Ο ΟΝΕΙΡΟΦΑΓΟΣ ΜΠΑΚΟΥ τρώει τα κακά όνειρα και ο άνθρωπος καρχαρίας χύνει ρουμπίνια αντί για δάκρυα σε ένα σύμπαν που μπορεί και αλλάζει χάρη στις διαρκείς μεταμορφώσεις που διαπερνούν τις σελίδες των ιστοριών του Λευκάδιου Χερν. Λιτές, σίγουρες στην ακρίβειά τους, όπως η καλλιγραφία, στην οποία διακρίνονται οι Ιάπωνες, εσωτερικές λόγω ιδιοσυγκρασίας και μεταφορικές σαν την ποίηση που διαπερνά την ίδια τους τη γλώσσα, αφηγήσεις σαν αυτές του Ελληνοϊρλανδού συγγραφέα με το ιαπωνικό ψευδώνυμο καταδεικνύουν έναν διαφορετικό τρόπο πρόσληψης και προσέγγισης του κόσμου.
Σε αντίθεση με τη δυτική παράδοση που προσδιορίζει την αφήγηση πολλές φορές μέσα από την εκλογίκευση, την πλοκή και τη λογική σειρά, στην ιαπωνική λογοτεχνία οι ακρότητες μοιάζουν να είναι διαρκώς εγκιβωτισμένες, πάντοτε όμως με αυτή την ακραία πίστη στην ομορφιά.
Γιατί, σε αντίθεση με τη δυτική παράδοση που προσδιορίζει την αφήγηση πολλές φορές μέσα από την εκλογίκευση, την πλοκή και τη λογική σειρά, στην ιαπωνική λογοτεχνία οι ακρότητες μοιάζουν να είναι διαρκώς εγκιβωτισμένες, πάντοτε όμως με αυτή την ακραία πίστη στην ομορφιά που μπορεί να μεταμορφώσει κάθε παρατήρηση σε αφορμή για μια ποίηση που δεν κραυγάζει αλλά είναι εξαίσια στην απλότητά της.
Χαρακτηριστική περίπτωση του κανόνα της σύγχρονης ιαπωνικής λογοτεχνίας είναι η αριστουργηματική Χώρα του Χιονιού του Γιασουνάρι Καβαμπάτα που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Άγρα –ο εκδοτικός οίκος δείχνει ιδιαίτερη αγάπη και προτίμηση στα ιαπωνικά αριστουργήματα– σε νέα μετάφραση από τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη, έναν από τους βαθείς γνώστες της ιαπωνικής παράδοσης και γλώσσας (εξού και το άκρως κατατοπιστικό επίμετρο αναφορικά με το σύμπαν του Καβαμπάτα και τη θέση του στην ιαπωνική λογοτεχνία).
Σε αυτή την ερωτική ιστορία μεταξύ του διανοούμενου με ειδικότητα στο μπαλέτο Σιμάμουρα, παντρεμένου αστού από το Τόκιο, και της Κομάκο, μιας γκέισας από τα μακρινά, ψυχρά βουνά του Βορρά προτάσσονται όλες οι αισθητικές κατηγορίες που καθιέρωσαν την Ιαπωνία στη συνείδηση του λογοτεχνικού κοινού και χάρισαν στον Καβαμπάτα το βραβείο Νόμπελ.
Πρόκειται για την αριστοτεχνική εμμονή στη λεπτομέρεια, στοιχείο που επηρέασε στη συνέχεια κορυφαίους λογοτέχνες όπως ο Μίσιμα, την αισθαντικότητα –σαν αυτή που χαρακτηρίζει τις λεπτές περιγραφές του Τανιζάκι–, την εναλλαγή των στοιχείων της φύσης που αντιστοιχούν στο πέρασμα της ψυχικής κατάστασης από την ακραία θερμότητα στο πιο απόκοσμο ψύχος, την υποβλητική ατμόσφαιρα και τη συμπαντική εναρμόνιση των δυνάμεων που καθιστούν το υποκείμενο σχεδόν ανύπαρκτο. Στη θέση, δηλαδή, ενός πανταχού παρόντα αφηγητή και κεντρικού για την αποκωδικοποίηση των βασικών στοιχείων του κειμένου προτάσσεται η γενικότερη ευθυγράμμιση με τη φύση και τα στοιχεία της που αποκαλύπτουν το μέγεθός τους και την ασύλληπτη παντοκρατορία τους.
Τα χιονισμένα βουνά είναι, εν προκειμένω, δηλωτικά της δύναμης που έχει το σύμπαν να ορίζει εμάς και τη μοίρα μας, απορροφώντας εν τέλει και την ύπαρξή μας. Φυσικά, δεν είναι μόνο το μεγάλο μέγεθος που υπαγορεύει την αλήθεια του αλλά και η ελάχιστη απέριττη λεπτομέρεια όπως το θρόισμα ενός κιμονό που σε αυτό το μοναδικό αριστούργημα μοιάζει να μπορεί να μετακινήσει τα χιονισμένα βουνά συντρίβοντας τις βεβαιότητες του ερωτευμένου άνδρα.
Άμεσα επηρεασμένος από τον δάσκαλό του, Καβαμπάτα, ο Γιούκιο Μισίμα στις αριστουργηματικές Εξομολογήσεις μιας μάσκας (μτφr. Αλέξης Καλοφωλιάς, Άγρα) χρησιμοποιεί το alter ego του, Κοτσάν, για να μιλήσει για τις δικές του εσωτερικές συγκρούσεις όταν αρχίζει να ανακαλύπτει τη σεξουαλικότητά του και την ορμητική της δύναμη απέναντι σε ένα περιβάλλον που ήταν ορισμένο να οριοθετεί και να ρυθμίζει κάθε διάθεση διαφορετικότητας και εξαίρεσης.
Η ομοφυλοφιλία, ένα θέμα ταμπού για την Ιαπωνία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ορίζεται ως το βασικό συστατικό της υπό διαμόρφωση ταυτότητας και της ακραίας αμηχανίας που προκαλεί ένας κόσμος σε αποδρομή. Στις εξαίσιες λυρικές περιγραφές που γυμνού σώματος τους Aγίου Σεβαστιανού συναντάμε τη λογοτεχνική επιρροή του Καβαμπάτα, ενώ οι ρεαλιστικές εικόνες της βομβαρδισμένης Ιαπωνίας σφραγίζουν το πέρασμα σε μια πιο ρεαλιστική εποχή στην ιαπωνική λογοτεχνία.
Αντίστοιχα, είναι η ίδια αυθεντική ειλικρίνεια, δοσμένη με ποιητική μεγαλοπρέπεια αλλά και ψυχρό κυνισμό, σε συνδυασμό με τα αβανγκάρντ στοιχεία που άρχισαν να οικειοποιούνται οι πάντοτε πρωτοποριακοί Ιάπωνες λογοτέχνες, που χαρίζει μια διαφορετική εκφραστική δύναμη στη γραφή του Κόμπο Άμπε, συγγραφέα του ξεχωριστού έργου Το πρόσωπο του άλλου (μτφρ. Στέλιος Λ. Παπαλεξανδρόπουλος, εκδ. Άγρα).
Σε αυτό συναντάμε έναν επιστήμονα του οποίου το πρόσωπο παραμορφώνεται έπειτα από ατύχημα. Ο ίδιος αποφασίζει να μας μιλήσει για την ιστορία του μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου του, περιγράφοντας, και πάλι με τον τρόπο των Ιαπώνων, όλα τα στάδια της εσωτερικής αναταραχής που διήλθε για να φτάσει τελικά να τυλίξει όλο το πρόσωπό του, υιοθετώντας με ακρίβεια τις ιδιότητες μιας μάσκας.
Στην περίπτωση αυτή, το κοινωνικό και μεταφορικό προσωπείο που επικαλείται ο Μίσιμα στις Εξομολογήσεις μιας μάσκας αποκτά φυσικά και απτά χαρακτηριστικά, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι η σωματικότητα και η ενσώματη εμπειρία αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά της σύγχρονης ιαπωνικής λογοτεχνίας.
Ίσως σε αυτό να έπρεπε να προστεθεί και το στοιχείο του προσωπικού δράματος που ήθελε τους κεντρικούς πρωταγωνιστές των πλέον κλασικών βιβλίων της ιαπωνικής λογοτεχνίας να ταυτίζονται με τις συναρπαστικές φιγούρες των συγγραφέων-δημιουργών τους σε σημείο που ο καθένας από αυτούς επέλεξε μια δραματική, μοναχική προσωπική πορεία που κατέληξε, σε πολλές περιπτώσεις, στην αυτοχειρία.
Μπορεί στην περίπτωση του Μίσιμα η αυτοκτονία να είχε εμμονικά ταυτιστεί με την υψηλή, ευγενική τελετουργία του σεπούκου και του Ιάπωνα πολεμιστή, αλλά για τον Ριουνοσούκε Ακουταγκάβα ή τον Οσάμου Νταζάι ήταν επιλογή φυγής από τα αβάστακτα αδιέξοδα της ζωής. Οι απανωτοί πόλεμοι, η σκληρότητα των οικονομικών συνθηκών και οι υψηλές κοινωνικοπολιτικές απαιτήσεις της τάξης τους δεν επέτρεπαν εύκολες γραμμές διαφυγής.
Ειδικά στην περίπτωση του Νταζάι, που κατάφερε να καταγράψει με τον πιο παραστατικά υπαρξιακό τρόπο τα πολλαπλά αυτά αδιέξοδα στο ευσύνοπτο, αριστουργηματικό βιβλίο του Δεν ήμουν πια άνθρωπος που μεταφράστηκε από τα ιαπωνικά για τις εκδόσεις Gutenberg –ταυτόχρονα κυκλοφόρησε από τη Διόπτρα με τον τίτλο Όχι πια άνθρωπος, σε μετάφραση Έφης Τσιρώνη–, τα προσωπικά βιώματα μετατράπηκαν σε ένα απόλυτα αληθινό καταστάλαγμα ζωής.
Η αντικομφορμιστική δράση του σπουδαίου Ιάπωνα συγγραφέα και η επαφή του με τα αριστερά κινήματα της εποχής του τον είχαν οδηγήσει σε σύγκρουση με την αριστοκρατική κατά το ήμισυ οικογένειά του που τον αποκλήρωσε όταν έμαθε ότι το είχε σκάσει με μια γκέισα. Λίγο αργότερα, ο ίδιος θα αποφασίσει να διαλύσει τον δεσμό του για τα μάτια μιας τυχαίας συνοδού που θα γνωρίσει σε ένα μπαρ, με την οποία θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει βουτώντας στην ανταριασμένη θάλασσα της Καμάκουρα (ο ίδιος θα γλιτώσει, εκείνη όχι).
Μετά από αυτό το ατυχές συμβάν ο συγγραφέας θα επιστρέψει στην αγαπημένη του γκέισα, την οποία θα παντρευτεί για να δοκιμάσει μαζί της και πάλι την αυτοκτονία, με χάπια αυτήν τη φορά, αλλά και πάλι χωρίς επιτυχία. Μια σειρά από προβλήματα υγείας θα του δημιουργήσουν εξάρτηση από τη μορφίνη και το αλκοόλ, κάποια στιγμή θα νοσηλευτεί σε ψυχιατρικό ίδρυμα και τα τελευταία χρόνια της ζωής του θα βυθιστεί στην κατάθλιψη.
Η τελευταία του απόπειρα αυτοκτονίας θα είναι επιτυχής. Ωστόσο είχε γνωρίσει την απόλυτη δόξα ως ένας από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου. Ο άκρως εκφραστικός Δύων Ήλιος που κυκλοφόρησε πρόσφατα και πάλι από τις εκδόσεις Διόπτρα δείχνει ακριβώς αυτή την αμφίθυμη διάθεση του Νταζάι απέναντι στη ζωή, καθώς μιλάει για τον ήλιο που υπάρχει για να ανατέλλει σε κάθε αδιέξοδο και δυσκολία ως εκφραστικό σύμβολο μιας χώρας που διατήρησε το υψηλό της φρόνημα στις ακραίες δυσκολίες.
Παράλληλα, η ηρωίδα του μυθιστορήματος, που ουσιαστικά ταυτίζεται με τον ίδιο τον συγγραφέα, διατηρεί το δικαίωμα στην ελπίδα και βρίσκει ύψιστο καταφύγιο στον έρωτα που τη βοηθάει να αντισταθμίζει τα ακραία προσωπικά προβλήματα και τις ερωτικές συγκρούσεις, γεμίζοντάς τη με προοπτική για ένα μέλλον που θα εξακολουθήσει να ανοίγει δρόμους όπως ακριβώς και η χώρα, που κατάφερε να επαναπροσδιορίσει πολλές φορές την ταυτότητά της ύστερα από απανωτές καταστροφές και πολέμους.
Άλλωστε, οι Ιάπωνες πάντα πίστευαν στην ποιητική και μεταφορική έκφραση στη λογοτεχνία, όπως αποκαλύπτει με τον πιο παραστατικό τρόπο η Αογιάμα Μιτσίκο στη Βιβλιοθήκη των κρυφών ονείρων (μτφρ. Αγγελική Τσέλιου, εκδ. Πατάκη), της οποίας η πρωταγωνίστρια είναι μια αινιγματική βιβλιοθηκάριος που αλλάζει τη ζωή πέντε διαφορετικών ανθρώπων που επισκέπτονται τη μικρή βιβλιοθήκη στην οποία εργάζεται.
Ενδεχομένως, όμως, να υπήρχε κι άλλος τρόπος να αλλάξουν ζωή, αν μπορούσαν να πατήσουν ένα κουμπί και να διακτινιστούν πίσω στον χρόνο, όπως συμβαίνει με τους επισκέπτες του μυστηριώδους καφέ σε ένα μικρό σοκάκι του Τόκιο στο μυθιστόρημα του Καγουαγκούτσι Τοσικάζου, Πριν κρυώσει ο καφές (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, εκδ. Κλειδάριθμος). Οι πελάτες καλούνται να καθίσουν σε μια συγκεκριμένη καρέκλα και μπορούν να βιώσουν αυτό το ταξίδι στον χρόνο σε σύντομο χρονικό διάστημα, αρκεί να επιστρέψουν στις θέσεις τους προτού καν τελειώσουν τον καφέ τους.
Πρόκειται για ένα σουρεαλιστικό αφήγημα με τα αινιγματικά και ανατρεπτικά στοιχεία της επιστημονικής φαντασίας, ένα αφηγηματικό μείγμα που χαρακτηρίζει τα σύγχρονα ιαπωνικά μυθιστορήματα, όπως αυτά του πλέον αγαπημένου Ιάπωνα συγγραφέα της Δύσης, Χαρούκι Μουρακάμι, ο οποίος ενσωμάτωσε τα ιαπωνικά χαρακτηριστικά στα δυτικότροπα έργα του.
Η μελαγχολία, που έχει σφραγίσει ανεξίτηλα την ιαπωνική γραφή, οι εσωτερικές συγκρούσεις αλλά και το ανατρεπτικό έως σουρεαλιστικό χιούμορ και η ακραία φαντασία κάνουν συγγραφείς όπως αυτός να μιλούν ακόμα και μέσα από τη φωνή των ζώων, όπως συμβαίνει στην πέμπτη συλλογή διηγημάτων του Σε πρώτο ενικό (μτφρ. Βασίλης Κιμούλης) που κυκλοφορεί, όπως τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Ιάπωνα λογοτέχνη, από εκδόσεις Ψυχογιός.
Τέλος, από τις σπουδαίες σύγχρονες γυναικείες φωνές που εκφράζουν τις ανατρεπτικές δυνάμεις της σύγχρονης ιαπωνικής κουλτούρας είναι η λεγόμενη «βασίλισσα της ιαπωνικής λογοτεχνίας» Μιέκο Καβακάμι που με τον Παράδεισό της (εκδόσεις Gutenberg) μιλά για το αντίθετό του.
Στην Ιαπωνία των αρχών του ’90 ένα δεκατετράχρονο αγόρι με στραβισμό υποβάλλεται σε ανελέητα μαρτύρια από τους συμμαθητές του. Αντί να αντισταθεί ή να ζητήσει βοήθεια, σιωπά.
Στο πλάι του βρίσκεται μόνο η Κοτζίμα, η οποία παρακολουθεί σε κάθε λεπτομέρεια όλα τα μαρτύρια που υφίσταται ο άτυχος συμμαθητής της, καταθέτοντας με οδυνηρή ειλικρίνεια κάθε πτυχή μιας ιστορίας που μοιάζει βγαλμένη όχι μόνο από την ιαπωνική πραγματικότητα αλλά και από αυτή που βιώνουν πολλοί ανήλικοι σε κάθε χώρα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.