ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΖΟΥΝ ΝΑ ΠΕΘΑΙΝΟΥΝ άνθρωποι της γενιάς σου, συνομήλικοι ή περίπου, αισθάνεσαι πρώτη φορά τον χρόνο. Ούτε η φθορά του σώματος ούτε η κόπωση ή άλλα δεν αρκούν για να περάσει μέσα σου το ρίγος. Μόνο όταν ακούσεις «πέθανε η Γιώτα» ή «ο Άλκης», ετών 57, ετών 59. Υποτίθεται, έτσι λένε, πως στα εξήντα είσαι «νέος άνθρωπος». Νεότατος έφυγε ο ένας, νεότατη έσβησε η άλλη.
Ο χρόνος έχει γίνει αφηρημένο και άπιαστο μέγεθος για τους μοντέρνους ανθρώπους. Δεν θέλουν να τον σκέφτονται ή να τον νιώθουν από κοντά. Κάνουν πως τον αγνοούν ή πως δεν τον υπολογίζουν. Μόνο το παρόν τούς ενδιαφέρει, μόνο αυτό που συντελείται τώρα ή άντε σε έναν μήνα. Το ίδιο το κοινωνικό σύστημα που κυριαρχεί παγκοσμίως δεν σκέφτεται παρά την έκδοση του επόμενου λογισμικού, το επόμενο app, το προσεχές εξάμηνο (το πολύ). Εμείς όμως δεν είμαστε οικονομικές λογικές (όπως ο καπιταλισμός) παρά σώματα που πάσχουν, ελπίζουν και ακούνε όλο και συχνότερα κάποιες τρομακτικές ειδήσεις. Και είναι πραγματικά τρομακτική είδηση αυτοί οι θάνατοι των ανθρώπων της ίδιας γενιάς.
Ο χρόνος έχει γίνει αφηρημένο και άπιαστο μέγεθος για τους μοντέρνους ανθρώπους. Δεν θέλουν να τον σκέφτονται ή να τον νιώθουν από κοντά. Κάνουν πως τον αγνοούν ή πως δεν τον υπολογίζουν.
Προχτές, ας πούμε, ήταν η Γιώτα Λαγουδάκου. Είχαμε ανταλλάξει λίγες κουβέντες, της είχα πει για τη συγγραφέα Χέρτα Μίλερ και την Κρίστα Βολφ και εκείνη με ευχαρίστησε για κάποιες σκέψεις που είχα εκθέσει για τη σημασία του μεταφραστή. Χαριτολογώντας –είναι όμως αλήθεια– της είχα πει ότι ένα μεγάλο μέρος των όσων κατάλαβα από τη λογοτεχνία το οφείλω σε έξι-εφτά δεινές συναδέλφισσές της. Έξαφνα μαθαίνουμε πως η Γιώτα Λαγουδάκου πέθανε στα 57 της.
Ακόμα και αν δεν είχαμε πει κουβέντα ή αν την ήξερα μόνο από το όνομα στα βιβλία του Ίμρε Κέρτες ή της Χέρτα Μίλερ, θα ένιωθα μια στιγμιαία, βίαιη ορφάνια. Προβάλλω, αναπόφευκτα, τις ζωές των συνομηλίκων σε εικόνες οικείες, σε αμφιθέατρα, πλατείες και στέκια, σε γεγονότα, εποχές και ήχους. Και η Γιώτα μπορεί να ήταν εκείνο το ωραίο, κοκκινομάλλικο κορίτσι που είχα δει κάποτε στο λεωφορείο και μαγνητισμένος κατέβηκα τρεις στάσεις πριν από τη δική μου μόνο και μόνο για να τη δω να απομακρύνεται. Ή μπορεί να ήταν η κοπέλα στο υπόγειο της Πολιτείας, στο απέναντι ράφι, κάποιες δεκαετίες πριν.
Όταν αρχίζουν να πεθαίνουν οι συνομήλικοι, ιδίως μάλιστα όσοι και όσες βουτήξαμε στα ίδια πάνω-κάτω όνειρα, κλονίζεσαι αληθινά. Πρώτη φορά αντικρίζεις ολοκάθαρα και αδιάσειστα το κρηπίδωμα του χρόνου και περνάει μέσα σου, σαν αστραπή, η συνείδηση των ορίων της ζωής. Και αμέσως μετά θυμώνεις που, όπως κάθε μοντέρνος άνθρωπος, δεν μπορείς να υποφέρεις για πολύ τη σκέψη του ορίου παρά αγκιστρώνεσαι στο αιώνιο παρόν.
Από την άλλη όμως, τούτη η αστραπιαία περιδίνηση στην ανησυχία που φέρνει μαζί της και τύψεις και ένοχες σκέψεις γίνεται και συγκίνηση. Συγκινεί ο χαμός αυτών των παιδιών, κοριτσιών και αγοριών, της σειράς σου. Θα μπορούσατε να είχατε βρεθεί στο ίδιο πάρτι, να χορεύατε το «Let’s Dance» του Μπάουι ή αμήχανα το «Always the sun» των Stranglers. Ή ακόμα θα μπορούσατε να έχετε υπάρξει και στην ίδια πορεία μετά τη διάλυσή της τρέχοντας στη Σόλωνος και βρίσκοντας ασφαλές καταφύγιο στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας, κάνοντας πως ψάχνετε έναν τίτλο από τη γενιά του '30.
Η συγκίνηση όμως είναι πλέον ύποπτη. Με αυτή δεν καλλιεργούμε την αυταπάτη ότι αγαπάμε, ενώ συχνά απομένει μια στιγμιαία ανταλλαγή χωρίς συνέπειες και χωρίς κόστος; Έστω κι έτσι όμως ο θάνατος του ανθρώπου της ίδιας γενιάς γίνεται γεγονός της εσωτερικής σου ζωής: από δυσάρεστη εξωτερική είδηση γίνεται μήνυμα και ο αιφνιδιασμός δίνει τη θέση του στη συναίσθηση μιας κοινότητας συναισθημάτων και οφειλών.
Συχνά δεν γνωριστήκαμε ή δεν διασταυρωθήκαμε κι όμως μας ζύμωσαν τα ίδια θραύσματα αυτής της χώρας. Και με πολλούς και πολλές μοιραστήκαμε εν τέλει πράγματα λεπτά, αμετάδοτα στους τρίτους, σχεδόν μυστικά. Ο χρόνος δεν λέει αστεία και δεν επιτρέπει τις αιώνιες υπεκφυγές μου. Μένουν όμως τα ίχνη και τα δώρα που αφήνουν πίσω τους όσοι σβήνουν, κι αυτά διατηρούν ακέραιο το νόημα των προσώπων τους.