Aν και το πρόγραμμα του 64ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στα χαρτιά δεν φαινόταν εξίσου δυνατό με το περσινό, στην πράξη σημειώθηκαν περισσότερα sold-out, αυξήθηκε ο αριθμός της σινεφιλικής… μετανάστευσης αλλά και η συχνότητα σχολιασμού και αναρτήσεων στα social media. Και φέτος είδαμε αρκετές ταινίες, η ελληνική σοδειά ήταν, σε γενικές γραμμές, ποιοτική, ενώ από το συνολικό πρόγραμμα υπήρξαν και 2-3 ανακαλύψεις που «φωνάζουν» για διανομή. Για τις ανάγκες του παρόντος, θα εστιάσουμε σε ταινίες που έχουν ήδη διανομή και θα κυκλοφορήσουν το επόμενο διάστημα.
Ξεχωρίσαμε, λοιπόν, έξι ταινίες που πιστεύουμε ότι αξίζει να παρακολουθήσετε στη μεγάλη οθόνη μέσα στις επόμενες εβδομάδες. Έξι ταινίες που ενισχύουν τον χειμερινό προγραμματισμό των εταιρειών διανομής και έρχονται για να επαληθεύσουν ότι διανύουμε μια εξαιρετική περίοδο για τον κινηματογράφο – πιθανότατα τα «διαλείμματα» της καραντίνας ωφέλησαν τους δημιουργούς, μα αυτό είναι μια άλλη, μεγάλη συζήτηση.
Ιδού, λοιπόν, έξι ταινίες που θα κάνουν τις κινηματογραφικές μας βραδιές ακόμα καλύτερες.
Το τέρας
(Monster)
Eίναι πολύ «μαύρο» έργο το «Monster» από τα πρώτα του λεπτά και δεν δείχνει να μαλακώνει όσο περνά η ώρα. Ξέρεις όμως ότι ο Κόρε Έντα είναι ο μεγαλύτερος των ανθρωπιστών από τους συγχρόνους του, και ότι για κάποιον λόγο γίνεται δυσάρεστος, ότι έχει κάτι στο μυαλό του για να επιστρατεύει μια ασυνήθιστα σύνθετη αφήγηση. Όταν αρχίζουν να «φωτίζονται» οι προθέσεις του, αντιλαμβάνεσαι ότι τόση ώρα έβλεπες ακόμα μια ανθρωπιστική ταινία που πασχίζει (και καταφέρνει) να σε πείσει ότι τα τέρατα μένουν τέτοια μέχρι να φορέσεις τα παπούτσια τους. Γνωρίζοντας, δε, ότι οι νότες που ακούς αποτελούν το κινηματογραφικό κύκνειο άσμα του Ριουίτσι Σακαμότο, η εμπειρία μετατρέπεται σε ελεγεία, σε μια ταινία που, πιθανότατα, δεν θα αφήσει μάτι στεγνό. (Από 16 Νοεμβρίου)
Κόκκινος Ουρανός
(Afire)
Συνεχίζοντας αυτόν τον ιδιότυπο μαγικό ρεαλισμό που δεν… φαίνεται, τον οποίο εισήγαγε με την αλαφροΐσκιωτη «Undine» (2020), ο Κρίστιαν Πέτζολντ, ίσως ο πιο σταθερά φορμαρισμένος Γερμανός δημιουργός των καιρών μας, πειράζει τη συνταγή της ρομερικής θερινής ταινίας –εκ του Ερίκ Ρομέρ–, τοποθετώντας στο επίκεντρο της ιστορίας έναν ήρωα πεισματικά απρόθυμο να εκπληρώσει το καλοκαιρινό ιδανικό, τον ύψιστο στόχο του ρομερικού ήρωα δηλαδή. Κι επειδή ο ήρωας είναι και συγγραφέας, ταυτόχρονα ο Πέτζολντ υφαίνει ακόμα μια πραγματεία για τη σχέση βιώματος και τέχνης, σε μια ταινία που μπορεί να μη σε γεμίσει με ενθουσιασμό μόλις πέσουν οι τίτλοι τέλους, ωστόσο θα στριφογυρίζει στο κεφάλι σου τις μέρες που θα ακολουθήσουν. Θα σφηνωθεί εκεί, σαν το «In my Mind» των Wallners – όλο και πετυχαίναμε κάποιον να το σιγοτραγουδά στους δρόμους του Βερολίνου τον Φλεβάρη, όπου πρωτοείδαμε το φιλμ, και ευθύς τον αναγνωρίζαμε ως «έναν από εμάς». (Από 23 Νοεμβρίου)
Πεσμένα Φύλλα
(Fallen Leaves)
Τον έχουμε δεδομένο τον Άκι Καουρισμάκι, συνήθως τον μνημονεύουμε μόνο όταν κυκλοφορεί νέο έργο του. Κι όμως, λίγες και μετρημένες είναι οι ιδιοσυγκρασιακές κινηματογραφικές φωνές, οι δημιουργοί με τέτοιο φιλμικό «ιδίωμα» ώστε να αρκεί (το πολύ) ένα λεπτό τυχαίας παρακολούθησης στην τηλεόραση για να το αναγνωρίσεις άμεσα. Ο Καουρισμάκι ανήκει σ’ αυτούς και μάλλον είναι από τους επιφανέστερους. Με το ενίοτε θανατηφόρο deadpan χιούμορ, το γοητευτικό στυλιζάρισμα αλά Χόπερ, την πάντα φιλεργατική διάθεση, την αλίευση μουσικών θησαυρών. To «Fallen Leaves» είναι η μικρή ερωτική ιστορία του και διαθέτει όλα τα προαναφερθέντα, καθώς και μια σινεφιλική «συνάντηση κορυφής», την οποία δεν θα θέλαμε να σποϊλάρουμε. Ίσως το καλύτερο κινηματογραφικό δώρο που μπορείτε να κάνετε στον εαυτό σας, καθώς θα πλησιάζουμε στην περίοδο των γιορτών. (Από 30 Νοεμβρίου)
Φόνισσα
Κάθε φόβος μεταγραφής της «τηλεόρασης εποχής» στη μεγάλη οθόνη μπορεί να παραμεριστεί: η «Φόνισσα» της Εύας Νάθενα είναι μια δωρική, σχεδόν ασκητική και πολύ κινηματογραφική διασκευή Παπαδιαμάντη, η οποία συχνά παραπέμπει σε κεντροευρωπαϊκό arthouse και πετυχαίνει, μέσω μιας υπερβατικής αφήγησης, να δώσει στην ιστορία (δι)αχρονικές αλλά και φαντασματικές διαστάσεις. Συγκλονιστική η Καριοφυλλιά Καραμπέτη, αλλά όχι με τον τρόπο που φαντάζεσαι – είναι σχεδόν τρομακτική η ταχύτητα με την οποία κατέκτησε το δύσβατο όρος της κινηματογραφικής υποκριτικής. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά, σαν το θέμα της ταινίας, και η mise-en-scene «αυστηρή», σε μια πετυχημένη προσπάθεια να αποδοθεί κινηματογραφικά η γλώσσα του Παπαδιαμάντη. (Από 30 Νοεμβρίου)
Οι χωρικοί
(The Peasants)
Η δημιουργική ομάδα του «Loving Vincent» (2016) πιάνει στα χέρια της μια μεγάλη δόξα της πολωνικής λογοτεχνίας, αναθέτει σε χιλιάδες καλλιτέχνες να ζωγραφίσουν ξανά σκηνές που γυρίστηκαν live με ηθοποιούς και γεννά ακόμα έναν εικαστικό θρίαμβο, συναισθηματικά και κοινωνικά φορτισμένο, με ένα εθιστικό μουσικό θέμα ερχόμενο σε διαφορετικές παραλλαγές στο score και σκηνές ανθολογίας: μια πυρετική σκηνή χορού, όπου νιώθεις ότι η λαχτάρα θα κάνει τις μπογιές να λιώσουν και να στάξουν έξω από την οθόνη, κι ένας λυρικός και σημειολογικά καίριος θάνατος, όπου η γη «καταπίνει» εκείνον που φανταζόταν πώς την όριζε και ότι όριζε, μέσω αυτής, και τις ζωές των άλλων. (Από 4 Ιανουαρίου)
Τα παιδιά του χειμώνα
(The Holdovers)
Τη συνταγή του crowdpleaser λίγοι την εκτελούν όπως ο Αλεξάντερ Πέιν. Εδώ μας μεταφέρει στο κατώφλι των ‘70s, σε ένα ιδιωτικό λύκειο, κλειστό για τις γιορτές, όπου τρεις απόμακρες ψυχές θα ανακαλύψουν τις ιαματικές ιδιότητες της εγγύτητας και της εξομολόγησης. Το «Holdovers» είναι ικανό να αποτελέσει εναλλακτική, ετησίως επαναλαμβανόμενη χριστουγεννιάτικη προβολή, έτσι όπως συλλαμβάνει το πνεύμα των γιορτών. Κι αν σας απασχολεί η κυκλοφορία του σε μεταγενέστερο χρόνο, ουδείς λόγος ανησυχίας, άλλωστε είναι πιθανότερο ο καιρός τότε να είναι περισσότερο… χριστουγεννιάτικος σε σχέση με τα Χριστούγεννα. Σε μια σεζόν με δυνατούς παίκτες, αλλά χωρίς ξεκάθαρο φαβορί, μην απορήσετε αν τελικά το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας καταλήξει εδώ. (Από 25 Ιανουαρίου)