ΟΤΑΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΤΟ τρίτο ωκεάνιο μυθιστόρημα της Ντόνα Ταρτ «Η καρδερίνα» (βραβείο Πούλιτζερ 2014) ορισμένοι Αμερικανοί κριτικοί το αντιμετώπισαν σαν ένα είδος Χάρι Πότερ για μεγάλους, αλλά οι περισσότεροι το εγκωμίασαν σαν μια σύγχρονη παραλλαγή των Μεγάλων Προσδοκιών και του Όλιβερ Τουίστ.
Κάποιοι χαρακτήρισαν την πρόζα της Ταρτ υπερβολικά εξεζητημένη κατά τόπους κι άλλοι την βρήκαν απλοϊκή, γεμάτη στερεότυπα. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως έτσι και ξεκινήσει να παρακολουθεί κανείς την περιπέτεια του ήρωά της Θίο Ντέκερ, δεν υπάρχει περίπτωση να μην αλυσοδεθεί μαζί του συναισθηματικά.
Με τίτλο δανεισμένο από τον μικροσκοπικό πίνακα του Ολλανδού Κάρελ Φαμπρίτσιους, ένα αριστούργημα φιλοτεχνημένο το 1654, την ίδια χρονιά που αυτός ο μαθητής του Ρέμπραντ και δάσκαλος του Βερμέερ έπεσε, στα 32 του μόλις, θύμα της καταστροφικής πυρκαγιάς που έπληξε το Ντελφτ, η «Καρδερίνα» είναι πολλά πράγματα ταυτόχρονα: συγκινητικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, καταιγιστικό θρίλερ γύρω από το διεθνές εμπόριο πλαστών αντικών και κλεμμένων έργων τέχνης, κοινωνική τοιχογραφία που αγκαλιάζει από την αριστοκρατία του Μανχάταν και τα στέκια των ναρκομανών του Βίλατζ ως το σύμπαν των τζογαδόρων της Δυτικής ακτής, χρονικό ενός μεγάλου ανεκπλήρωτου έρωτα, κριτική ανατομία του αμερικανικού ονείρου και μια εξερεύνηση, παράλληλα, του «αληθινού» νοήματος της ζωής.
Κινούμενος διαρκώς ανάμεσα στα άκρα, στο καλό και το κακό, την αλήθεια και το ψέμα, ο Θίο, τόσο στα δικά του όσο και στα δικά μας μάτια, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της εύθραυστης, επιφυλακτικής κι αιχμαλωτισμένης καρδερίνας του περιζήτητου πίνακα.
Αυτό θ’ αναζητά επί χρόνια ο πρωταγωνιστής του βιβλίου, ο οποίος, στα δεκατρία του, εξαιτίας μιας τρομοκρατικής επίθεσης στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης, χάνει τη μητέρα του, το πιο αγαπημένο του πρόσωπο και μοναδική του σταθερά. Ο μικρός, σαν από θαύμα, θα επιζήσει, αλλά θα βρεθεί από τη μια στιγμή στην άλλη ξεκρέμαστος στη μεγαλούπολη, κουβαλώντας παραμάσχαλα τον πίνακα του Φαμπρίτσιους που η ιστορικός τέχνης μαμά του δεν χόρταινε να θαυμάζει, καθώς τον έχει περιμαζέψει μέσα από τα χαλάσματα της έκρηξης, καθ’ υπόδειξιν ενός βαριά τραυματισμένου ηλικιωμένου κυρίου.
Ο τελευταίος, φημισμένος αντικέρ όπως αποδεικνύεται στη συνέχεια, λίγο πριν ξεψυχήσει είχε φροντίσει να δώσει στον Θίο και το δαχτυλίδι του, πάνω στο οποίο ήταν χαραγμένα δύο επώνυμα, η φίρμα της επιχείρησής του. Τα ίχνη του κοριτσιού που τον συνόδευε στο μουσείο εκείνη τη μοιραία ημέρα, τραβώντας σαν μαγνήτης το βλέμμα του Θίο, θα τ’ ανακαλύψουμε αργότερα. Στις σελίδες της «Καρδερίνας» δεν υπάρχει ούτε ένας περιττός χαρακτήρας. Όσα «καρφιά» τοποθετεί εξαρχής η Ταρτ στον «τοίχο» της αφήγησής της παραμένουν λειτουργικά.
Η αγωνία του δεκατριάχρονου αγοριού να μην πέσει στα χέρια της κοινωνικής πρόνοιας τελειώνει σύντομα, καθώς μπαίνει υπό την προσωρινή προστασία της οικογένειας ενός μεγαλοαστού συμμαθητή του στο ιδιωτικό σχολείο όπου, χάρη στην ευφυΐα του, σπούδαζε ο Θίο ως υπότροφος. Σύντομα, επίσης, ο μικρός θ’ αποκωδικοποιήσει την πληροφορία του δαχτυλιδιού και στο πρόσωπο ενός μερακλή επιδιορθωτή παλαιών επίπλων θα συναντήσει μια πατρική φιγούρα που θα τον μυήσει ακόμα βαθύτερα στον κόσμο της τέχνης και της ομορφιάς.
Κάποια στιγμή, εν τούτοις, θα εμφανιστεί στο προσκήνιο ο πραγματικός του πατέρας –ένας αποτυχημένος ηθοποιός, εξαρτημένος από ουσίες και με τάσεις μεγαλομανίας– που θα τον πάρει κοντά του στο Λος Άντζελες, εποφθαλμιώντας την περιουσία που αναλογεί στο παιδί όταν ενηλικιωθεί. Ο μοναδικός φίλος που θ’ αποκτήσει εκεί ο Θίο θα 'ναι ένα αλλόκοτο αγόρι ρωσικής καταγωγής, πολύγλωσσο, πανέξυπνο, ριψοκίνδυνο, παραμελημένο, χωρίς ηθικά ερείσματα, επιρρεπές στα ψυχεδελικά ταξίδια – ό,τι θα λογαριάζαμε ως κακή επιρροή.
Κι ενώ τα δυο τους βαυκαλίζονται πως θα μείνουν για πάντα ενωμένα στις κοπάνες, τις τρέλες και την αποχαύνωση από τα οπιούχα και το πιοτό, ακόμη μία απρόσμενη εξέλιξη φέρνει τον Θίο, πεντάρφανο πλέον, ξανά στη Νέα Υόρκη, όπου θ’ αναζητήσει και πάλι καταφύγιο στη γνωστή αντικερί.
Κρύβοντας την Καρδερίνα πότε σε μαξιλάρι πίσω από το προσκέφαλό του, πότε ασφαλισμένη σε θυρίδα κάτω από αλλεπάλληλες στρώσεις χαρτιού, ο Θίο Ντέκερ θ’ αργήσει να συνειδητοποιήσει τις συνέπειες –ποινικές πάνω απ’ όλα– που έχει η πράξη του.
Μεγαλώνοντας, θα διοχετεύσει την ενέργεια και το μυαλό του σ’ ένα πανηγύρι από λοβιτούρες, προκειμένου να γλιτώσει τον μέντορά του από την οικονομική καταστροφή, θα εμπλακεί σε μια ερωτική σχέση που είναι αδύνατον να γεμίσει τη μαύρη τρύπα μέσα του, κι όσο περισσότερο θα συγχρωτίζεται με τη νεοϋορκέζικη ελίτ τόσο πιο μαραμένος και απελπισμένος θα νιώθει.
Κινούμενος διαρκώς ανάμεσα στα άκρα, στο καλό και το κακό, την αλήθεια και το ψέμα, ο Θίο, τόσο στα δικά του όσο και στα δικά μας μάτια, δεν είναι παρά η αντανάκλαση της εύθραυστης, επιφυλακτικής κι αιχμαλωτισμένης καρδερίνας του περιζήτητου πίνακα. Θα βρει άραγε ποτέ τη γαλήνη; Θα ξεφύγει από τον… τζεϊμσμποντικού τύπου κλοιό στον οποίο θα εγκλωβιστεί; Θα συμφιλιωθεί με την άβυσσο που του επεφύλαξε η μοίρα του;
Χώρια από τις απανωτές συμπτώσεις, τις ανατροπές στην πλοκή και την ικανότητά της να ζωντανεύει τον ψυχισμό κάθε ήρωά της, η Ντόνα Ταρτ, και σ’ αυτό το μυθιστόρημά της, αποδεικνύεται δεξιοτέχνης του σασπένς. Η «Καρδερίνα» είναι από τα βιβλία που σε καθηλώνουν, από αυτά που δεν θέλεις να τελειώσουν ποτέ!