ΔΕΥΤΕΡΗ ΦΟΡΑ ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ελληνική ποδοσφαιρική ομάδα αγωνίζεται σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης, 53 χρόνια μετά την παρουσία του Παναθηναϊκού στον τελικό του Κυπέλου Πρωταθλητριών, νυν Champions League. Λένε ότι τον στήριζε τότε όλη η Ελλάδα. Δεν ξέρω, ήμουν μωρό, μπορεί να υπήρξε πράγματι μια απόλυτη εθνική ομοψυχία τότε. Το «ευρωπαϊκό» στο ποδόσφαιρο είναι άλλωστε το μεγάλο συλλογικό μας απωθημένο, το ύστατο όραμα, η κορυφαία καταξίωση, και όταν το πετύχαμε –σε επίπεδο εθνικής ομάδας– το 2004, την «ακούσαμε» σε τέτοιο βαθμό που είκοσι χρόνια μετά, ακόμα βιώνουμε το χανγκόβερ και το «comedown» από εκείνο το τρελό μεθύσι.
Μόνο οι αθώοι και όσοι είναι μακριά από τα πάθη, τις έριδες και τις οπαδικές μυθολογίες υποστηρίζουν πραγματικά και αδιαπραγμάτευτα «όλες τις ελληνικές ομάδες» όταν αγωνίζονται στην Ευρώπη.
Ο Ολυμπιακός αγωνίζεται απόψε στον τελικό του σχετικά νεοσύστατου Europa Conference League, τρίτης τη τάξει διασυλλογικής διοργάνωσης στην ιεραρχία της UEFA, αλλά ένας ευρωπαϊκός τίτλος είναι ένας ευρωπαϊκός τίτλος –κάτι συνταρακτικό και απόκοσμο για τον Έλληνα ποδοσφαιρόφιλο– και αν τελικά τον κατακτήσει, μπορούμε με ασφάλεια να προβλέψουμε ότι θα χαλάσει ο κόσμος (μας), και δικαιολογημένα. Η επιτυχία θα είναι μεγάλη και οι ιαχές των θριαμβευτών ουρανομήκεις. Πολλοί υψηλοί θα είναι επίσης οι δείκτες του φθόνου που θα κατακλύσει αρκετούς από εμάς που είμαστε οπαδοί ευθέως ανταγωνιστικών ομάδων, αλλά και της απελπισίας ενόψει της προοπτικής να μην ακούμε τίποτε άλλο για το υπόλοιπο της ζωής μας από τους πολυπληθείς φίλους του Ολυμπιακού (όλοι έχουμε κάποιους που είναι και δικοί μας φίλοι, το αντίθετο είναι στατιστικά απίθανο) πέρα από αυτόν τον επικό θρίαμβο – τον μοναδικό στην ιστορία για ελληνική ομάδα.
Στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή δεν καταφέρει τελικά να ολοκληρώσει με επιτυχία την φετινή εντυπωσιακή φετινή πορεία του στον θεσμό ο Ολυμπιακός, θα πλημμυρίσουν με ένα ισχυρό συναίσθημα χαιρεκακίας ή «schadenfreude» (όπως ορίζεται η άντληση ευχαρίστησης από την αποτυχία, την ήττα, τον πόνο του άλλου) οι αντίπαλοί του. Ας το παραδεχτούμε, δεν είναι ντροπή. Μόνο όσοι δεν γνωρίζουν από πρώτο χέρι (και καλά κάνουν) την αιώνια ανωριμότητα και το άσβεστο μένος κατά των «αιώνιων αντιπάλων» που περιλαμβάνει η ιδιότητα του οπαδού, μένουν εμβρόντητοι από μια τέτοια αντίληψη. Μόνο οι αθώοι και όσοι είναι μακριά από τα πάθη, τις έριδες και τις οπαδικές μυθολογίες υποστηρίζουν πραγματικά και αδιαπραγμάτευτα «όλες τις ελληνικές ομάδες» όταν αγωνίζονται στην Ευρώπη.
Δεν είναι μόνο η αντίληψη του τύπου «να ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα» – είναι κάτι βαθύτερο αυτό που καθιστά πιο οδυνηρή την επιτυχία του άλλου από την δική σου αποτυχία, ειδικά στο αγρίως «φυλετικό» (tribal) οικοσύστημα του οπαδικού ανταγωνισμού. Είναι ένα είδους αναπηρίας. Η φυσική κατάσταση ενός οπαδού άλλωστε δεν είναι η χαρά, η μεγαλοσύνη και η αγαλλίαση αλλά η μίρλα, η πικρία και η απογοήτευση. Και ο φθόνος για την επιτυχία του αντιπάλου.