Στην παρούσα έκθεση γίνεται μία γοητευτική προσέγγιση σε έργα γλυπτικής, που προκαλούν χωρικές εμπειρίες, υιοθετώντας τα χαρακτηριστικά και τις ποιότητες της αρχιτεκτονικής δημιουργίας. Πρόκειται για έργα που αναπλάθουν, ορίζουν ως «τοπόσημα» ή ακόμα και οριοθετούν τον χώρο αναδεικνύοντας πάντα τον τόπο, μέσα στον οποίο δημιουργούνται.  

 

Ένας τέτοιος είναι και το εργαστήρι του Στέλιου Γαβαλά. Γεμάτο από εργαλεία εξακολουθεί να είναι ένας μικρόκοσμος από μόνο του, που αντανακλά την μέθοδο δημιουργίας του καλλιτέχνη. Ο επιμελητής της έκθεσης, Γιάννης Κολοκοτρώνης, γράφει για τα έργα μέσα σ’ αυτό το φαινομενικά χάος: «... Από το 2020 και μετά, ο Στέλιος Γαβαλάς έχει ξανοιχτεί σε μια διαφορετική εξερεύνηση από τις σειρές με τις ουτοπικές σκαλωσιές των νεοκλασικών σπιτιών της Αθήνας του ’30 που συναντούσαν τα σύννεφα, τις αιωρούμενες βάρκες και τις αιωρούμενες πολιτείες. Το καινούργιο project του είναι μια συνδυαστική προσπάθεια να υφάνει έναν ιστό εμπειριών που ξεπερνούν τα όρια του χρόνου και της τεχνολογίας και να παρασύρει το θεατή σ’ ένα ταξίδι ακουστικής αίσθησης, μνήμης και συναισθήματος που συνδέει τους ανθρώπους. Πέντε γυαλισμένα φουγάρα πλοίων χάνουν της λειτουργική τους ιδιότητα και γίνονται αγωγοί για μια συμφωνία ήχων. Εξοπλισμένα και αυτά όπως τα Μουσικά Φουγάρα του Αλίμου, με ενσωματωμένα ηχεία μέσα στους κυλινδρικούς κορμούς τους, με χορδές και μουσικά κλειδιά εξωτερικά, να αντηχούν τους ήχους της θάλασσας και του ανέμου, δυναμώνοντας την ακουστική εμπειρία του χώρου, μεταμορφώνουν το ρεαλιστικό τους πλαίσιο και αλλοιώνουν τη μνήμη που θα αντικατασταθεί από την σύγχρονη ακουστική αισθητική».

 

Τα έργα του Γαβαλά ανάγουν την γλυπτική σε μία βιωματική εμπειρία, όπου αντίληψη και αισθήσεις διεγείρονται. Και αυτό συμβαίνει γιατί τα γλυπτά σμιλεύθηκαν με βάση τα χαρακτηριστικά του φυσικού τοπίου, μέσα στο οποίο εναρμονίζεται συναισθηματικά ο καθένας από εμάς.

 

Γι’ αυτό ο επιμελητής της έκθεσης σημειώνει ότι ο συμβολισμός, η μεταφορά και η αλληγορία συμπληρώνουν τα εργαλεία στο εργαστήρι του γλύπτη τονίζοντας : «...Κάθε έργο του κι ένα ισχυρό αντίδοτο σύγχρονης οπτικής μνημονικής ποίησης. Κι η θάλασσα, ως κεντρικό σημείο αναφοράς γίνεται κάτι περισσότερο από μια απλή φυσική οντότητα: γίνεται μια αποθήκη κοινών εμπειριών, συναισθημάτων και προβληματισμών σχετικά με την ομορφιά και την ευθραυστότητα του φυσικού μας κόσμου. Και αυτό είναι μια πολιτική και κοινωνική δήλωση για το ανθρώπινο ταξίδι μέσα από το πρίσμα της ελπίδας και της αισιοδοξίας για έναν καλύτερο κόσμο».

 

Τελικά, η επεξεργασία των υλικών των γλυπτών, η κλίμακά τους, η σχέση πλήρους και κενού, το παιχνίδι με το φως και τον ήχο, τα απομακρύνουν από την κατηγορία των εκθεμάτων, που περιορίζονται μόνο στην παρατήρησή τους από τον θεατή. Λειτουργούν περισσότερο σαν μία πρόκληση να τα «βιώσει» ο καθένας από εμάς, να αφουγκραστεί τις δικές του ανάγκες. Κυρίως να ταξιδέψει μέσα από τις αισθήσεις στις εμπειρίες που τα έργα υποβάλλουν. Ποια, όμως, πτυχή από αυτές θα ακολουθήσει ο θεατής είναι δική του επιλογή...