Ο βραβευμένος φωτογράφος Γιώργος Τατάκης στη σειρά «Ήθος» παρουσίασε τα δρώμενα που τελούνται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας και έχουν τις ρίζες τους σε πανάρχαιες παραδόσεις, πτυχές της Ιστορίας ή τοπικά έθιμα.
Εξερευνώντας ακόμα και έθιμα φαινομενικά ασύνδετα, διονυσιακά δρώμενα και θρησκευτικές λειτουργίες, παρουσίασε στον θεατή εικόνες που ερέθιζαν τον ψυχισμό του, φέρνοντάς τον πιο κοντά σε έννοιες αρχέγονων πρακτικών που καταγράφουν τη ζωή και τη σύνδεση των μελών μιας κοινότητας.
Στο επόμενο πρότζεκτ του, το «Καρυάτις», που ολοκληρώνεται σε σύντομο χρονικό διάστημα, ανέλαβε να καταγράψει φωτογραφικά ελληνικές ενδυμασίες, βάζοντας στο επίκεντρο την παράδοση και τα αναλλοίωτα έθιμά της, παρουσιάζοντας τον σημαντικό πλούτο που υπάρχει από τόπο σε τόπο μέσα από ασπρόμαυρες εικόνες που έδιναν δύναμη και βάθος στο περιεχόμενο αλλά και στα πρόσωπα που τις φορούσαν, φέρνοντάς τα με ένα σύγχρονο βλέμμα στο παρόν.
Το ασπρόμαυρο το προτιμώ γιατί δίνω σημασία στη γεωμετρία και τις φόρμες της σκηνής που έχω μπροστά μου, και αυτές οι δυο ποιότητες αναδεικνύονται περισσότερο. Από την άλλη, φαντάζομαι ότι ο θεατής συμμετέχει, προσθέτοντας το χρώμα με τη φαντασία του. Υπάρχει και ένας λόγος πιο προσωπικός: έχω τη φωτογραφία στο μυαλό μου ως μέσο ασπρόμαυρο, το προτιμώ αισθητικά.
Η ιδέα για το πρότζεκτ «Καρυάτις» στην ουσία συνεχίζει τη μέχρι τώρα δουλειά του και προέκυψε όταν η πρώτη έκθεση μεταφέρθηκε από το Μουσείο Μπενάκη στη Γαλλία, στο μουσείο Fragonard, και του ζητήθηκε να επικεντρωθεί στις φωτογραφίες που έχουν γυναικείες φορεσιές. Τα τελευταία πέντε χρόνια, με τη συμβουλευτική υποστήριξη του ΕΚΠΑ, επισκέπτεται διάφορα μέρη της Ελλάδας και φωτογραφίζει τις γυναικείες τοπικές φορεσιές στο φυσικό τους περιβάλλον μετά από ενδελεχή έρευνα τόσο σε επίπεδο γνησιότητας ή πιστής αντιγραφής της φορεσιάς όσο και εύρεσης ενός γνήσιου χώρου ή ενός χαρακτηριστικού τοπίου της περιοχής. Οι φωτογραφίες του έχουν αποκτήσει λαογραφική χρήση και αξία, καθώς συμπεριλαμβάνονται ως υποστηρικτικό υλικό σε φακέλους του αρχείου της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO.
Στα 18 του χρόνια ο Γιώργος Τατάκης θεωρούσε ότι η φωτογραφία ή οι εικαστικές τέχνες που τον ενδιέφεραν δεν μπορούσαν να θεωρηθούν επάγγελμα, οπότε έπρεπε να σπουδάσει κάτι άλλο, πράγμα που έκανε. Τέλειωσε τις σπουδές του στο Εδιμβούργο, δούλεψε περίπου δέκα χρόνια ως μηχανικός, αλλά το σαράκι της φωτογραφίας δεν τον άφηνε να ησυχάσει και τελικά τον «κατέλαβε» όταν αποφάσισε ότι έπρεπε να ακολουθήσει αυτό που τον ενδιέφερε πραγματικά.
«Άρχισα να το σκέφτομαι και πήρα την απόφαση να γίνω φωτογράφος λόγω των επαγγελματικών ταξιδιών που έκανα, κατά τη διάρκεια των οποίων φωτογράφιζα ό,τι βρισκόταν γύρω μου. Όσο περνούσε ο καιρός παθιαζόμουν, έκανα σεμινάρια φωτογραφίας ακόμα και όταν οδηγούσα, έστησα έναν σκοτεινό θάλαμο στην κρεβατοκάμαρά μου και αποφάσισα να παραδεχτώ ότι αυτό με ενδιαφέρει τελικά. Σκέφτηκα ακόμα ότι αν αργότερα πω στον εαυτό μου "τι έκανες στη ζωή σου;" και η απάντηση είναι "τάισα τον εαυτό μου μέχρι να πεθάνω", δεν θα μου άρεσε καθόλου, δεν μου έφτανε».
Η μητέρα του Γιώργου Τατάκη αγαπούσε τη φωτογραφία και φωτογράφιζε διαρκώς. «Εμένα στην αρχή με ενδιέφερε πιο πολύ το μηχάνημα», λέει, «ότι μια μικρή μηχανή βγάζει φωτογραφίες, παράγει αυτό το αποτέλεσμα. Έτσι απέκτησα την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή στα 15-16. Κατόπιν, επειδή συνέχισε να με ενδιαφέρει η μηχανή ως εργαλείο, κάθε φορά που ανέβαινε το εισόδημά μου, έπαιρνα μια καλύτερη. Σήμερα χρησιμοποιώ μια Leica Q».
«Αρχικά φωτογράφιζα στιγμές της ζωής μου, στιγμές από ταξίδια, και μετά, όταν άρχισα να ασχολούμαι πιο συστηματικά, έκανα φωτογραφία δρόμου επειδή είναι πιο άμεσα διαθέσιμο το θέμα και επειδή με ενδιέφερε το κομμάτι των ανθρώπων, ήταν ιδανικό για αρχή. Ακολούθησαν τα έθιμα, γιατί μου άρεσε να ταξιδεύω ανά την Ελλάδα και έβρισκα την κατά τόπους αρχιτεκτονική ενδιαφέρουσα, και στη συνέχεια οι φορεσιές. Μάλιστα, μέσα από αυτήν τη διαδικασία, φωτογραφίζοντας φορεσιές, αποδαιμονοποίησα τη στημένη φωτογραφία, καταλήγοντας να σκηνοθετώ πλήρως τη σκηνή.
Η επαφή μου με την Εύα Νάθενα, που σκηνοθετεί τη Φόνισσα, και τη Viewmaster ήταν στην αρχή συγκυριακή. Κάτι είδα, κάτι είδαν και συναντηθήκαμε για να διερευνήσουμε πώς θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε, κάτι που κάναμε για πρώτη φορά και οι δυο πλευρές, εννοώ τέτοιου είδους φωτογραφίσεις που δεν είναι φωτογράφιση στο set με την κλασική έννοια. Το ύφος των φωτογραφιών μου ταίριαζε πολύ με αυτό που ήθελαν να κάνουν.
Οπότε ακολούθησα τα γυρίσματα στήνοντας κάδρα μέσα σε αυτά, σκηνικές συνθέσεις που να εκφράζουν και το δικό μου στυλ, αφού και το ύφος της ταινίας ταίριαζε με αυτό.
Επαρχία, ενδυμασίες, ήταν κάτι που με ενέπνεε και πιστεύω έχουμε αρκετά ενδιαφέρουσες σκηνές που μπορούμε να δούμε με τελείως διαφορετική οπτική από αυτήν της ταινίας. Υπάρχει σύνδεση, αλλά πρόκειται και για εντελώς αυτόνομα έργα.
Τις περισσότερες φωτογραφίες τις έχουμε κάνει στη Μάνη. Για την ταινία κάναμε δύο τύπου φωτογραφίες. Μια σειρά από οικογενειακές που χρησιμοποιήθηκαν και ως props στην ταινία και ένα δεύτερο κομμάτι, που ακολουθούσα στα γυρίσματα και φωτογράφιζα σκηνές που με ενδιέφεραν. Οπότε και αυτά συνδέονται: το πρώτο μέρος με το «Καρυάτις» και το δεύτερο με το «Ήθος». Η εξτρά δυσκολία είναι ότι οι φωτογραφίσεις γίνονται με το crew να δουλεύει παράλληλα, οπότε όλοι είχαμε μια έγνοια να μην ενοχλεί ο ένας τον άλλον.
Το ασπρόμαυρο το προτιμώ γιατί δίνω σημασία στη γεωμετρία και τις φόρμες της σκηνής που έχω μπροστά μου και αυτές οι δυο ποιότητες αναδεικνύονται περισσότερο. Από την άλλη, φαντάζομαι ότι ο θεατής συμμετέχει προσθέτοντας το χρώμα με τη φαντασία του. Υπάρχει κι ένας λόγος πιο προσωπικός: έχω τη φωτογραφία στο μυαλό μου ως μέσο ασπρόμαυρο, το προτιμώ αισθητικά.
Έχω σκεφτεί ένα επόμενο πρότζεκτ που δεν θα έχει το ανθρώπινο στοιχείο, θα είναι πιο μινιμαλιστικό, κάτι που δεν έχει συνηθίσει να βλέπει κανείς στη δουλειά μου. Θα ήθελα να δείξω την ποιότητα της ομορφιάς της απλότητας, του απέριττου».
Ο Γιώργος Τατάκης δημιουργεί εικόνες σχετικές με τις παραδόσεις της Ελλάδας τα τελευταία οκτώ χρόνια. Το έργο του χωρίζεται σε δύο βασικές ενότητες: στο πρώιμο έργο του «Ήθος», το οποίο παρουσιάζει τα παραδοσιακά δρώμενα ανά την Ελλάδα, και στο μεταγενέστερο, το «Καρυάτις», το οποίο επικεντρώνεται στις γυναικείες τοπικές ενδυμασίες. Η δουλειά του εκτίθεται διεθνώς σε σημαντικά πολιτιστικά ιδρύματα και οργανισμούς (Μουσείο Ελληνικού Πολιτισμού του Μουσείου Μπενάκη στην Αθήνα, Μουσείο Fragonard στις Κάννες, Somerset House στο Λονδίνο κ.α.) και δημοσιεύεται σε τοπικά και διεθνή μέσα («New York Times», «National Geographic», LFI της Leica κ.α.). Στη φωτογραφική του πορεία έχει αποσπάσει 22 διεθνή βραβεία, ενώ το αρχείο του φυλάσσεται στο Μουσείο Μπενάκη. Αντιπροσωπεύεται από το διεθνές πρακτορείο INSTITUTE Artist.
Ο φωτογράφος παράλληλα διατηρεί στενή συνεργασία με σημαντικούς εκπαιδευτικούς και ερευνητικούς φορείς όπως το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών μέσω της αναπληρώτριας καθηγήτριας Κοινωνικής Λαογραφίας, Βασιλικής Χρυσανθοπούλου, και με το Ερευνητικό Κέντρο Ελληνικού Τραγουδήματος μέσω της διευθύντριας Ερευνών, Παρασκευής Κανελλάτου. Μία από τις σημαντικές συνεργασίες του με τις συγκεκριμένες ερευνήτριες είναι και η συμμετοχή του με δικό του φωτογραφικό-εθνογραφικό υλικό στον φάκελο «Καρπάθικο Γλέντι», στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, εγγεγραμμένο στο Εθνικό Ευρετήριο της Ελλάδας (Υπουργείο Πολιτισμού & Αθλητισμού, Διεύθυνση Νεότερης Πολιτιστικής Κληρονομιάς, Τμήμα Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς και Διαπολιτισμικών Θεμάτων) το έτος 2019.
Έχει κυκλοφορήσει δύο βιβλία, το «Throw away your camera & become a photographer», ένα δοκίμιο για την τέχνη της φωτογραφίας, το οποίο έχει αποσπάσει άριστες κριτικές, συμπεριλαμβανομένης κριτικής πέντε αστέρων από το Readers’ favorite, και το «OLYMPOS: From Karpathos island to Byzantium», ένα φωτογραφικό λεύκωμα για την παράδοση της Ολύμπου Καρπάθου στον κύκλο του χρόνου και στον κύκλο της ζωής.
Λίγα λόγια για τη «Φόνισσα»
Τα γυρίσματα για την κινηματογραφική μεταφορά της Φόνισσας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, σε σκηνοθεσία της Εύας Νάθενα και σενάριο της Κατερίνας Μπέη, ξεκίνησαν στην Αθήνα αλλά και στα επιβλητικά τοπία της Λακωνικής Μάνης, της Κρήτης και της Σκιάθου, της ιδιαίτερης πατρίδας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.
Σε ένα δυστοπικό νησί της Ελλάδας, γύρω στο 1900 η Χαδούλα, χήρα του Ιωάννου Φράγκου, είναι μια γυναίκα που έχει μάθει να επιβιώνει στην ανδροκρατούμενη πατριαρχική κοινωνία, υπηρετώντας αυτό που της πέρασε η μητέρα της – μια σκυτάλη δύσκολη, που διαιωνίζει την υποτίμηση και την κατώτερη μοίρα της γυναίκας.
Η Χαδούλα επαναστατεί μέσα της και αυτό δεν θα αργήσει να βγει και προς τα έξω. Θύματα του ξεσπάσματός της γίνονται τα μικρά κορίτσια του νησιού, τα οποία απαλλάσσει από το κοινωνικό και οικονομικό φορτίο που η ύπαρξή τους επιφέρει, αφαιρώντας τους τη ζωή.
Οι πράξεις της κάποια στιγμή τη φέρνουν αντιμέτωπη με τον νόμο. Εγκαταλείπει το σπίτι της και πάει στο καταφύγιό της, που είναι η φύση. Όμως, στη πραγματικότητα, όσο και αν η ηθική της τής υπαγορεύει πως καλώς έπραξε όσα έπραξε, το χρόνιο τραύμα της την ακολουθεί παντού. Το τέλος έρχεται σαν λύτρωση.
Τους πρωταγωνιστικούς ρόλους ενσαρκώνουν η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και η Μαρία Πρωτόπαππα. Το κεντρικό καστ συμπληρώνουν οι Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γεωργιάννα Νταλάρα, Χρήστος Στέργιογλου, Στάθης Σταμουλακάτος, Δημήτρης Ήμελλος, Χριστίνα Μαξούρη, Όλγα Δαμάνη, Αγορίτσα Οικονόμου, Μιχάλης Οικονόμου, Βερόνικα Δαβάκη, Νίκη Παπανδρέου, Μάνια Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά, Γιάννης Τσορτέκης και Γαλήνη Χατζηπασχάλη.
Η σκηνοθεσία και η εικαστική επιμέλεια της ταινίας (σκηνικά, κοστούμια) είναι της Εύας Νάθενα.
Η ταινία βγαίνει στις αίθουσες στις 30 Νοεμβρίου 2023.