«ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΣΕ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟ, σκότωσε τον νέο ιδιοκτήτη και αυτοκτόνησε»… Κάπως έτσι, αφαιρετική, συντριπτική, «απρόσωπη» και χωρίς περαιτέρω στοιχεία ή links, κυκλοφορούσε η είδηση στα social media, σαν μακάβριο ανέκδοτο ή σαν δυστοπικό meme που υπερέβαινε τις ψυχοκοινωνικές διαστάσεις του αστυνομικού δελτίου. Σιγά-σιγά άρχισαν να αποκαλύπτονται οι ειδικές συνθήκες του τραγικού περιστατικού. Συνέβη στην Εύβοια, ο δράστης (και αυτόχειρας) ήταν 75 χρονών, το θύμα 50, το σπίτι ήταν υποθηκευμένο για οφειλές από καταναλωτικά δάνεια, ενώ ήταν η ίδια η αδελφή του δράστη που είχε κινήσει τις διαδικασίες για να βγει το σπίτι σε πλειστηριασμό, λόγω χρημάτων που της χρωστούσε. Όσο πιο κοντά πλησίαζε κανείς στο σκηνικό του δράματος, τόσο τον επηρέαζε η ατμόσφαιρα μιας μικρής κοινωνίας, όπου μπορεί να είναι πιθανό ο «υπερθεματιστής» και ο «οφειλέτης» –εν προκειμένω, ο δράστης και το θύμα– να γνωρίζονται προσωπικά.
Και το πιο τραγικό είναι ίσως ότι το δράμα κάποιου που χάνει το σπίτι του φαίνεται πολυτελές σχεδόν στα μάτια πολλών νεότερων, οι οποίοι έχουν προ πολλού ξεχάσει τέτοια όνειρα, ενώ συγχρόνως δυσκολεύονται όλο και περισσότερο ακόμα και να νοικιάσουν σπίτι με τις τιμές που επικρατούν, ειδικά στην επισήμως πλέον, «κοσμοπολίτικη» πρωτεύουσα, αλλά και στα αστικά κέντρα εν γένει.
Όμως η «ταυτότητα» και οι λεπτομέρειες της ζοφερής υπόθεσης δεν μείωσαν την ισχύ της αρχικής είδησης που εξακολουθούσε να περιφέρεται στοιχειωμένη και αυτόνομη, σαν παραβολή και σαν προειδοποίηση, σέρνοντας μαζί της μια λιτανεία από κρίσιμες προεκτάσεις. Για τις συνέπειες της στεγαστικής κρίσης, τον κερδοσκοπικό κυνισμό του σύγχρονου real estate, τον βαμπιρικό ρόλο των επενδυτικών funds και των τραπεζών, το γεγονός ότι ένα στα τρία ελληνικά νοικοκυριά αντιμετωπίζουν προβλήματα εξυπηρέτησης χρεών, την εξαφάνιση της μόνιμης κατοικίας ως μιας κοινωνικής σταθεράς, την ανεπάρκεια ή την αδράνεια των θεσμών, τη διάλυση του κοινωνικού ιστού, την παραλυτική αβεβαιότητα, τα «κληρονομικά», τις μακροχρόνιες δικαστικές διενέξεις, την κατάθλιψη, την απόγνωση, την οργή, το μίσος.
Και το πιο τραγικό είναι ίσως ότι το δράμα κάποιου που χάνει το σπίτι του φαίνεται πολυτελές σχεδόν στα μάτια πολλών νεότερων (αλλά όχι μόνο, φυσικά), οι οποίοι έχουν προ πολλού ξεχάσει τέτοια όνειρα, ενώ συγχρόνως δυσκολεύονται όλο και περισσότερο ακόμα και να νοικιάσουν σπίτι με τις τιμές που επικρατούν, ειδικά στην επισήμως πλέον, «κοσμοπολίτικη» πρωτεύουσα, αλλά και στα αστικά κέντρα εν γένει. Το δικαίωμα στη στέγη μοιάζει εδώ και καιρό με ρομαντικό σλόγκαν, με ακριβό προνόμιο ή με μαύρο χιούμορ.
Τα ενοίκια στην Αθήνα έχουν αυξηθεί κατά 90% τα τελευταία επτά χρόνια, δήλωσε ο Δήμαρχος Αθηναίων Χάρης Δούκας, κάνοντας λόγο για «μια δύσκολη συγκυρία» στο πάνελ με θέμα το «στεγαστικό» (κατά το «ασφαλιστικό» ή το «μεσανατολικό» που λέγαμε κάποτε) κατά το τρέχον Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Απ’ ό,τι διαβάζουμε στη σούμα που δημοσιεύτηκε στα μέσα, στη συζήτηση θίχτηκαν ζητήματα όπως τα μέτρα της κυβέρνησης για την ενίσχυση της κατοικίας, ο υπερκορεσμός στο κέντρο της Αθήνας, η επέκταση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και τα «γιατί» πίσω από τα πολλά άδεια σπίτια… Μόνο που τα «γιατί» του θέματος είναι πολλά –και κραυγαλέα– και δεν έχουν να κάνουν μόνο με τα χιλιάδες κτίρια-φαντάσματα που στοιχειώνουν την Αθήνα.