«ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΕΜΠΩΝ / στη σκέψη μας κάποιος απών»… Ο στίχος από το τραγούδι «Στο σταθμό Λαρίσης», που συμμετείχε στους πρώτους Αγώνες Τραγουδιού Κέρκυρας του Μάνου Χατζιδάκι το 1981, δεν έχει φυσικά καμία σχέση με την περσινή συντριπτική τραγωδία που, όπως αποδείχτηκε, όχι μόνο δεν έχει ξεχαστεί έναν χρόνο μετά, παρά την κυνική βεβαιότητα των κρατούντων για το αντίθετο, αλλά έχει βαθιά κατοχυρωθεί ως το πιο οδυνηρό συλλογικό (εθνικό) πένθος –και τραύμα– που έχουμε βιώσει εδώ και πολύ καιρό.
Νομίζω ότι κυρίως από αμηχανία και από αδυναμία διαχείρισης της χθεσινής κατάμαυρης επετείου των «Τεμπών» ανακάλεσα αυτό το τραγούδι, και μάλλον κάτι αντίστοιχο συνέβη και με όλους τους ανθρώπους που έχουν πλημμυρίσει αυτές τις μέρες τα social media με ποιήματα και τσιτάτα περί μνήμης και λήθης, περί ευθύνης και ανευθυνότητας, περί απόγνωσης και αγανάκτησης.
Υπό άλλες συνθήκες, αυτό που συνέβη, αλλά και η (μη) διαχείριση του από τις αρχές, θα μπορούσε να είναι η βαριά σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται.
Είναι ένας τρόπος εξαγνισμού της φρίκης και εξορκισμού της απάθειας. Όπως και η ενεργή στήριξη του ψηφίσματος της Μαρίας Καρυστιανού, που έχει ήδη συγκεντρώσει πάνω από ένα εκατομμύριο υπογραφές.
Τι κοστίζει μια υπογραφή, θα πει κανείς. Δεν κοστίζει, αλλά είναι μια συνειδητή πράξη, ένα στοιχειώδες καθήκον, μια στοιχειώδης διαμαρτυρία, ένας στοιχειώδης φόρος τιμής στα αθώα θύματα ενός μαζικού εγκλήματος. Το νούμερο είναι μεγάλο, διαπερνά τα σπλάχνα του εκλογικού σώματος και υπερβαίνει το πολιτικό σύστημα.
«Έναν χρόνο μετά, η σκέψη όλων μας δεν μπορεί να φύγει από την ανείπωτη τραγωδία στα Τέμπη», δήλωσε ο βουλευτής και πρώην υπουργός Υποδομών και Μεταφορών Κ. Καραμανλής, και μου ήρθε αυτομάτως στο μυαλό, ως νοσηρός αλλά αναπόφευκτος συνειρμός, η «Ζώνη ενδιαφέροντος» – αυτή η ταινία θα σέρνεται υποδορίως για καιρό, ή και για πάντα, στο μυαλό και στο δέρμα και θα ανακαλείται σε ανύποπτο χρόνο και σε διαφορετικά πλαίσια.
Υπό άλλες συνθήκες, αυτό που συνέβη, αλλά και η (μη) διαχείριση του από τις αρχές, θα μπορούσε να είναι η βαριά σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι, ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Το ότι δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο δεν μειώνει τον βαρύ αντίκτυπο της προαναγγελθείσης τραγωδίας στο κοινωνικό σώμα, δεν μετριάζει τις ευθύνες των θεσμών και των μηχανισμών, δεν αδειάζει το ποτήρι της καχυποψίας και της οργής, δεν αποτελεί κάποιου είδους σιωπηλής επιδοκιμασίας ή ανοχής. Απλά, ο κόσμος είναι κουρασμένος – πολύ, πολύ κουρασμένος.