ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΕΧΕΙ ήδη ξεθυμάνει ως μανία, αν όχι ως τάση ακόμα, αλλά πριν καμιά εβδομάδα όταν επέστρεψα μετά από ένα υποχρεωτικό διάστημα αποχής, στο θαυμαστό και ψυχαναγκαστικό σύμπαν των social media, όλος ο κόσμος έμοιαζε να έχει μεταμορφωθεί σε γιαπωνέζικο καρτούν. Να έχει Ghibli-οποιηθεί, για την ακρίβεια, μέσω του Chat GTP 4.0 και της επιλογής που εμφανίστηκε μια μέρα ως διά μαγείας (είναι ένα είδος μαγείας άλλωστε, έστω και ευτελούς μορφής συχνά, η Τεχνητή Νοημοσύνη) επιτρέποντας στον απλό χρηστή να μεταμορφώσει τον εαυτό του, τον περίγυρό του ή όποια άλλη εικόνα επιθυμούσε σε κάτι που έμοιαζε να προέρχεται από ταινία του Μιγιαζάκι.
Ευτυχώς, όσο κι αν με συγκινεί αυτό το μαγεμένο σύμπαν το οποίο ανακάλυψα μάλλον μεγάλος, δεν έχω μαζί του αυτή τη σύνδεση που έχουν άλλοι και άλλες που δάγκωσαν τη λαμαρίνα με την αισθητική και τις ιστορίες του Studio Ghibli. Φαντάσου να έχει μεγαλώσει κανείς μ’ αυτές τις ιστορίες, τα παστέλ χρώματα, τις λεπτές γραμμές και τις χαρακτηριστικές φιγούρες και να βλέπει ξαφνικά τα χειροτεχνικά κομψοτεχνήματα που αγάπησε να γίνονται καύσιμο στη μηχανή ευτελισμού και κατάχρησης που καταλήγει να είναι σχεδόν πάντα το ίντερνετ, όσο περισσότερο θάρρος του δίνει κανείς.
Φαντάσου να έχει μεγαλώσει κανείς μ’ αυτές τις ιστορίες, τα παστέλ χρώματα, τις λεπτές γραμμές και τις χαρακτηριστικές φιγούρες και να βλέπει ξαφνικά τα χειροτεχνικά κομψοτεχνήματα που αγάπησε να γίνονται καύσιμο στη μηχανή ευτελισμού και κατάχρησης που καταλήγει να είναι σχεδόν πάντα το ίντερνετ.
Δεν ήθελε και πολύ για να φτάσει η τάση στο ναδίρ της, που φυσικά δεν είναι τα πορτρέτα των χρηστών που βρήκαν την ευκαιρία να φανταστούν τον εαυτό τους ως μέλος ενός πιο αθώου, πιο απρόσωπου (δηλαδή, λιγότερο ενοχοποιητικά «προσωπικού») και σίγουρα πιο παραμυθένιου κόσμου από τον δικό μας. Το ντροπιαστικό ναδίρ μπορεί να εντοπιστεί στην «αθώα» και «παιγνιώδη» χρήση του συγκεκριμένου εργαλείου από επίσημους και πανίσχυρους οργανισμούς και φορείς.

Όπως ο Λευκός Οίκος, ο επίσημος λογαριασμός του οποίου στο X ανέβασε μια «Ghibli» εκδοχή της φωτογραφίας μιας γυναίκας από την Δομινικανή Δημοκρατία η οποία κλαίει με λυγμούς την ώρα που συλλαμβάνεται με την κατηγορία της διακίνησης ναρκωτικών στη Φιλαδέλφεια των ΗΠΑ από υπηρεσιακό όργανο. Ή, ακόμα χειρότερα, όπως η υπηρεσία Ενόπλων Δυνάμεων (ή Δυνάμεων «Άμυνας») του Ισραήλ, πιο γνωστή ως IDF, η οποία κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα από τη γενοκτονία στη Γάζα, αποφάσισε να χαλαρώσει και να μπει κι αυτή στο «Ghilbi trend», όπως δήλωνε η ίδια, δημοσιεύοντας τέσσερεις εικόνες που δείχνουν δυνάμεις του στρατού, της αεροπορίας και του ναυτικού της χώρας να έχουν μεταμορφωθεί σε αγγελικά καρτούν.
Όπως όμως έγραφε πριν από μερικές μέρες σ’ ένα κείμενό του για τις διαστάσεις του φαινομένου, ο αρθρογράφος του New Yorker, Kyle Chyka, «το μαζικό κοπιάρισμα του ύφους του Studio Ghibli δεν έχει νόημα χωρίς το συλλογικό μας αίσθημα για την αισθητική του Μιγιαζάκι, ένα αίσθημα εμπνευσμένο από τις ταινίες του. Στην τωρινή μας στιγμή, ανησυχώ πολύ λιγότερο για τους καλλιτέχνες, παρά για το κοινό, που φαίνεται να αρκείται σε τόσες πολλές χλωμές απομιμήσεις. Η πιο πρόσφατη ταινία του Μιγιαζάκι με το Studio Ghibli, Το αγόρι και ο ερωδιός, είναι ένα sui-generis αμάλγαμα αυτοβιογραφίας, ιαπωνικής ιστορίας, ανιμισμού και σουρεαλισμού που διερευνά την ίδια την παρόρμηση του καλλιτέχνη να δημιουργήσει κάτι που θα τον ξεπεράσει. Η ενεργητική αφαίρεση της ταινίας –που επιταχύνει μέχρι να φτάσει στα βαθύτερα, ανείπωτα μέρη της ψυχής μας– είναι ένας τρόπος με τον οποίο η τέχνη μπορεί να ανταποκριθεί στην πρόκληση της τεχνολογίας».