ένωση συνολικά.
Έχει επιτέλους φτάσει η ώρα να αλλάξουμε σελίδα. Μετά τις εκλογές, ας μην ξαναδούμε συμβούλιο υπουργών που να αποτελείται κυρίως από άνδρες: αξίζουμε μια διαφορετική εικόνα. Επιτροπές, εκδηλώσεις και φωτογραφίες με αποκλειστική συμμετοχή πολιτικών παραγόντων που είναι άνδρες πρέπει να σταματήσουν να γίνονται αποδεκτές, από το τοπικό, στο περιφερειακό και το εθνικό επίπεδο.
Για να χαραχθούν πολιτικές που θα υποστηρίζουν αποτελεσματικά την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, οι γυναίκες πρέπει καταρχήν να συμμετέχουν ισότιμα στη λήψη αποφάσεων. Είναι ζήτημα δικαιοσύνης, ζήτημα οικονομικής ανάπτυξης, αλλά και μια μοναδική ευκαιρία για την ανανέωση του πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Η Κίρα Γκάρτζου-Κατσουγιάννη είναι μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics and Political Science.