ΑΠΟ ΤΑ ΠΕΤΡΑΛΩΝΑ ΣΤΟ ΚΕΡΑΤΣΙΝΙ και από εκεί στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Γλάδστωνος. Ποια νοητή γραμμή συνδέει αυτές τις τρεις περιοχές και πόσο πόνο μπορούν να κρύβουν οι δρόμοι τους; Τι ενώνει τον Σαχζάτ Λουκμάν, τον Παύλο Φύσσα, τον Ζακ Κωστόπουλο και πώς ζουν αυτοί που έμειναν πίσω να τους θυμούνται σε ένα βαθύ πένθος που δεν θα τελειώσει ποτέ;
Η Μυρτώ Πατσαλίδου και η Μαρία Λούκα, στο «Πένθος – Αυτοί που μένουν» ενώνουν τις τελείες τριών τραγωδιών που προκλήθηκαν από τη φασιστική, ρατσιστική και ομοφοβική βία στην καρδιά μιας πόλης που διατείνεται ότι αγαπά τους ανθρώπους, όμως δεν βρήκε αντίδοτο ποτό για τα δηλητήρια που τους σκοτώνουν. Δεν αναμετρήθηκε ποτέ με το ακροδεξιό υπόβαθρο που βύθισε αμέτρητες φορές την πόλη, τη χώρα και τους πολίτες της στην απόγνωση και το πένθος. Δεν αφουγκράστηκε ποτέ το πώς ο οργανωμένος φασισμός επέβαλε τις αποφάσεις του στις ζωές οικογενειών που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο τον αντιμάχονταν και τον έκαναν ορατό.
Το «Πένθος – Αυτοί που μένουν» δεν είναι μία δημοσιογραφική στερεοτυπική αφήγηση, αλλά μία προσπάθεια να γίνουμε όλοι κοινωνοί του τραγικού βιώματος, πέρα από την επικαιρότητα και την εφήμερη επίδρασή της.
Στο τέλος, οι ωμές δολοφονίες τριών ανθρώπων που πάλεψαν –ο καθένας με τον τρόπο και τη στάση ζωής του για την ποικιλότητα, την ορατότητα, την αποδοχή– έμειναν να θυμίζουν όσα εξακολουθούμε να μη βλέπουμε και να μην κάνουμε.
Το ντοκιμαντέρ είναι μια καταβύθιση σε μια πραγματικότητα που η επικαιρότητα ξεχνά: αυτούς που μένουν πίσω να θρηνούν, έχοντας να παλέψουν και με τις προκλήσεις της κοινωνικής απάθειας, της πολιτικής εργαλειοποίησης εσαεί των άγριων θανάτων των παιδιών τους, το τραύμα που δεν είναι –και δεν γίνεται να είναι– ιδιωτική υπόθεση, αλλά συλλογική.
Το «Πένθος – Αυτοί που μένουν» δεν είναι μία δημοσιογραφική στερεοτυπική αφήγηση, αλλά μία προσπάθεια να γίνουμε όλοι κοινωνοί του τραγικού βιώματος, πέρα από την επικαιρότητα και την εφήμερη επίδρασή της. Μία απόπειρα με βάθος και τρυφερότητα να υπερασπιστεί τις μνήμες των ανθρώπων που αφανίστηκαν κατ’ εντολή του φασισμού, του ρατσισμού και της ομοφοβίας και να αποδειχθεί το πώς η δικαιοσύνη δεν είναι πάντα μια απόφαση: είναι το να θυμάσαι, το να προλαμβάνεις, το να ενεργοποιείσαι συλλογικά, προκειμένου να αποτρέψεις αυτό που εξ αρχής δεν έπρεπε να συμβεί.
Μιλώντας με τη συνάδελφο και συνδημιουργό του ντοκιμαντέρ, Μαρία Λούκα, λίγο πριν από την αθηναϊκή πρεμιέρα του «Πένθους» στον Μικρόκοσμο, τόσο για την ίδια όσο και για τη Μυρτώ Πατσαλίδου, ο στόχος της υλοποίησης αυτού του έργου ήταν ακριβώς αυτό το τελευταίο: το πώς το πένθος μετουσιώνεται σε προστασία για την κοινωνία.
«Θεωρώ ότι και οι τρεις ιστορίες αποτυπώνουν το τραύμα της ακροδεξιάς βίας. Οι δολοφονίες του Σαχζάτ Λουκμάν και του Παύλου Φύσσα έγιναν από τον οργανωμένο φασισμό στο πλαίσιο της εγκληματικής ναζιστικής δράσης της Χρυσής Αυγής. Η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου είχε χαρακτηριστικά κοινωνικού εκφασισμού με ρατσιστικό και ομοφοβικό πρόσημο – παρότι δυστυχώς το ρατσιστικό κίνητρο των δραστών δεν ερευνήθηκε ποτέ από τις αρχές.
Νομίζω ότι η ανοχή που έδειξε το κράτος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη φασιστική βία αποχαλίνωσε το ρατσιστικό μίσος με αποτέλεσμα να λιντσάρεται ένας άνθρωπος μέρα μεσημέρι στο κέντρο της Αθήνας.
Και στις τρεις υποθέσεις οι οικογένειες των θυμάτων μετέτρεψαν την οδύνη τους σ’ ένα πρόταγμα δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Ήταν κάτι που το είδαμε και στις περιπτώσεις οικογενειών που οι κόρες τους ήταν θύματα γυναικοκτονίας. Ένας τρόπος δηλαδή επιτέλεσης του πένθους στραμμένος προς την κοινωνία, όπου μαζί με την υπεράσπιση της μνήμης των νεκρών συνυπάρχει η έγνοια για την προστασία των άλλων παιδιών».
Πόσο αθόλωτο, ωστόσο, μπορεί να παραμένει το πρίσμα σου, όταν έρχεσαι σε αδιαμεσολάβητη επαφή με το ισοπεδωτικό συναίσθημα της απώλειας αυτών των οικογενειών; Υπήρξαν στιγμές που οι δύο δημιουργοί κλονίστηκαν;
«Ο κλονισμός υπήρχε από τη στιγμή που έγιναν τα συμβάντα και ήταν η βάση εκκίνησης για το ντοκιμαντέρ. Πρόκειται για τρεις δολοφονίες που σημάδεψαν τη γενιά μας. Μ’ αυτή την έννοια όλα τα στάδια που απαιτούνταν για την παραγωγή του κουβαλούσαν μια ένταση άλλοτε υποβόσκουσα κι άλλοτε φωναχτή, η οποία είναι δομικό στοιχείο της ταινίας.
Δεν θελήσαμε να την κρύψουμε γιατί ήταν αναπόσπαστο στοιχείο του βλέμματος μας. Οι συνεντεύξεις αναπόφευκτα έγιναν σε κλίμα φόρτισης κι ήταν ιδιαίτερη τιμή για μένα, για τη Μυρτώ Πατσαλίδου που συνυπογράφουμε τη σκηνοθεσία, αλλά και για όλα τα άτομα που συνεργαστήκαμε, το ότι αυτοί οι άνθρωποι μας εμπιστεύτηκαν», εξηγεί η Μαρία.
Μοιραία, και παρακολουθώντας για χρόνια το πώς εργάζονται οι μηχανισμοί αμνησίας των media –ακόμα και μετά από τέτοια σπαρακτικά γεγονότα–, παρατηρώντας τη γλώσσα και την τεχνοτροπία με την οποία καλύπτονται, γεννάται το ερώτημα αν πραγματικά άλλαξε κάτι στον πυρήνα της δημοσιογραφίας, στον τρόπο που αρθρώνουμε και μεταδίδουμε τέτοιες τραγωδίες. Στο κατά πόσο αντιλαμβανόμαστε, ως δημοσιογράφοι πια, από τι υλικό είναι φτιαγμένες.
«Δυστυχώς και παρά τα συνταρακτικά γεγονότα, δεν έχει αλλάξει η μεθοδολογία δημοσιογραφικής κάλυψης στον βαθμό που θα έπρεπε για να μιλάμε για μια κάλυψη δεοντολογική, κριτική προς την εξουσία και αλληλέγγυα προς την κοινωνία.
Ας σκεφτούμε μόνο τον άθλιο τρόπο που καλύφθηκε από αρκετά media η δολοφονία του Ζακ Κωστόπουλου μέσω της άκριτης αναπαραγωγής ανυπόστατων διαρροών που είχαν ως στόχο τη διαστρέβλωση της αλήθειας, την ενοχοποίηση του θύματος και τη σπίλωση της μνήμης του. Δεν υπήρξε ποτέ επανόρθωση από πλευρά τους, ενώ το αφήγημα που ενστερνίστηκαν κατέρρευσε με τεκμήρια και στοιχεία. Υπάρχουν, όμως, ρωγμές πολύ πιο ορατές και φωτεινές.
Δημοσιογράφοι και αρθρογράφοι που είτε σε ατομικό επίπεδο, είτε μέσω συλλογικών εγχειρημάτων με γενναίο, ευαίσθητο και επίμονο τρόπο διαρρηγνύουν την ηγεμονική κακοφωνία και έχουν ένα κρυστάλλινο αντιφασιστικό, αντισεξιστικό, αντιρατσιστικό και αντιομοφοβικό πρίσμα στη δουλειά τους. Έχει μια σημασία να αναγνωρίζουμε και να επικρατούμε αυτή τη στάση γιατί δεν είναι ούτε εύκολη ούτε αυτονόητη, αλλά είναι αναγκαία για την αποδόμηση στερεοτύπων και την ενίσχυση φωνών που είναι αποκλεισμένες από τον δημόσιο λόγο», καταλήγει η δημοσιογράφος, σεναριογράφος και κινηματογραφίστρια.
Η πρεμιέρα του ντοκιμαντέρ «Πένθος – Αυτοί που μένουν» θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 21 Απριλίου στις 20:00) στον κινηματογράφο Μικρόκοσμο (Λεωφ. Ανδρέα Συγγρού 106, Αθήνα). Αμέσως μετά την προβολή θα ακολουθήσει συζήτηση με το κοινό με την Κατερίνα Μάτσα, ψυχίατρο και τον Θεόδωρο Θεοδωρόπουλο, δικηγόρο της οικογένειας Φύσσα στο Εφετείο για τα εγκλήματα της Χρυσής Αυγής και τους/τις συντελεστές/στριες. Η προβολή θα επαναληφθεί την Παρασκευή 28 Απριλίου στον Μικρόκοσμο.
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Μυρτώ Πατσαλίδου - Μαρία Λούκα
Έρευνα - Συνεντεύξεις - Κείμενα: Μαρία Λούκα
Μοντάζ: Μυρτώ Πατσαλίδου
Παράγωγος : Πάνος Παπαδόπουλος
Μουσική: Παύλος Παυλίδης
Αφήγηση: Γιούλα Μπούνταλη
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Νίκος Βούλγαρης
Συμπληρωματική Φωτογραφία: Δράκος Πολυχρονιάδης, Γιάννης Φώτου
Ηχοληψία: Άγης Βουγάς
Μίξη Ήχου: Σπύρος Αραβοσιτάς
Σχεδιασμός Γραφικών: Χάρης Μαχαίρας a.k.a Happy Artists
Motion Graphics: Νίκος Τζαφερίδης - Vinsky
Φωτογράφος πλατό: Αλέξανδρος Κατσής
Συνεργασία στις συνεντεύξεις: Χρύσα Λύκου
Παραγωγή: Prosenghisi Film&Video Production