ΦΛΟΡΙΑΝ ΧΕΡΣΤ ΕΙΝΑΙ το όνομά του κεντρικού ήρωα στο μυθιστόρημα του Λάσλο Κρασναχορκάι (γεν.1954) Herscht 07769 που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά, σε ζωντανή και μεγάλης αμεσότητας μετάφραση από τα ουγγρικά της Μανουέλας Μπέρκι. Ο Φλόριαν έρχεται από το πουθενά. Ήταν ένα παιδί που έζησε σε αναμορφωτήριο, χωρίς οικογένεια, χωρίς DNA, χωρίς ταυτότητα. Μεγαλώνοντας, μεταμορφώνεται σ’ έναν γιγαντόσωμο άνδρα με τεράστια σωματική δύναμη, αλλά αφελή, αθώο, σαν ένα παιδί, και με ανύπαρκτη ικανότητα επικοινωνίας με το περιβάλλον του.
Έχοντας χαμηλή μόρφωση, τον παίρνει υπό την προστασία του ο Μπόσης (Bossz), ιδιοκτήτης εταιρείας καθαρισμού τοίχων από γκραφίτι στην πόλη Κάνα της Θουριγγίας. Ο Φλόριαν γίνεται τοιχοκαθαριστής στην Κάνα, εγκαθίσταται σε σπίτι που του βρίσκει ο Μπόσης σε μια παρατημένη πολυκατοικία σοσιαλιστικού τύπου, το Χόχχαους, ζει με τα λίγα χρήματα που του δίνει ο Μπόσης, νιώθει καλά με την προστασία του Μπόση, αγαπάει τον Μπόση, θεωρώντας τον καλό άνθρωπο, και δεν έχει καμιά διάθεση να τον αμφισβητήσει, ακόμη και όταν όλη η Κάνα αρχίζει να φοβάται τον Μπόση, να τον θεωρεί παλιάνθρωπο, μπορεί και εγκληματία.
Ο Λάσλο Κρασναχορκάι έχει γράψει ένα μυθιστόρημα 419 σελίδων όπου η παντελής απουσία της τελείας δημιουργεί το αίσθημα της καταβύθισης στην αφήγηση και στην πλοκή. Είναι μια αφήγηση που ξεκινάει με χαμηλές ταχύτητες, αλλά συνεχίζει με διαρκή επιτάχυνση και αποκορύφωμα τις καταιγιστικές τελευταίες εκατό σελίδες.
Η κοινωνία της πόλης δεν έχει άδικο. Ο Μπόσης είναι ο αρχηγός μιας συμμορίας νεοναζί στην Κάνα, που κρύβεται πίσω από τη λατρεία του για τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Μάλιστα η συμμορία του Μπόση, ο «τρομοσύλλογος», καλύπτεται πίσω από την ερασιτεχνική ορχήστρα Συμφωνικοί της Κάνα, όπου ο ίδιος ο Μπόσης παίζει ντραμς, μια ορχήστρα που δεν θα μπορέσει ποτέ να εκτελέσει σωστά την παραμικρή μουσική φράση του Μπαχ.
Ο Μπόσης και η συμμορία του θεωρούν ότι η πόλη τους, ολόκληρη η Θουριγγία αλλά και η χώρα κατοικείται από σκουπίδια, από δειλούς και συμβιβασμένους που έχουν ξεχάσει τη γερμανική ιδέα και τις εθνικές αρχές, μέσα στις οποίες βάζουν και τον Μπαχ. Και περιμένουν τη μέρα που θα δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα της μάχης για το Τέταρτο Ράιχ, έχοντας έτοιμο το οπλοστάσιό τους και πίνοντας μπίρες από τις 409 διαφορετικές που έχει η Θουριγγία – μπίρες και Μπαχ.
Η Κάνα είναι μια επινοημένη πόλη που ο Κρασναχορκάι τοποθετεί σχεδόν δίπλα στο Άιζεναχ, την πόλη όπου γεννήθηκε ο Μπαχ, και όπου η μνήμη του συνθέτη επιβιώνει στο σπίτι όπου γεννήθηκε, το Μπάχχαους, αλλά και σε εκκλησίες και άλλα κτίσματα της περιοχής. Είναι μια πόλη σε οικονομική κρίση, τυλιγμένη στη μελαγχολία που έχουν ακόμη οι πρώην επαρχίες της κομμουνιστικής Ανατολικής Γερμανίας. Το εργοστάσιο της πορσελάνης έχει παρακμάσει, οι ξένοι εργάτες, κυρίως Βιετναμέζοι, έχουν φύγει και η πόλη βυθίζεται στην αβεβαιότητα αλλά και στον φόβο που προκαλείται από ανεξήγητα επεισόδια, κυρίως βίας.
Ένα απ’ αυτά είναι τα γκραφίτι που εμφανίζονται τακτικά στους τοίχους του Μπάχχαους και άλλων μνημείων που συνδέονται με τον Μπαχ. Είναι πάντα ένα μυστηριώδες γκραφίτι που αποτελείται από τη λέξη Wir (εμείς) κι ένα κεφάλι λύκου. Η εταιρεία του Μπόση καλείται πάντα να σβήσει τα γκραφίτι και ο ίδιος ορκίζεται ότι θα βρει τους βάνδαλους που βεβηλώνουν τα μνημεία του αγαπημένου του Μπαχ, μολονότι στην Κάνα κάποιοι πιστεύουν ότι τα γκραφίτι γίνονται από τα μέλη της συμμορίας του.
Ο Φλόριαν, ως τοιχοκαθαριστής, συμμετέχει στις επιχειρήσεις καθαρισμού των μνημείων, αλλά κατά τα άλλα η ζωή του κυλάει σαν όλα τα πράγματα να είναι αδιατάρακτα, σχεδόν αιώνια. «Η ζωή στα μάτια του Φλόριαν δεν άλλαζε ποτέ, όλα εκτυλίσσονταν πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, τα πρωινά, τα βράδια, οι εποχές του έτους (…) δεν θα καταλάβαινε αν κάποια μέρα ξυπνούσε και δεν υπήρχε το Χόχχαους, και δεν υπήρχε ο Μπόσης, και δεν υπήρχε η Κάνα, ή δεν υπήρχε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας». Η μόνη ρωγμή σ’ αυτήν τη ρουτίνα του Φλόριαν δημιουργείται μία φορά την εβδομάδα όταν παρακολουθεί τις διαλέξεις ενός φυσικού και μετεωρολόγου της Κάνα με θέμα το μπιγκ μπανγκ, τα στοιχειώδη σωματίδια, την καταστροφή του σύμπαντος.
Τόσο πολύ επηρεάζεται από τις διαλέξεις αυτές που ο αλαφροΐσκιωτος Φλόριαν αισθάνεται την ανάγκη να προειδοποιήσει τις Αρχές της Γερμανίας για την καταστροφή που έρχεται. Και οι Αρχές της Γερμανίας έχουν ένα και μοναδικό όνομα: Άνγκελα Μέρκελ, καγκελάριος. Ο Φλόριαν αρχίζει να στέλνει γράμματα προς την καγκελάριο, υπογράφοντας ως Herscht 07760, την προειδοποιεί για την απειλή, της ζητάει να συγκληθεί το Συμβούλιο Ασφαλείας και της προτείνει να συναντηθούν. Η Μέρκελ δεν του απαντάει κι αυτός αποφασίζει να πάει ο ίδιος στο Βερολίνο, μια μέρα που το Ράιχσταγκ είναι ανοικτό για το κοινό. Αλλά κι εκεί δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συναντήσει την καγκελάριο. Δεν χάνει όμως το κουράγιο. Της γράφει συνεχώς. Την καλεί μάλιστα και στην Κάνα, λέγοντάς της ότι όταν αποφασίσει να έρθει, ο ίδιος θα την περιμένει στο σιδηροδρομικό σταθμό.
Οι γυναίκες και η σεξουαλικότητα, ακόμη και ως θέμα συζήτησης, φέρνουν πάντοτε σε δύσκολη θέση τον Φλόριαν, τον κάνουν να κοκκινίζει, ίσως γιατί στο μυαλό του η σεξουαλικότητα είναι υποδούλωση στη φύση. Ο ίδιος θέλει να ζει στη ρουτίνα του. Δίπλα στα γράμματα που γράφει και απευθύνει στη Μέρκελ έχει βάλει τώρα και τον Μπαχ. Ακούει καντάτες που τις βρίσκει στο διαδίκτυο και παραδίδεται στον ήχο τους. Δεν θέλει να τις αποκωδικοποιήσει, όπως του λέει ο Μπόσης, δεν θέλει να βρει κρυμμένα μηνύματα.
Καθώς το μυθιστόρημα προχωράει, παρακολουθούμε την αργή μεταμόρφωση του Φλόριαν. Δεν είναι μόνο ο Μπαχ αλλά και η σταδιακή εξοικείωσή του με την τεχνολογία και οι σχέσεις του με την κοινωνία της Κάνα. Ο Φλόριαν θα ξυπνήσει, όμως, εντελώς μετά την ανατίναξη ενός βενζινάδικου, όπου καίγονται ζωντανοί το ζευγάρι των ιδιοκτητών. Σε ένα κινητό τηλέφωνο Νokia που του είχε δώσει ο Μπόσης, ο Φλόριαν ανακαλύπτει ποιοι είναι οι δράστες αυτού του εγκλήματος. Είναι σαν μια στιγμή αποκάλυψης, η δική του αποκαλυπτική στιγμή για την οποία γράφει στα ατέλειωτά γράμματά του προς τη Μέρκελ.
Βρίσκει την ταυτότητά του και νόημα στη ζωή του: να τιμωρήσει τους νεοναζί και τους φασίστες και να βροντοφωνάξει ότι από την τέχνη του Μπαχ απουσιάζει το ΚΑΚΟ. Στις τελευταίες εκατό σελίδες του μυθιστορήματος η μεταμόρφωση του Φλόριαν αγγίζει τα όρια του αποτρόπαιου. Κι όσο πιο πολύ ο ήρωας βυθίζεται στο αποτρόπαιο και γίνεται εξολοθρευτής άγγελος (δεν είναι spoiler), τόσο πιο πολύ τον αγαπάμε, τόσο πιο πολύ τον βλέπουμε σαν Γιάννη Αγιάννη, σαν τους μεγάλους και συναρπαστικούς ήρωες των κλασικών μυθιστορημάτων. Με τον Φλόριαν, όπως και με τον Γιάννη Αγιάννη, καταπολεμάμε τον φόβο, που είναι πιο ισχυρός από την πραγματικότητα, ακόμη και από την πιο δύσκολη πραγματικότητα.
Ο Λάσλο Κρασναχορκάι έχει γράψει ένα μυθιστόρημα 419 σελίδων όπου η παντελής απουσία της τελείας δημιουργεί το αίσθημα της καταβύθισης στην αφήγηση και στην πλοκή. Είναι μια αφήγηση που ξεκινάει με χαμηλές ταχύτητες, αλλά συνεχίζει με διαρκή επιτάχυνση και αποκορύφωμα τις καταιγιστικές τελευταίες εκατό σελίδες, με τις διαρκείς ανατροπές (ναι, η Μέρκελ αποφασίζει να επισκεφτεί την Κάνα) που οδηγούν σε ένα μελαγχολικό, αλλά στην ουσία θριαμβικό τέλος. Από τα πιο συναρπαστικά σύγχρονα μυθιστορήματα που έχω διαβάσει. Ένα μυθιστόρημα που γίνεται συναρπαστικότερο από το λεπτό χιούμορ και την ειρωνεία του συγγραφέα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.