ΩΣ ΕΞΕΧΟΥΣΑ ΜΟΡΦΗ ΣΤΟ ΣΥΜΠΑΝ του αμερικανικού νουάρ, ο μπαρουτοκαπνισμένος και αγέρωχα κυνικός Σαμ Σπέιντ του Ντάσιελ Χάμετ είναι σχεδόν εξίσου γνωστός όσο και ο Φίλιπ Μάρλοου του Ρέιμοντ Τσάντλερ, παρότι οι εμφανίσεις του τόσο στο χαρτί όσο και στην οθόνη υπήρξαν σαφώς πιο περιορισμένες.
Η πρώτη του γνωριμία με το κοινό ήταν στη διάσημη αστυνομική νουβέλα «Το γεράκι της Μάλτας» που κυκλοφόρησε το 1930 για πρώτη φορά, μια δεκαετία πριν από την (ακόμα πιο διάσημη) κινηματογραφική της μεταφορά μέσω της ομώνυμης ταινίας του Τζον Χιούστον με τον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ στον πρωταγωνιστικό ρόλο.
«Ο Σπέιντ είναι μια ιδεατή μορφή», είχε πει για το δημιούργημά του ο Χάμετ, «αντιπροσωπεύοντας αυτό που οι ιδιωτικοί ντετέκτιβ με τους οποίους συνεργάστηκα θα ήθελαν να είναι, και στις πιο αλαζονικές στιγμές τους πίστεψαν ότι κατάφεραν να γίνουν».
Ο Σαμ Σπέιντ επιστρέφει λοιπόν ως μεσήλικας με την ιδεατή μορφή του Κλάιβ Όουεν αλλά οι δημιουργοί αυτής της κομψής και ατμοσφαιρικής σειράς έξι επεισοδίων τον τοποθετούν πολύ μακριά από τα γνώριμα λημέρια του στο Σαν Φρανσίσκο.
Τον βλέπουμε στην αρχή του Monsieur Spade να φτάνει στην κωμόπολη Μποζούλ της Νότιας Γαλλίας συνοδεύοντας από την Κωνσταντινούπολη ένα μικρό κορίτσι το οποίο έχει ως αποστολή να παραδώσει στον πατέρα του μετά τον θάνατο της μητέρας του, η οποία ήταν η Μπριζίτ Ο’ Σόνεσι, η femme fatale που ο ίδιος είχε παραδώσει στη δικαιοσύνη στο τέλος του «Γερακιού της Μάλτας». Είναι 1955.
Ο Κλάιβ Όουεν ενσαρκώνει έξοχα μια πιο ώριμη, αλλά όχι λιγότερο μοιρολατρική εκδοχή του Σαμ Σπέιντ (ακόμα και το κάπνισμα προσπαθεί να κόψει), από την αρχή όμως ακόμα της σειράς καθιστά ξεκάθαρη την εγγενή απροθυμία του να εμπλακεί συναισθηματικά –ή με πιο οποιονδήποτε άλλο τρόπο– με τις αχόρταγες ανάγκες των ανθρώπων, παραμένοντας ο αρχετυπικός νουάρ ήρωας που τα έχει δει όλα και έχει πλέον μπουχτίσει.
Ο πατέρας όμως δεν εμφανίζεται (θα εμφανιστεί αργότερα με αρπακτικές διαθέσεις) και ο Σπέιντ παραδίδει τελικά το κορίτσι σ’ ένα τοπικό ορφανοτροφείο που διοικούν καλόγριες. Συγχρόνως όμως, προσελκύει το ενδιαφέρον μιας όμορφης, πλούσιας και καλλιεργημένης χήρας, την οποία παντρεύεται.
Τότε η πλοκή μεταφέρεται έξι χρόνια αργότερα, χρονικό σημείο όπου παραμένει ως το τέλος. Ο Σπέιντ είναι ακόμα στην Μποζούλ, χήρος ο ίδιος πλέον, που περνά τις μέρες του πενθώντας την απώλεια της αγαπημένης του στην πολυτελή έπαυλή της την οποία κληρονόμησε, μαζί μ’ ένα εξαιρετικά καλόγουστο τζαζ καταγώγιο.
Η εύθραυστη και μελαγχολική ηρεμία του διακόπτονται βίαια όμως από την ανεξήγητη σφαγή των καλογριών στο οικοτροφείο της μικρής, η οποία πλέον είναι έφηβη και η σχέση της με τον Σπέιντ έχει περάσει σε άλλο επίπεδο τριβών. Συγχρόνως κάνουν όλο και πιο έντονη την παρουσία τους πάνω από το ηλιόλουστο και γραφικό σκηνικό οι τρόμοι και τα φαντάσματα τόσο από τον την Κατοχή όσο κι από τον πόλεμο στην Αλγερία.
Ο Κλάιβ Όουεν ενσαρκώνει έξοχα μια πιο ώριμη, αλλά όχι λιγότερο μοιρολατρική εκδοχή του Σαμ Σπέιντ (ακόμα και το κάπνισμα προσπαθεί να κόψει), από την αρχή όμως ακόμα της σειράς καθιστά ξεκάθαρη την εγγενή απροθυμία του να εμπλακεί συναισθηματικά –ή με πιο οποιονδήποτε άλλο τρόπο– με τις αχόρταγες ανάγκες των ανθρώπων, παραμένοντας ο αρχετυπικός νουάρ ήρωας που τα έχει δει όλα και έχει πλέον μπουχτίσει.
«Οι άνθρωποι έρχονται σε σένα με τα προβλήματά τους και καταλήγεις να κληρονομείς αυτά τα προβλήματα», λέει με μελετημένη ψυχραιμία και με στακάτο λόγο σ’ έναν χαρακτηριστικό μονόλογό του στο πρώτο επεισόδιο του Monsieur Spade.
«Αλλά τυχαίνει να είσαι καλός στο να τα διορθώνεις, οπότε τα προβλήματα συνεχίζουν να έρχονται. Μαζί με τα λεφτά. Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, τα προβλήματα από μικρά γίνονται θανατηφόρα – αποδεικνύεται ότι είσαι καλός και σ’ αυτά. Ίσως υπερβολικά καλός. Μια μέρα ξυπνάς, κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και βλέπεις κάποιον που δεν σου αρέσει και πολύ. Τίποτα το σπουδαίο. Απλά σταματάς να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη».
Monsieur Spade Official Trailer