ΑΝ ΣΗΜΑΔΕΨΕΙΣ ΤΙΣ πιο απομακρυσμένες και επικίνδυνες περιοχές στον χάρτη, θα δεις πού ακριβώς έχει πάει και πού έχει ζήσει για μεγάλα χρονικά διαστήματα ο Καρίλ Φερέ για να γράψει τα συναρπαστικά μυθιστορήματά του. Από την άγρια φύση της Νέας Ζηλανδίας και τα απόκοσμα, μολυσμένα τοπία της Σιβηρίας έως τις πιο κακόφημες περιοχές της Κολομβίας και τις στιγματισμένες από τις μαζικές πολιτικές διώξεις πλατείες της Αργεντινής, είναι ελάχιστες οι περιοχές με βαριά ιστορικά τραύματα και έντονη πολιτική ιστορία που δεν έχει θελήσει να εξερευνήσει σε βάθος ο Γάλλος συγγραφέας. Γιατί αν κάτι τον διαχωρίζει από τους υπόλοιπους κορυφαίους εκφραστές του νουάρ είναι ότι, εκπροσωπώντας με τον καλύτερο τρόπο το γαλλικό πολάρ, προσδοκά να ταρακουνήσει, αν όχι να συνταράξει, όσο μπορεί τον αναγνώστη. «Το πολάρ είναι ο δικός μου τρόπος να βάλω οργάνωση και τάξη στο χάος», μας λέει χαρακτηριστικά, στην προσπάθειά του να συνοψίσει το μοναδικό του métier. Όσο για το όνομά του, Καρίλ, το οφείλει στον Αμερικανό θανατοποινίτη Κάριλ Τσέσμαν, ο οποίος εκτελέστηκε το 1960 και πλέον συνιστά σύμβολο του αγώνα κατά της θανατικής ποινής.
Στην Ελλάδα, την οποία γνωρίζει πια καλά, o Φερέ επιστρέφει συχνά, αφού αγαπάει την Αθήνα και την Αστυπάλαια, την οποία φροντίζει να επισκέπτεται μαζί με τον εκδότη του, Σταύρο Πετσόπουλο – εμπειρίες που έχει περιγράψει ανάγλυφα στο βιβλίο για την εποχή της ελληνικής κρίσης με τον τίτλο «Ποτέ πια μόνος». Η πρόσφατη συγγραφική του κατάθεση, που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Άγρα σε ωραία μετάφραση Αργυρώς Μακάρωφ, λέγεται «Οκαβάνγκο» και αφορά την πλέον γνώριμή του περιοχή της Νοτίου Αφρικής, από την εποχή του «Ζουλού». Τώρα την επαναφέρει στο προσκήνιο για να μιλήσει για το απίστευτο εμπόριο των άγριων ζώων, με τους πλούσιους Κινέζους να πληρώνουν τεράστια ποσά για να εξασφαλίσουν το αφροδισιακό κέρας του ρινόκερου ή μια σούπα από πτερύγια καρχαρία. Είναι αυτοί που χρησιμοποιούν τους χαυλιόδοντες ως κοσμήματα για τις προνομιούχες, πλούσιες κυρίες τους. Η λαθροθηρία είναι, δε, τόσο μεγάλη που έχει οδηγήσει στην εξαφάνιση πολλών σπάνιων ειδών, πράγμα που τον έκανε να μιλήσει για τον «παραλογισμό τού να αδιαφορείς για τη φύση, η οποία έρχεται να εκδικηθεί και μάλιστα με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από ό,τι αρχικά θεωρούσαμε». Η αγωνία του, άλλωστε, δεν είναι μόνο θεωρητική. Πίνοντας το κοκτέιλ βότκα του, ένα ζεστό αθηναϊκό βράδυ στο Galaxy, δεν κουράζεται να μιλάει για όλα όσα τον παθιάζουν, που δεν είναι ποτέ απλές μυθοπλαστικές περιγραφές ή ακραίες πολιτικές καταστάσεις και ενίοτε διέπονται από ακραία βία, όπως ακριβώς η ίδια η ζωή.
«Είναι απίστευτο να βλέπεις τον κόσμο, αντί να αντιδρά, να πηγαίνει προς τα άκρα, σαν να μην έχει ανάγκη πια τη δημοκρατία, να την αντιμετωπίζει ως εμπόδιο».
Τον ρωτάμε πώς ξεκίνησε αυτή η έντονη ενασχόληση με την Αφρική και η μεγάλη αγάπη που δείχνει για την άγρια φύση και τα ζώα. «Ήμουν έξι χρονών όταν είδα σε ένα ντοκιμαντέρ ότι οι λαθροθήρες πυροβολούσαν τα σπάνια άγρια ζώα. Έπαθα πραγματικά σοκ και η μητέρα μου δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να με ηρεμήσει: ίσως να ήταν η πρώτη μου επαφή με την αδικία. Ακόμα και τώρα εξακολουθώ να νιώθω τον ίδιο θυμό και την ίδια ανάγκη να ξεσπάσω σε κλάματα όπως τότε. Ενδεχομένως το ότι επιστρέφω εκεί και γράφω για όλα αυτά να είναι ο δικός μου τρόπος –γιατί η γραφή είναι το όπλο του συγγραφέα– να απαντήσω σε αυτή την αδικία». Μιλάει για όλα αυτά με πάθος, εξηγώντας πώς ακριβώς δρα η συγκεκριμένη μαφία, την οποία περιγράφει στο βιβλίο με το κωδικό όνομα «Scorpio», πουλώντας τα πολύτιμα μέλη των άγριων ζώων στη μαύρη αγορά, και το πώς εξακτινώνεται σε όλα τα μέρη της Νοτίου Αφρικής και σε διάφορα φυσικά πάρκα ζώων, πληρώνοντας τους θηρευτές για να τα βρουν και να τα ακρωτηριάσουν. «Είναι ακριβώς η λογική του ακραίου καπιταλισμού που λέει ότι, αν κάτι είναι ακριβό, είναι σπάνιο, και το αντίθετο. Και όσο πιο ακριβό είναι, τόσο πιο πολύ το κυνηγούν για να πάρουν τα μέλη του, με αποτέλεσμα συγκεκριμένα είδη να βρίσκονται κυριολεκτικά υπό εξαφάνιση. Οι ρινόκεροι, για παράδειγμα, θανατώνονται για τα πολύτιμα κέρατά τους, τα οποία θεωρούν, λανθασμένα, αφροδισιακά, με αποτέλεσμα στο παγκόσμιο χρηματιστήριο αυτής της μαφίας να αξίζουν περισσότερο από τον χρυσό. Στο μυθιστόρημα μιλάω για τον ρινόκερο της Νοτίου Αφρικής, τον Long Horn, τον οποίο κυνηγούν με μανία οι Ασιάτες, πληρώνοντας απελπισμένους και φτωχούς για να τον πιάσουν».
Εξού και ότι η δράση διαδραματίζεται σε περιοχές στις οποίες συγκεντρώνονται τα άγρια ζώα, όπως το δέλτα του Οκαβάνγκο στην Μποτσουάνα, που σχηματίζεται στο σημείο όπου ο ομώνυμος ποταμός φτάνει σε ένα κοίλωμα, σε υψόμετρο χιλίων περίπου μέτρων, στο κεντρικό τμήμα της ορεινής λεκάνης της ερήμου Καλαχάρι. Αυτή η έρημος ουσιαστικά καλύπτει, όπως μας πληροφορεί ο Φερέ, τα τρία τέταρτα της Μποτσουάνας και την ανατολική περιοχή της Ναμίμπιας, καλύπτοντας και άλλες χώρες και περιοχές. «Είναι γνωστό ότι η Ευρώπη είχε πετσοκόψει την Αφρική, κόβοντάς τη με τον χάρακα, και τα κομμάτια της, που μοιράστηκαν σαν τούρτα, αποτέλεσαν τις αποικίες», γράφει ο Φερέ στο βιβλίο, εξηγώντας μας όλα τα εγκλήματα που έκαναν οι λευκοί, ειδικά στην κεντρική και νότια Αφρική, διαμορφώνοντας ανεξάρτητα κράτη Μαύρων για να έχουν τον έλεγχο. «Τότε ο Νέλσον Μαντέλα είχε την εξαίσια ιδέα να φτιάξει αυτά τα τεράστια πάρκα, ξεπερνώντας το πρόβλημα των συνόρων, αφού ουσιαστικά ένωναν διαφορετικές αφρικανικές χώρες: επιπλέον, με αυτόν τον τρόπο κατάφερε να προστατεύσει διαφορετικά είδη άγριων ζώων, βάζοντας σε αυτά τοποτηρητές και φύλακες, τους λεγόμενους rangers. Αυτό δεν λειτούργησε μόνο κατευναστικά σε σχέση με διάφορες εξεγέρσεις, αλλά ένωσε και τις φυλές. Ήταν πραγματικά μια απόλυτα ιδιοφυής ιδέα ενός σπάνιου πολιτικού, όπως ο Μαντέλα».
Αυτό είναι, μάλιστα, το σημείο που επιλέγει ο συγγραφέας ως σημείο δράσης για το βιβλίο του, με πρωταγωνιστές ένα παράξενο δίδυμο, το οποίο αναλαμβάνει να εξερευνήσει τον φόνο που κρύβεται πίσω από το πτώμα ενός ενδεχόμενου θηρευτή ή ιχνηλάτη, το οποίο βρίσκεται στο φυσικό πάρκο άγριων ζώων Wild Brunch: οι δυο ετερόκλητοι πρωταγωνιστές, δηλαδή ο ιδιοκτήτης του πάρκου, Τζον Λέιθαμ, και η ranger Σολάνα Μπετγουέιζ ενώνουν τις δυνάμεις τους για τη διαλεύκανση του εγκλήματος. Τον ρωτάω πώς αποφάσισε να βάλει μια ντόπια γυναίκα για πρωταγωνίστρια σε ένα τόσο άγριο και εχθρικό για τις γυναίκες περιβάλλον. «Μα ακριβώς γι' αυτό την επέλεξα: επειδή συνήθως οι ιδιοκτήτες αυτών των πάρκων και οι διάφοροι rangers είναι ξανθοί, λευκοί πενηντάρηδες άνδρες. Αποφάσισα επομένως να κάνω το αντίθετο, γνωρίζοντας πως όλοι αυτοί έχουν απόλυτο δικαίωμα όχι μόνο να οπλοφορούν αλλά και να σκοτώνουν: έδωσα την απόλυτη αυτή εξουσία σε μια ντόπια γυναίκα με ανεξάρτητο πνεύμα, φροντίζοντας μάλιστα να την οπλίσω, παίρνοντας κατά κάποιον τρόπο εκδίκηση».
Μόνο που η Σολάνα δεν είναι ακριβώς ευτυχισμένη σε αυτόν τον φυσικό παράδεισο, αφού εκτός από τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τα πολλαπλά αδιέξοδα, που την κάνουν να βλέπει τον εαυτό της όχι ως μια γοητευτική ψηλή γυναίκα αλλά ως υπέρβαρη, έχει να λύσει και τα συναισθηματικά αδιέξοδα που προέρχονται από τον έρωτά της για τον σκληρό ιδιοκτήτη του πάρκου, Τζον Λέιθαμ, αυτόν τον σκοτεινό, μοναχικό χαρακτήρα που συναντάμε σε διαφορετικές εκδοχές στα προηγούμενα μυθιστορήματα του Φερέ, όπως το «Ζουλού» ή το «Μαπούτσε». Τον ρωτάω γιατί φέρνει τόσο κοντά τους πρωταγωνιστές του και τους εμπλέκει σε τόσα συναισθηματικά αδιέξοδα. «Δεν γίνεται αλλιώς, διαφορετικά θα ήταν ένα μελό γεμάτο κλισέ. Υπάρχει, όμως, κάτι κοινό που τους συνδέει, που είναι η βαθιά αγάπη τους για τα ζώα. Απλώς είναι σαν εκείνη να εκφράζει τη δικαιοσύνη και τον γραπτό νόμο και εκείνος τους άγραφους κανόνες, τους οποίους καλείται να τηρήσει ακόμα και με παράδοξους τρόπους, που είναι προφανώς παράνομοι, προστατεύοντας κατ’ ουσίαν τα ανυπεράσπιστα ζώα. Είναι, άλλωστε, αυτά που εμπλέκονται άθελά τους στον πιο άγριο πόλεμο, ακόμα χειρότερο και από τους εμφυλίους, αφού δεν οπλοφορούν».
Έχει, μάλιστα, κανείς την εντύπωση ότι αυτός ο ιδιότυπος, ενίοτε «τρυφερός» μισανθρωπισμός που χαρακτηρίζει τους πρωταγωνιστές είναι αυτός που περιγράφει και το σύμπαν του ίδιου του Φερέ. «Συμφωνώ, εν μέρει, με την επισήμανση. Καθώς όλοι έχουμε τις αντιφατικές πλευρές μας, έτσι και εγώ τρέφω μεγάλες ελπίδες για τους ανθρώπους. Μου αρέσει να βρίσκομαι ανάμεσά τους και να ακούω τις ιστορίες τους. Αλλά ξέρω ότι το ανθρώπινο είδος ρέπει προς την εξαφάνιση και μάλιστα με δική του υπαιτιότητα και με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από ό,τι φανταζόμαστε”.
Η απαισιοδοξία του Καρίλ Φερέ δεν είναι κάποια ανούσια κινδυνολογία, αλλά βασίζεται σε στοιχεία που έχουν να κάνουν με την καταστροφή του περιβάλλοντος, τη φύση που μας εκδικείται, τα είδη που είναι υπό εξαφάνιση, τους ανθρώπους που είναι οι καταστροφείς του μέλλοντος του κόσμου στον οποίο κατοικούν. «Όλα αυτά συνδέονται. Όλα όσα περιγράφω ότι γίνονται στην Αφρική δεν είναι ιστορία. Είναι το ανύπαρκτο μέλλον μας, αυτό που συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στον πλανήτη». Οι μόνοι, μάλιστα, που δείχνουν να αντιλαμβάνονται την απόλυτη υπεροχή της φύσης, «το ότι δεν τους ανήκει η φύση, αλλά ότι ανήκουν σε αυτή», όπως τονίζει χαρακτηριστικά, είναι οι διάφορες φυλές της Αφρικής, σαν τους Σαν, που, όπως μας λέει, είναι από τις «αρχαιότερες, αν όχι η αρχαιότερη φυλή στον κόσμο».
Μας πληροφορεί κάτι που περιγράφει αναλυτικά στο βιβλίο, ότι «οι πρόγονοι των Σαν είχαν δημιουργήσει τοιχογραφίες σπηλαίων, παρά τις σφαγές από τους Μπαντού, στη συνέχεια τη γενοκτονία από τους Γερμανούς, τους διωγμούς. Το τρομερό είναι ότι παρά τους διωγμούς, δεν είχαν μετακινηθεί από την περιοχή στο πέρας των αιώνων». Αναφέρεται με ενθουσιασμό στη σοφία τους, στον τρόπο που αγαπάνε τα ζώα, στο ότι έχουν στους κόλπους τους σαμάνους με βαθιά γνώση – είναι γνωστό από προηγούμενα βιβλία ότι ο Φερέ δείχνει μεγάλη αγάπη σε αυτούς τους σοφούς των φυλών. «Καταρχάς έχουν ένστικτο, δεν έχουν χάσει την επαφή με τους αρχέγονους τρόπους και διαθέτουν έναν δικό τους, άμεσο τρόπο επικοινωνίας, που είναι ουσιαστικός και πιο βαθύς. Πήρα τεράστια μαθήματα από όλους αυτούς τους αυτόχθονες, που είχα την τύχη να τους συναντήσω από κοντά σε διαφορετικές χώρες, όπως οι σαμάνοι της Αφρικής. Έχουν μια σοφία που πηγάζει από το γεγονός ότι αντιλαμβάνονται τον απόλυτο παραλογισμό της Δύσης. Γι' αυτούς η ατομική ιδιοκτησία δεν έχει κανένα νόημα, είναι κάτι εντελώς παράλογο, αφού πιστεύουν ότι ανήκουν στη φύση».
Δεν μπορώ να μην τον ρωτήσω αν –έχοντας συναντήσει την απόλυτη αγριότητα των κατακτητών, τη βαρβαρότητα των οποίων δεν έχει πάψει να αποκαλύπτει στα βιβλία του, θυμίζοντάς μας, για παράδειγμα, τους διάφορους «φυτευτούς» δικτάτορες στις χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως στην Αργεντινή, όπου βρήκαν καταφύγιο οι σφαγείς ναζί των στρατοπέδων συγκέντρωσης, ή πως από τη μακρινή Σιβηρία μέχρι την Αφρική εξακολουθούν να γίνονται εγκλήματα κατά των ζώων και της φύσης– εξακολουθεί να σοκάρεται με όλα όσα βλέπει στα ταξίδια του στη νότια περιοχή της αφρικανικής ηπείρου και τι είναι αυτό που τον σοκάρει περισσότερο. «Δεν θα πω τι με σοκάρει, αλλά τι δεν με σοκάρει: το γεγονός ότι πολλοί κατακτημένοι λαοί δέχονται και οικειοποιούνται τους τρόπους των αποικιοκρατών, ότι μιλούν τη γλώσσα τους και πολλές φορές ούτε καν εξεγείρονται. Το ίδιο, όμως, βλέπεις να συμβαίνει αυτήν τη στιγμή στην "πολιτισμένη" Ευρώπη: όχι μόνο δεν εξεγειρόμαστε, αλλά λέμε και ευχαριστώ. Είναι απίστευτο να βλέπεις τον κόσμο, αντί να αντιδρά, να πηγαίνει προς τα άκρα, σαν να μην έχει ανάγκη πια τη δημοκρατία, να την αντιμετωπίζει ως εμπόδιο. Είναι πραγματικά σοκαριστικό. Όσο για την αριστερά, αν στην κυβέρνηση ήταν η άκρα δεξιά και όχι φιλελεύθεροι πολιτικοί, όπως στη Γαλλία ο Μακρόν, θα ήταν σύσσωμη στους δρόμους. Αλλά αντί γι' αυτό εξακολουθούν να ασχολούνται με τις ιδεολογικές τους διαφωνίες και αντιθέσεις. Ακόμα και την οικολογική καταστροφή την αντιμετωπίζει η αριστερά ως ένα πρόβλημα θεωρητικό και όχι ως κάτι που μας καίει εδώ και τώρα».
Απέναντι σε όλα αυτά, ο ίδιος απαντά με τα βιβλία του, τα σενάριά του για τον κινηματογράφο –είναι απολαυστικά τα περιστατικά που περιγράφει με τον Ορλάντο Μπλουμ, που ήταν ο πρωταγωνιστής της βασισμένης στο βιβλίο του «Ζουλού» ταινίας–, τη μουσική του, τις πανκ αποχρώσεις της ζωής του και τον ροκ ρυθμό των περιγραφών και των λέξεών του. «Για μένα ο Νίτσε είναι ροκ γιατί έτσι είναι η ένταση της γραφής του, όπως και ο Βανεγκέμ, που δεν θα μπορούσε ποτέ να γράψει σε άλλο τόνο. Αυτοί είναι οι συγγραφείς που αγαπώ: η σχέση μου μαζί τους είναι αυτή που έχω με τη μουσική. Όσο για τα βιβλία, εκεί παίζουν πάρα πολλά πράγματα ρόλο, η λεπτομέρεια της φράσης, το δούλεμα κάθε σκηνής. Εξακολουθώ να λέω ότι η σχέση με τον αναγνώστη θέλω να είναι απόλυτη και να μην υπάρχει απόσταση. Θέλω τον αναγνώστη να είναι απόλυτα συνένοχος στο πιο ωραίο "έγκλημα", αυτό της γραφής, ακριβώς γιατί δεν γίνεται αλλιώς. Αυτό ακριβώς είναι ο συγγραφέας: είναι αυτός που, αν του στερήσεις τη γραφή, μπορεί να μη φτάσει στο έγκλημα, αλλά θα πεθάνει».