ΔΕΝ ΧΩΡΑ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑ, ζούμε σε μια εποχή όπου η κρίση της ψυχικής υγείας περνάει σε ένα ανησυχητικό καθεστώς μονιμότητας. Όσοι εμφανίζονταν αισιόδοξοι πως οι φανερά επιδεινωμένοι δείκτες της ψυχικής υγείας που παρατηρήθηκαν στο ξέσπασμα τις πανδημίας ήταν προσωρινοί, διαψεύδονται καθημερινά.
Είτε επειδή οι συσσωρευμένες προκλήσεις που δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού επιμένουν και εκτονώνονται, είτε πιθανόν επειδή η κοινωνία βγήκε από την πανδημία πιο ενήμερη και συνειδητοποιημένη για την ψυχική της υγεία από ποτέ άλλοτε, όλα δείχνουν πως οι αναφορές άγχους, κατάθλιψης και θυμού βρίσκονται σε πρωτοφανή ύψη. Το ίδιο συμβαίνει και με τις απαιτήσεις των εργαζομένων για τους χώρους όπου εργάζονται.
Το αποδεικνύουν περίτρανα τα στοιχεία που συλλέγονται και στη χώρα μας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη φετινή έρευνα της ΕΥ Ελλάδος, της Hellas EAP και του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ. Δύο χρόνια μετά την πρώτη μελέτη που διεξήχθη τον Μάιο του 2021, και μάλιστα την περίοδο που στην Ελλάδα ολοκληρωνόταν το δεύτερο και καθολικό lockdown, η νέα καταγραφή για το 2023 διαπιστώνει πως τα υψηλά επίπεδα κατάθλιψης, άγχους, θυμού αλλά και σωματοποίησης–που τότε είχαν αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην πανδημία και στα περιοριστικά μέτρα– όχι μόνο δεν υποχωρούν, αντιθέτως εντείνονται.
Δύο χρόνια μετά την πρώτη μελέτη που διεξηχθη τον Μάιο του 2021, και μάλιστα την περίοδο που στην Ελλάδα ολοκληρωνόταν το δεύτερο και καθολικό lockdown, η νέα καταγραφή για το 2023 διαπιστώνει πως τα υψηλά επίπεδα κατάθλιψης, άγχους, θυμού αλλά και σωματοποίησης –που τότε είχαν αποδοθεί σε μεγάλο βαθμό στην πανδημία και στα περιοριστικά μέτρα– όχι μόνο δεν υποχωρούν, αντιθέτως εντείνονται.
Στην κορυφή της πυραμίδας των προκλήσεων για την ψυχική υγεία και την εργασία βρίσκεται το άγχος, καθώς τρεις στους τέσσερις (75% από 68% το 2021) αισθάνονται στρες, νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, 44% (από 40%) βρίσκονται σε υπερένταση, 16% (από 14%) βιώνουν έντονη και συνεχή ανησυχία, και 10% (από 8%) βιώνουν κρίσεις πανικού. Ένα εντυπωσιακό 64% του ελληνικού εργατικού δυναμικού αισθάνεται πως το στρες που απορρέει από τη δουλειά επηρεάζει την προσωπική ζωή, ποσοστό που αρκεί για να αποδείξει πόσο άρρηκτα συνδεδεμένη είναι η εργασία με την κατάσταση της ψυχικής υγείας σήμερα.
Ακολουθεί, και αυξάνεται με αντίστοιχα τρομακτικούς ρυθμούς, η κατάθλιψη. Τέσσερις στους δέκα Έλληνες εργαζόμενους αισθάνονται μελαγχολία και απαισιοδοξία για το μέλλον και δύο στους δέκα βιώνουν αισθήματα αναξιότητας, ενώ συνολικά δύο στους δέκα αναφέρουν πως έχουν σωματοποιήσει το άγχος, με το φαινόμενο να καταγράφεται πιο έντονα στις γυναίκες και τους νέους. Ελαφρώς αυξημένες επιστρέφουν και οι εκδηλώσεις θυμού, καθώς τα τρία τέταρτα των εργαζομένων αναφέρουν πως αισθάνονται εκνευρισμό, ενώ, όπως και πριν δύο χρόνια, τρεις στους δέκα έχουν ξεσπάσματα θυμού που δεν μπορούν να ελέγξουν.
Ψυχολογική υποστήριξη στο γραφείο, δράσεις ευεξίας και ευελιξίας
Με την κατάσταση της ψυχικής υγείας να χτυπάει πλέον καμπανάκι, και με τους δείκτες να δείχνουν πόσο σημαντικό ρόλο παίζει η εργασία στην εξίσωση, τα βλέμματα όλων στρέφονται προς τις επιχειρήσεις. Οι απαιτήσεις για τους χώρους εργασίας ανεβαίνουν, με τις παγκόσμιες έρευνες να συγκλίνουν σε ένα ποσοστό της τάξεως του 77% των εργαζομένων που θεωρεί πως οι επιχειρήσεις έχουν την ευθύνη να υποστηρίζουν την ψυχική υγεία των ανθρώπων τους στο γραφείο.
Το ενθαρρυντικό είναι πως από μια εποχή στην οποία το ζήτημα ήταν ταμπού, στην οποία και μόνο η αναφορά στην ψυχική υγεία ήταν αρκετή για να προκαλέσει σιωπή και αμηχανία στο γραφείο, έχουμε περάσει σε μια άλλη, αρκετά πιο υποσχόμενη. Ολοένα και περισσότερες εταιρείες φαίνονται έτοιμες να αντιμετωπίσουν κατά μέτωπο την πρόκληση της φροντίδας της ψυχικής ευημερίας των εργαζομένων τους. Και για πρώτη φορά, μια σειρά από μεγάλες εταιρείες –από την Google μέχρι την JPMorgan, και από την Delta Airlines μέχρι την AT&T– κάνουν το τολμηρό βήμα να ενσωματώσουν υπηρεσίες ψυχολογικής υποστήριξης στα γραφεία τους.
Δεν μιλάμε για μια εύκολη πρακτική, τόσο για τις εταιρείες όσο και για τους εργαζομένους. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ύπαρξή της είναι η διαφύλαξη του απορρήτου των συνομιλιών με τον εκάστοτε ψυχολόγο, γι’ αυτό και στις περισσότερες περιπτώσεις οι ψυχολόγοι είναι εξωτερικοί συνεργάτες των εταιρειών με συμβόλαια που διαφυλάσσουν πως η εταιρείες δεν έχουν την παραμικρή πρόσβαση στα αρχεία τους. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να έχει προηγηθεί η οικοδόμηση μιας κουλτούρας κατάρριψης του στίγματος στο γραφείο, ώστε αφεντικά και συνάδελφοι να μην αντιμετωπίζουν έναν εργαζόμενο διαφορετικά όταν τον βλέπουν να περνάει την πόρτα της ψυχολογικής υποστήριξης στο γραφείο.
Ωστόσο, σταδιακά η καινοτόμα πρακτική του ψυχολόγου φαίνεται πως αποδίδει καρπούς. Σε πρόσφατο άρθρο του περιοδικού «Fortune», η ψυχολόγος της AT&T δήλωσε πως έπειτα από το χλιαρό ξεκίνημα με πολλούς δισταγμούς για το απόρρητο των συνομιλιών, πλέον δέχεται περίπου χίλιες επισκέψεις τον μήνα στο γραφείο της, από εργαζομένους που αναζητούν βοήθεια με τη διαχείριση του στρες και της κατάθλιψης. Η αεροπορική εταιρεία Delta, από την άλλη, επέκτεινε πρόσφατα τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας που προσφέρει στους εργαζομένους της, προσλαμβάνοντας περισσότερους επαγγελματίες ψυχικής υγείας, και πλέον καθένα από τα εννέα κεντρικά γραφεία της διαθέτει και τον ψυχολόγο του.
Η Ελεάννα εργάζεται εδώ και τέσσερα χρόνια σε μια συμβουλευτική εταιρεία, και δουλεύει κυρίως μεταξύ Λονδίνου, Μιλάνου και Αθήνας, «σε ένα πηγαινέλα με αρκετό άγχος, χωρίς σταματημό», όπως λέει στη LiFO. Τον δεύτερο χρόνο της στη δουλειά, ήταν από τις πρώτες εργαζόμενες που αποφάσισε, χωρίς δεύτερες σκέψεις, να χρησιμοποιήσει τα sessions ψυχολογικής υποστήριξης που ξεκίνησε να προσφέρει το γραφείο της, με αφορμή τον μήνα ευαισθητοποίησης για την ψυχική υγεία που εορταζόταν τότε.
«Το πρώτο πτυχίο μου είναι στην Ψυχολογία και πάντοτε με ενδιέφερε να σπάσω με τον τρόπο μου τα ταμπού γύρω από την ψυχική υγεία, οπότε πήγα κάπως για να δώσω το παράδειγμα» αναφέρει γελώντας. «Τελικά, όμως, εξεπλάγην από το πόσο οι συνεδρίες με βοήθησαν να διαχειριστώ το στρες που δεν είχα καν συνειδητοποιήσει πως κουβαλούσα. Είχαν άμεσες συνέπειες στον τρόπο που νιώθω όταν δουλεύω» συμπληρώνει, προσθέτοντας πως μέχρι και σήμερα συνεχίζει να κάνει επισκέψεις περίπου μια φορά τον μήνα. «Έπειτα, δεν σου κρύβω πως είναι και τρομερά βολικό να έχεις τον ψυχολόγο σου στο κτίριο του γραφείου, ειδικά σε μια πόλη σαν το Λονδίνο όπου οι αποστάσεις είναι κουραστικές. Και είναι τρομερά απελευθερωτικό όλο αυτό να γίνεται μπροστά στους συναδέλφους σου, να κανονικοποιείται, όπως θα έπρεπε πραγματικά να ισχύει παντού».
Η Νταμίλα, από την άλλη, εργάζεται εδώ και δέκα χρόνια σε έναν οργανισμό υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων που στεγάζεται στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης, και η δουλειά της είναι από τη φύση της τρομερά ψυχοφθόρα. «Ουσιαστικά κάθε μέρα, όλη μέρα, παρακολουθώ ασταμάτητα βίντεο που καταγράφουν καταπατήσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε διάφορα μέρη του πλανήτη για να τα επικυρώσω και να τα επιβεβαιώσω. Μιλάμε για αμέτρητες σκηνές βίας που σοκάρουν, και που αναπόφευκτα προκαλούν το λεγόμενο “vicarious trauma”», αναφέρει στη LiFO. «Δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη δουλειά μου χωρίς την ψυχολογική υποστήριξη που μου προσφέρει από την πρώτη μέρα μέσω της δυνατότητας εβδομαδιαίων ψηφιακών συνεδριών», συμπληρώνει. «Είναι σχεδόν απαραίτητη για να συνεχίσω να κάνω αυτό που αγαπώ».
Από την άλλη, η ερευνήτρια ανθρωπίνων δικαιωμάτων δεν θεωρεί πως η πρακτική αυτή πρέπει να περιορίζεται μονάχα στον δύσκολο και εξειδικευμένο τομέα της. «Μερικοί από τους φίλους μου που δουλεύουν στον τραπεζικό τομέα είναι εδώ και χρόνια στα όρια του burnout, και μου κάνει εντύπωση πως ο ιδιωτικός τομέας δεν έχει ήδη υιοθετήσει μαζικά την ένταξη ψυχολόγων στο γραφείο, ειδικά τη στιγμή που καταφέρνει να το κάνει ο χώρος των ΜΚΟ», προσθέτει. «Τα οφέλη είναι κάπως προφανή για όλους: περισσότερη ευημερία, περισσότερη παραγωγικότητα, καλύτερη ισορροπία».
Η ισορροπία είναι το κλειδί μιας σειράς δράσεων που υιοθετούν πλέον όλο και περισσότερες εταιρείες, πέρα από την εκκολαπτόμενη πρακτική της άμεσης ενσωμάτωσης υπηρεσιών ψυχικής υγείας, όπως για παράδειγμα προγράμματα ευεξίας και άσκησης στο πλαίσιο της δουλειάς ή ευελιξία και υβριδικότητα στο μοντέλο εργασίας. Ο Δημήτρης, ο οποίος δουλεύει σε μια μεγάλη αλυσίδα σούπερ-μαρκετ που προσφέρει εβδομαδιαίες ευκαιρίες για αθλητισμό και υβριδική εργασία στους εργαζομένους, θεωρεί πως τον έχουν ωφελήσει άμεσα, εντός αλλά και εκτός γραφείου. «Σαφώς περνάω καλύτερα στη δουλειά, την έχω φέρει κάπως πιο κοντά στα μέτρα μου», αναφέρει.
«Ταυτόχρονα όμως νιώθω πως έχει μειωθεί συνολικότερα το άγχος μου, κυρίως γιατί έχει βελτιωθεί η διαχείριση του χρόνου μου αλλά και η επικοινωνία με τους συναδέλφους και τους managers μου. Όλοι μας μιλάμε πια κάπως πιο ανοιχτά, ειδικά όταν μόλις πριν λίγες ώρες ήμασταν ο ένας απέναντι στον άλλον στο γήπεδο τένις».
Η εικόνα στην Ελλάδα ως προς τις αντιλήψεις των εργαζόμενων για την υποστήριξη που τους παρέχει η επιχείρηση όπου δουλεύουν στα ζητήματα ψυχικής υγείας αφήνει πολλά περιθώρια βελτίωσης.
Περίπου ένας στους πέντε Έλληνες πιστεύει ότι η εταιρεία που δουλεύει φροντίζει για την ψυχική υγεία και ευεξία των εργαζόμενων, και το 31% θεωρεί ότι προσφέρει στους εργαζόμενους προγράμματα και δράσεις υποστήριξης της ψυχικής υγείας και ευεξίας.
Ωστόσο, προτού η πρακτική των ψυχολόγων στο γραφείο υιοθετηθεί και στην Ελλάδα, η έστω παράλληλα με αυτή, πρέπει να ανοίξει ακόμα περισσότερο το επίπεδο των συζητήσεων για την ψυχική υγεία στο γραφείο, και ειδικά με τρόπο συμπεριληπτικό. Άλλωστε, μόνο το 19% των Ελλήνων εργαζόμενων στον ιδιωτικό, και μονάχα το 0,22% στον δημόσιο τομέα, δηλώνει ότι ο οργανισμός τους δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους εργαζόμενους να μιλούν ανοιχτά για θέματα ψυχικής υγείας.