Όταν μιλάμε για παλιούς, πέτρινους φάρους, πρέπει να έχουμε στον νου μας περίπλοκους μηχανισμούς, προφανώς χωρίς ρεύμα, σε δυσπρόσιτα μέρη, εντός των οποίων ζούσαν φαροφύλακες. Οι άνθρωποι αυτοί συνήθως ήταν απομονωμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο και διαρκώς σε εγρήγορση γιατί μια, έστω και σύντομη, διακοπή λειτουργίας τους μπορούσε να στοιχίσει σε ναυάγια και ανθρώπινες ζωές. Οι φάροι ήταν τα σπίτια τους για μεγάλα χρονικά διαστήματα, μπορεί και αρκετούς μήνες, μέχρι να έρθει ο επόμενος που θα τους αντικαθιστούσε για να πάρουν την άδειά τους.
Σήμερα, το ελληνικό φαρικό δίκτυο μετράει περίπου 1.600 «πυρσούς», όπως λέγονται στη γλώσσα της ναυσιπλοΐας, και είναι ένα από τα πιο πυκνά δίκτυα διεθνώς. Σε αυτούς περιλαμβάνονται και σχεδόν 150 παλιοί πέτρινοι φάροι και φανοί, με την ηλικία τους, κατά μέσο όρο, να μετράει σχεδόν δύο αιώνες.
Ο πρώτος φάρος του νεοσύστατου ελληνικού κράτους εγκαινιάστηκε στην Αίγινα στα τέλη της δεκαετίας του 1820, προτού ακόμα η πρωτεύουσα μεταφερθεί στο Ναύπλιο. Τα εγκαίνια έκανε ο Ιωάννης Καποδίστριας και τότε ήταν ένα χρήσιμο δημόσιο έργο υποδομής. Ωστόσο, το Ιόνιο, που ήταν υπό αγγλική διοίκηση, είχε ήδη ένα σημαντικό φαρικό δίκτυο, μεγάλο μέρος του οποίου σώζεται μέχρι σήμερα, με παλαιότερο φάρο εκείνον που βρίσκεται στο Παλιό Φρούριο από το 1822.
Οι επανδρωμένοι και επιτηρούμενοι από φαροφύλακες φάροι είναι περίπου 60 και για τη λειτουργία και συντήρησή τους υπεύθυνη είναι η Υπηρεσία Φάρων που υπάγεται στο Πολεμικό Ναυτικό.
Το 1831 τοποθετήθηκαν οι επόμενοι δύο φανοί του ελληνικού κράτους, στις Σπέτσες και στην Κέα. Ενώ φτιάχνονται κάποιοι μικροί φάροι για να εξυπηρετήσουν τη ναυσιπλοΐα, ο πρώτος μεγάλος και επιβλητικός, που σήμερα κινδυνεύει με κατάρρευση, κατασκευάζεται από τη γαλλική εταιρεία φάρων – βρίσκεται λίγο πριν από την είσοδο στο λιμάνι της Ερμούπολης στη Σύρο, πάνω στη βραχονησίδα Διδύμη ή «Γαϊδουρονήσι». Το μέγεθός του και η κατασκευή του ήταν εντυπωσιακά για την εποχή. Το ύψος του κυλινδρικού του πύργου είναι 29 μέτρα (έχει 125 σκαλοπάτια) και το εστιακό του ύψος 68. Θεμελιώθηκε την 25η Ιανουαρίου 1834, το πρώτο έτος της βασιλείας του Όθωνα, με βασιλική δαπάνη, και είναι έργο του Βαυαρού αρχιτέκτονα Γιόχαν Ερλάχερ. Ήταν ένα μεγάλο γεγονός για την εποχή και θεωρήθηκε έργο ανάπτυξης.
Ο φάρος της Σύρου εντάχθηκε στο ελληνικό φαρικό δίκτυο μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους το 1912-13 και κατά τον Μεγάλο Πόλεμο σημαντικό μέρος του καταστράφηκε, όπως συνέβη και με δεκάδες άλλους ανά την επικράτεια. Το 1948 επισκευάστηκε και από τότε λειτουργεί εκπέμποντας 1 λευκό φωτισμό κάθε 2 λεπτά. Είναι ο ψηλότερος φάρος του ελληνικού φαρικού δικτύου.
Μπορεί σήμερα να ακούγεται κάπως εντυπωσιακό και να έχει περάσει στις ταινίες και στα βιβλία με έναν τρόπο ρομαντικό, αλλά οι φαροφύλακες της εποχής δεν το περιέγραφαν καθόλου έτσι… Η μοναξιά ήταν σκληρή και οι δυσκολίες πολλές. Με τα χρόνια σε κάποιους φάρους έμεναν περισσότεροι από ένας και τα τελευταία σαράντα χρόνια κάποιοι φαροφύλακες είχαν τη δυνατότητα να μένουν στα φαρόσπιτα με την οικογένειά τους. Όπως φαίνεται και στα σχέδια που δημοσιεύονται, οι πέτρινοι φάροι δεν ήταν εύκολες κατασκευές και παραμένουν κομψοτεχνήματα αρχιτεκτονικής και μηχανικής.
Ιδιαίτερη κατασκευή ήταν και ο φάρος που προοριζόταν για το λιμάνι του Πειραιά, αλλά θεωρήθηκε πιο χρήσιμο να τοποθετηθεί στο νησάκι που βρίσκεται λίγο έξω από το λιμάνι (που δεν είχε ακόμα την κίνηση που θα γνώριζε τα επόμενα χρόνια), τη γνωστή Ψυττάλεια. Κατασκευάστηκε το 1856 και ως καταλληλότερη θέση ήταν αυτή στο επίπεδο κομμάτι ΒΑ της νησίδας, όπως φαίνεται και από το πρωτόκολλο που υπογράφεται από τον μηχανικό Γεωργαντά, ο οποίος απευθύνεται προς τον νομάρχη Αττικής και Βοιωτίας και προτείνει να κατασκευαστεί ο φάρος 15-20 μέτρα από το μνημείο της Λουίζας Άρμανσμπεργκ. (Περισσότερα για την Ψυτάλλεια, τον φάρο της και το μνημείο μπορεί να διαβάσετε σε παλαιότερο μας θέμα εδώ.)
Σήμερα, οι παλιοί πέτρινοι φάροι θεωρούνται παραδοσιακά βιομηχανικά μνημεία και κάποιοι από αυτούς παραμένουν χρήσιμοι. Προστατεύονται από τη νομοθεσία Περί Αρχαιοτήτων και εν γένει της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και από τον νόμο Περί κύρωσης της σύμβασης για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Ευρώπης. Μέχρι σήμερα έχουν χαρακτηριστεί με αποφάσεις του ΥΠΠΟΤ ως νεότερα διατηρητέα ιστορικά μνημεία περίπου οι 40.
Οι επανδρωμένοι και επιτηρούμενοι από φαροφύλακες φάροι είναι περίπου 60 και για τη λειτουργία και συντήρησή τους υπεύθυνη είναι η Υπηρεσία Φάρων που υπάγεται στο Πολεμικό Ναυτικό.
Κάθε χρόνο, την τρίτη Κυριακή του Αυγούστου, με πρωτοβουλία της Διεθνούς Ένωσης Φαροφυλάκων, γιορτάζεται η Παγκόσμια Ημέρα Φάρων και είναι μια καλή ευκαιρία –και μια ωραία εμπειρία– να επισκεφθεί κανείς «τοὺς μακρινοὺς φάρους, τὰ φῶτα ἑνὸς ἀπίθανου ὁρίζοντα», όπως γράφει ο Μανόλης Αναγνωστάκης («Πέντε μικρά θέματα», ΙΙ), αφού εκείνη τη μέρα αρκετοί είναι επισκέψιμοι.
Σχετικά με τα αρχεία και τα τεκμήρια που παρουσιάζονται, η ιστορικός και αρχειονόμος Ευσταθία Χαντζή από το Τμήμα Αναγνωστηρίου και Αρχειακής Έρευνας σημειώνει τα εξής:
«Τα διαγράμματα και τα τεκμήρια που αφορούν τους φάρους της Αίγινας, της Σύρου και της Ψυτάλλειας προέρχονται από δύο εκτενείς αρχειακές συλλογές που φυλάσσονται στην Κεντρική Υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους: το αρχείο υπουργείου Εσωτερικών Β' Οθωνικής Περιόδου και το αρχείο Υπουργείου Εσωτερικών περιόδου Γεωργίου Α' αντίστοιχα.
To αρχείο υπουργείου Εσωτερικών Β' Οθωνικής Περιόδου αποτελείται από 2.393 φακέλους, καλύπτοντας χρονικά τα έτη 1833-1862, δηλαδή την περίοδο της Αντιβασιλείας και τη διακυβέρνηση του Όθωνα μέχρι την άφιξη του δεύτερου βασιλιά της Ελλάδας, Γεωργίου Α'.
Το αρχείο του υπουργείου Εσωτερικών περιόδου Γεωργίου Α', με ακραίες χρονολογίες 1863-1916, περιέχει 3.728 φακέλους και αντιστοιχεί στα έξι τμήματα του υπουργείου.
Και στα δύο αρχεία, εκτός της ελληνικής, συναντώνται τεκμήρια στη γερμανική και γαλλική γλώσσα, όπως και στατιστικά στοιχεία, τοπογραφικά σχεδιαγράμματα, αναλυτικοί προϋπολογισμοί/μελέτες έργων ανά την επικράτεια».
Πηγές:
- Κ. Παγουλάτου-Κυπαρίσση (επιμ.), «Πετρόκτιστοι φάροι. Ταίναρο και Μαλέας», Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, Αθήνα 2013
- Στυλιανός Εμμ. Λυκούδης, «Ιστορικόν περί των φάρων των ελληνικών ακτών από της αρχαιότητος μέχρι σήμερον», Τυπογραφείον Εστία, Αθήναι 1917-18, ανατ. Πολεμικό Ναυτικό/ΥΙΝ, Αθήνα 2008
- Γήσης Παπαγεωργίου, «Ελληνικοί πέτρινοι φάροι», Ίδρυμα Αικατερίνης Λασκαρίδη, Αθήνα 2019
- www.faroi.com