ΜΟΛΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ, στους διαδρόμους του κτιρίου της Eurostat στο Λουξεμβούργο, οι εργαζόμενοι στην υπηρεσία συχνά αστειεύονταν πως δεν χρειαζόταν να εξετάσουν τα νέα δεδομένα κάθε δείκτη για να προβλέψουν πως στην τελευταία θέση θα βρισκόταν η Ελλάδα. Στο ζενίθ της οικονομικής κατάρρευσης, άλλωστε, η χώρα μας βρισκόταν συστηματικά στην τελευταία θέση της ευρωπαϊκής οικογένειας, ειδικά όσον αφορά τις οικονομικές επιδόσεις.
Η δεκαετία της λιτότητας και της παρ’ ολίγον χρεοκοπίας μπορεί να έχει παρέλθει πλέον, ωστόσο οι δείκτες της Eurostat, όπως και άλλων αντικειμενικών διεθνών φορέων που συλλέγουν συστηματικά στοιχεία για τα κράτη-μέλη της Ευρωπαικής Ένωσης σε συνεργασία με τις εθνικές στατιστικές αρχές, εξακολουθούν να έχουν το ενδιαφέρον τους.
Ακόμα και αν απασχολούν μονάχα σποραδικά την κοινή γνώμη και τον πολιτικό διάλογο στη χώρα μας –όσοι συμμετέχουν σε αυτόν, άλλωστε, σπάνια επιλέγουν να τεκμηριώσουν θέσεις και απόψεις με απτά στοιχεία και δεδομένα–, τα γραφήματα που δημοσιεύει μεθοδικά η ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία αποτυπώνουν με ακρίβεια τα νούμερα της Ελλάδας σε μια σειρά από οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς δείκτες. Ποσοτικοποιούν φαινόμενα τα οποία μπορεί να μας είναι λίγο-πολύ οικεία, ωστόσο δεν γνωρίζουμε την ακριβή έκτασή τους, επιτρέπουν την άμεση σύγκριση με τα υπόλοιπα κράτη της Ε.Ε. και, φυσικά, χαρτογραφούν μια σειρά από τομείς στους οποίους η απόδοση της χώρας εξακολουθεί να παρουσιάζει πολλά περιθώρια για πρόοδο.
Παρότι η κατάσταση έχει εμφανώς βελτιωθεί, ειδικά στο μέτωπο της μακροοικονομίας, δεν είναι λίγοι οι τομείς στους οποίους η Ελλάδα παραμένει στις τελευταίες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης. Εν όψει της προεκλογικής περιόδου, αξίζει ακόμα περισσότερο να την εξετάσουμε. Ακολουθεί, λοιπόν, μια επιλογή από έξι δείκτες και γραφήματα της Eurostat και άλλων διεθνών οργανισμών, στα οποία η χώρα μας συνεχίζει να είναι ουραγός της Ευρώπης
Το αργότερο (αλλά και ακριβότερο) ίντερνετ της Ευρώπης
Είναι κοινό μυστικό το γεγονός πως ένα από τα πιο επίμονα και διαχρονικά προβλήματα της χώρας μας είναι οι βασανιστικά αργές ταχύτητες του διαδικτύου. Το αποδεικνύει περίτρανα και ο σχετικός δείκτης της Eurostat που μετράει το ποσοστό των νοικοκυριών με σύνδεση σταθερού δικτύου πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN). Μόλις το 20% αυτών διαθέτει δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών που είτε αποτελείται εξ ολοκλήρου από στοιχεία οπτικών ινών τουλάχιστον μέχρι το σημείο διανομής στην τοποθεσία εξυπηρέτησης, είτε από ένα δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ικανό να παρέχει, υπό συνήθεις συνθήκες χρόνου αιχμής, παρόμοια απόδοση δικτύου. Η σύγκριση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα είναι κάτι παραπάνω από ντροπιαστική: ο μέσος όρος της ευρωπαϊκής οικογένειας βρίσκεται στο 70%, δηλαδή σε ποσοστό υπερτριπλάσιο αυτού της ελληνικής πραγματικότητας, ενώ στη δεύτερη θέση από το τέλος βρίσκεται η Κύπρος, με 41,4%, δηλαδή διπλάσιο αριθμό νοικοκυριών με σύνδεση υψηλών ταχυτήτων.
Στο μεταξύ, το 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε ως στόχο την επίτευξη συνδεσιμότητας gigabite σε όλα τα νοικοκυριά της Ε.Ε. και κάλυψη 5G για όλες τις κατοικημένες περιοχές έως το 2030. Είναι αμφίβολο εάν η Ελλάδα θα καταφέρει έστω να πλησιάσει αυτόν τον φιλόδοξο στόχο, αλλά, στο μεταξύ, η χώρα μας μπορεί να υπηρηφανευτεί για μία ακόμα πρωτιά στον τομέα των τηλεποικινωνιών, καθώς, παρά τις ταχύτητες χελώνας, παραμένει η ακριβότερη χώρα της Ε.Ε. και η δεύτερη πιο ακριβή στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο, με 173 μονάδες στον Ευρωπαϊκό Δείκτη Τιμών στις τηλεπικοινωνίες, όπως επιβεβαιώνουν τα σχετικά στοιχεία της Eurostat. Μονάχα τα έτη της πανδημίας οι χρεώσεις για τις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες ήταν 70% υψηλότερες απ' ό,τι αυτές του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Το τρίτο μεγαλύτερο ποσοστό ατόμων που κινδυνεύουν από φτώχεια ή κοινωνικό αποκλεισμό
Στο 27% φτάνει στη χώρα μας το σύνολο των ατόμων που είτε κινδυνεύουν από φτώχεια είτε βρίσκονται σε σοβαρή υλική και κοινωνική στέρηση, ποσοστό που της δίνει το «χάλκινο μετάλλιο» στον εν λόγω δείκτη, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες μετρήσεις, και την τοποθετεί πίσω από τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία που εισχώρησαν στην Ε.Ε. είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια μετά τη δική της ένταξη.
Πρακτικά, αυτό σημαίνει πως περίπου ένας στους τέσσερις Έλληνες είτε αδυνατεί να αντιμετωπίσει απροσδόκητα έξοδα, να πληρώσει ετήσιες διακοπές μίας εβδομάδας μακριά από το σπίτι του ή να συντηρήσει το σπίτι του επαρκώς, είτε καθυστερεί αναγκαστικά πληρωμές λογαριασμών και ενοικίων για να καταφέρει να τα βγάλει πέρα. Μεταξύ άλλων, η κακή επίδοση της Ελλάδας οφείλεται και στους δυσανάλογα χαμηλούς μισθούς συγκριτικά με τα ενοίκια και το κόστος ζωής, σύμφωνα με τα αναλυτικά δεδομένα της ευρωπαϊκής στατιστικής υπηρεσίας.
Το υψηλότερο κόστος καταστροφών που προέρχονται από την κλιματική αλλαγή
Κύματα καύσωνα, καταστροφικές πλημμύρες, επίμονες πυρκαγιές και διαδοχικά ακραία καιρικά φαινόμενα έχουν προκαλέσει αστρονομικές οικονομικές απώλειες στην Ε.Ε. που υπολογίζεται πως ξεπερνούν τα 145 δισ. ευρώ την τελευταία δεκαετία. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος, δε, ο κινητός μέσος όρος 30 ετών των οικονομικών απωλειών που σχετίζονται με το κλίμα δείχνει μια σαφή αυξανόμενη τάση της τάξεως του 2% ετησίως.
Σε αυτήν τη νέα, ζοφερή και δυστοπική πραγματικότητα, όπου η κλιματική καταστροφή θα βαραίνει έντονα τους κρατικούς προυπολογισμούς καθώς και την τσέπη του απλού πολίτη, η Ελλάδα εμφανίζεται πρωταθλήτρια. Το 2020, οι οικονομικές απώλειες που σχετίζονταν με το κλίμα ανήλθαν σε 27 ευρώ ανά κάτοικο της Ε.Ε. Για τη χώρα μας το κόστος ήταν σχεδόν τρεις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και υπολογίζεται στα 91 ευρώ ανά κάτοικο, με τη Γαλλία (62 ευρώ) και την Ιρλανδία (42 ευρώ) να ακολουθούν με αξιοσημείωτη διαφορά.
Η υψηλότερη υπερβάλλουσα θνησιμότητα πληθυσμού
Ο διαρκώς μεταβαλλόμενος δείκτης της υπερβάλλουσας θνησιμότητας είναι ένας καλός, παρότι μακάβριος, τρόπος για να αξιολογήσει κανείς την κατάσταση της δημόσιας υγείας κάθε χώρας, καθώς ποσοτικοποιεί τους επιπλέον θανάτους που καταγράφονται με βάση προκαθορισμένους μέσους όρους προηγούμενων χρονικών περιόδων. Τον περασμένο Φερβουάριο, η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε πολλούς λόγους να πανυγηρίζει, καθώς για πρώτη φορά μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορωνοϊού δεν παρατηρήθηκε υπερβολική θνησιμότητα στην περιφέρεια συνολικά, με τον δείκτη να πέφτει σε αρνητικά επίπεδα και να καταγράφει μεταβολή της τάξεως του -2,3%.
Όχι όμως η Ελλάδα, στην οποία η υπερβάλλουσα θνησιμότητα τον Φεβρουάριο που μας πέρασε άγγιξε το 12,3%, σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2020, όταν ο Covid-19 δεν είχε περάσει ακόμα τα σύνορα της χώρας. Τη στιγμή που στα δύο τρίτα της Ευρώπης δεν υπήρχαν επιπλέον θάνατοι για πρώτη φορά μετά την έναρξη της πανδημίας, η Ελλάδα έχει την πρωτιά στο φαινόμενο της υπερβάλλουσας θνησιμότητας, αποδεικνύοντας πως κάτι πάει πολύ λάθος στη δημόσια υγεία της χώρας. Οι ελλείψεις του κουρασμένου και υποστελεχωμένου συστήματος υγείας καθώς και το φαινόμενο της μικροβιακής αντοχής είναι μερικοί από τους παράγοντες που ίσως εξηγούν την απογοητευτική ελληνική επίδοση.
Το πιο αργόσυρτο σύστημα Δικαιοσύνης
Μερικές φορές, τα λόγια είναι περιττά και τα γραφήματα μιλούν από μόνα τους. Τέτοια είναι και η περίπτωση της ελληνικής Δικαιοσύνης: οι φάκελοι των εκκρεμών υποθέσεων σχηματίζουν οροσειρές, καθώς ο μέσος όρος εκδίκασης μιας υπόθεσης ξεπερνάει τα 4,5 χρόνια. Προκειμένου να αντιληφθεί κανείς πόσο ακραία εξαίρεση είναι η Ελλάδα σε αυτόν τον τομέα, αρκεί να ρίξει μια ματιά στη δεύτερη χώρα, τη Σλοβενία, όπου ο μέσος όρος εκδίκασης είναι 3 χρόνια, καθώς και στον ευρωπαϊκό μέσο όρο που βρίσκεται μονάχα στις 455 ημέρες. Μένει να φανεί αν η ψηφιοποίηση της Δικαιοσύνης θα συμβάλει στη μείωση του απαράδεκτου χρόνου αναμονής για την απόδοση δικαιοσύνης, ωστόσο στο μεταξύ το αργόσυρτο ελληνικό σύστημα θα εξακολουθει να ταλαιπωρεί τους Έλληνες πολίτες και να αποθαρρύνει τους ξένους επενδυτές από το να εμπιστευτούν τη χώρα μας.
Η μεγαλύτερη ψαλίδα µεταξύ των φύλων σε ό,τι αφορά την απασχόληση
Ομολογουμένως υπάρχουν ορισμένοι δείκτες της Eurostat στους οποίους η Ελλάδα παρουσιάζει ανοδική τάση, κι ας παραμένει ουραγός. Από την άλλη, υπάρχουν ορισμένα φαινόμενα όπου η επίδοση της χώρας μας παγιώνεται ή ολοένα χειροτερεύει. Ένα από αυτά είναι και το χάσμα μεταξύ των φύλων όσον αφορά την απασχόληση, δηλαδή η διαφορά στα ποσοστά απασχόλησης ανδρών και γυναικών ηλικίας 20-64 ετών που βασίζεται στην Έρευνα Εργατικού Δυναμικού της Ε.Ε. Παρότι η Ελλάδα ανέκαθεν βρισκόταν στις πρώτες θέσεις στο θέμα αυτό, φέτος βρίσκεται στην κορυφή, με τον δείκτη να παρουσιάζει αύξηση και να αγγίζει πλέον το 21%, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. βρίσκεται στο ήμισυ. Είναι εμφανές, λοιπόν, πως ο δρόμος για την ισότητα των φύλων όχι μόνο στην κοινωνία αλλά και τον εργασιακό χώρο στην Ελλάδα παραμένει μακρύς.